της Λαμπριάνας Κυριακού
Με το πρώτο ανέβασμα στη σκηνή, οι πρωταγωνίστριες μας καθήλωσαν. Ήταν ο λόγος τους, μέσα από τις μαρτυρίες, ήταν το ύφος τους μέσα από τις ερμηνείες. Έχουν περάσει μέρες και συνειδητοποιώ ότι η σκέψη παρέμεινε εκεί κολλημένη στο θέατρο Βράχων και στην παράσταση «Κοινός Λόγος».
Τέτοιες παραστάσεις , δεν μπορούν να δεχθούν κριτική, γιατί και ο σκηνοθέτης Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, άγγιξε τον αυτό κάθε αυτό ορισμό του πολιτισμού, αφοπλίζοντας κάπως την Τέχνη. Έδωσε μέσα απ όλες τις μαρτυρίες, τα στοιχεία τα οποία δημιουργεί ένας ξεριζωμός – ένας πόλεμος. Όπως για παράδειγμα ρατσισμός. Ηταν το πρώτο χαρακτηριστικό – η πρώτη σκληρή πραγματικότητα που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες, στο νέο τόπο που πήγαιναν.
Πέντε γυναίκες, αφηγούνται, έως πολύ μαρτυρούν λεπτομερώς στιγμές που στα βιβλία της Ιστορίας μας, αγνοούν να προσθέσουν. Είναι τα αποστάγματα της ιστορίας, που αν τονίζονταν περισσότερο, θα λογαριάζαμε περισσότερο τη ζωή που ζούμε τώρα, γιατί από τα μάτια των προγόνων μας, πέρασαν οι πιο φρικιαστικές εικόνες του πεπρωμένου μας. Από τη Μικρασιάτικη καταστροφή στην Κατοχή. Από τις σφαγές στην πείνα, από τη ζωή στο θάνατο. Αυτό που τις κρατάει όρθιες όμως, είναι ως βασικό στοιχείο η ΜΝΗΜΗ, αλλά και το γεγονός ότι πέραν τα όσα είχαν περάσει, απάλυναν το πόνο με τραγούδι και δεν έχαναν το χιούμορ τους.
Στις 15 Ιουνίου του 2004, βρισκόμουνα στην Κύπρο και είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον «ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΟ». Να τονίσω ότι είχε κάνει πρεμιέρα στο νησί. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι η τότες παράσταση με τη σημερινή δεν μπορεί να συγκριθεί. Ο Θεοδωρόπουλος, έδωσε συνέχεια στον ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΟ και όχι Επανάληψη.
Δεν υπάρχει καλή και καλύτερη. Σαφώς, οι μαρτυρίες είναι διαφορετικές, αλλά ο λόγος είναι κοινός. Ίσως να είναι η ωριμότητα, ίσως οι σημερινές συγκυρίες… μέσα από αυτό τον ΚΟΙΝΟ ΛΟΓΟ, συνειδητοποίησα ότι μεμψιμοιρούμε πολύ οι Έλληνες και δεν έχουμε μνήμη. Αυτοί οι άνθρωποι είχαν πρώτα απ όλα πολιτισμό, τον οποίο μετέφεραν μαζί τους, σε κάθε γη που πατούσαν και το χειρότερο; Το πεπρωμένο τους όρισε να δουν τα μάτια τους φρικτές σκηνές και να βιώσουν καταστάσεις που δεν χωράει το μυαλό του ανθρώπου. Στιγμές που δεν έχουμε βιώσει μέχρι τώρα. Εμείς στο τώρα, Χάσαμε τα πάμπολλα, μας έμειναν τα πολλά και βάλαμε στον κρόταφο το όπλο γιατί δεν αντέχουμε.
Εν τούτοις υπήρξαν πολύ χειρότερα… Η φράση της Ελένης Κοκκίδου «μείναμε με τις ψυχές μας» και η αντίστοιχη της Λυδίας Κονιόρδου «μείναμε μόνο με τα σώματα μας», η στιγμή που Μαρία Κατσανδρή, σηκώθηκε και με χέρια ανοιχτά και σε αργό ρυθμό, χόρεψε το χορό της αξιοπρέπειας, το χορό της λεβεντιάς των παιδιών της, αλλά και το παγωμένο ύφος της Ελένης Ουζουνίδου – Όλες αυτές οι στιγμές, λοιπόν ήταν το καρφάκια που σμίλευαν τη συνείδηση του θεατή.
Ωστόσο, ξεχώρισα την ερμηνεία της Ελένης Κοκκίδου, γιατί την ώρα που ερμήνευε έβλεπες στη λάμψη των ματιών της, τις εικόνες που έβγαζε ο λόγος της, όταν έλεγε «η δύναμη μου κόβεται και δεν μπορώ να συλλοιστώ τα όσα περάσαμε, πε πως είμαι κι εγώ μες το χώμα άμα τα συλλοιστώ.»
Δεν κρυβόταν πίσω από την ερμηνεία της, ήταν η γυναίκα που μια γελούσε και μια έκλαιγε με την ίδια ευελιξία. Είχε την αμεσότητα που χρειάζεται για να μπει στις καρδιές του κοινού και να συγκινήσει.
Η Λυδία Κονιόρδου μου άρεσε, αλλά δεν ξέρω τι ήταν αυτό που την έκανε να αποτραβηχτεί από το τραγικό που ξέρει να κάνει τόσο καλά. Την έχω δει σε συνταραχτικούς ρόλους και τώρα ήθελα απλά να με κάνει να ανατριχιάσω.
Τα σκηνικά του Δημήτρη Δαγκλίδη, ήταν πραγματικά ένα μουσείο. Με πραγματικές προσωπογραφίες ανθρώπων που έζησαν την τότε εποχή, ζωγραφισμένα στα πρόσωπα τους όλα τα στοιχεία που ο σκηνοθέτης ήθελε να τονίσει. Κάθε φωτογραφία έδειχνε τον αέρα της εποχής της. Τα σκηνικά είναι η πρώτη επαφή με το έργο και εκεί πόσο ταίριαξε την τραγικότητα των μαρτυριών με τις εικόνες.
Υγ:
Είναι από τις καλύτερες καλοκαιρινές παραστάσεις, που πρέπει όλοι να δούμε , όση ανάγκη γέλιου και να έχουμε, άλλη τόση ανάγκη συλλογισμού μας χρειάζεται.