Στη Βρετανία πάλι, τον περασμένο Μάρτιο, μεγάλη δημόσια συζήτηση διεξήχθη στα ΜΜΕ με τη συμμετοχή πολιτικών, δημοσιογράφων και πολιτών, για τη σωστή ορθογραφία και τη σωστή χρήση των σημείων στίξης με αφορμή την πρόθεση των τοπικών αρχών του Μιντ Ντέβον να καταργήσουν το σημάδι της αποστρόφου στις επιγραφές που αναγράφονται στις πινακίδες στους δρόμους.
Διαβάζοντας αυτά, αναρωτιέται κανείς: Εχουμε στην Ελλάδα αντιστοίχως γρήγορα αντανακλαστικά σε ό,τι αφορά ζητήματα σωστής γραφής; Αρκεί να ρίξει κάποιος μια ματιά στα κείμενα που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, σε αναρτήσεις στο Facebook και στα μπλογκ, στα μηνύματα στο Twitter και σε παντός είδους υποσελίδια σχόλια σε δημοσιεύματα για να διαπιστώσει ότι, ενώ η ανορθογραφία βασιλεύει, δεν φαίνεται αυτό να απασχολεί και πολύ.
Λάθη πληκτρολόγησης («μεζέψουν» αντί «μαζέψουν», «υψηλής επινδυνότητας» αντί «υψηλής επικινδυνότητας»), λάθη ορθογραφικά («δυστηχώς» αντί «δυστυχώς»), απουσία στίξης και άλλων σημαδιών του γραπτού λόγου όπως τα διαλυτικά (βλ. το συχνότατο «Μαίου» αντί «Μαΐου»), συστηματική εγκατάλειψη του τονισμού των λέξεων, κατάργηση της αποστρόφου σε εκθλίψεις, αφαιρέσεις και αποκοπές («αστο» αντί «άσ’ το»), χρήση του απλού αντί του τελικού σίγμα («Βενιζελοσ» αντί «Βενιζέλος»), χρήση του λατινικού ερωτηματικού «?» αντί του ελληνικού «;» κ.ά. Κάποιες ανορθογραφίες δεν δυσχεραίνουν την κατανόηση του κειμένου, άλλες, όπως η συνηθισμένη απουσία του κόμματος στο αναφορικό «ό,τι», καθιστούν ορισμένες φράσεις προβληματικά αμφίσημες ή εντελώς ακατανόητες.
Ξεπεράσαμε το στάδιο της συστηματικής χρήσης των greeklish στον ηλεκτρονικό λόγο και γράφουμε πλέον στα ελληνικά. Αρκεί όμως αυτό; Δεν έχει σημασία αν θα γράφουμε σωστά ελληνικά;
Κάποτε η σωστή ορθογραφία ήταν απόδειξη μόρφωσης και καλλιέργειας αλλά και ευπρέπειας και καλών τρόπων και ένδειξη σεβασμού προς τον αποδέκτη ενός κειμένου. Σήμερα, αν τολμήσει κάποιος να επισημάνει ένα ορθογραφικό λάθος, θεωρείται σχολαστικός, λεπτολόγος και μίζερος.
Ποια είναι η δικαιολογία μας για τις περιπτώσεις ανορθογραφίας; Βιασύνη, τεμπελιά, αμέλεια, λειψή παιδεία και άγνοια των κανόνων της ορθογραφίας ή απαξίωση του γραπτού λόγου και της ελληνικής γλώσσας γενικότερα;
Η μάστιγα της ανορθογραφίας στο Ιντερνετ σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με το ίδιο το μέσο, υποστηρίζει στο «Βήμα» ο ο γλωσσολόγος Γιώργος Παπαναστασίου, διευθυντής του Ινστιτούτου Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη] του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συγγραφέας του τόμου Νεοελληνική ορθογραφία: Ιστορία, θεωρία, εφαρμογή (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2008): «Εχουμε την τάση να είμαστε πιο ελεύθεροι στην τήρηση των ορθογραφικών κανόνων στο ηλεκτρονικό περιβάλλον» εξηγεί. «Τα μέιλ, οι αναρτήσεις στο Facebook και τα σχόλια στο διαδίκτυο έχουν την αίσθηση του εφήμερου που μας παρασύρει να νομίζουμε ότι στο διαδίκτυο μπορούμε να είμαστε περισσότερο απαλλαγμένοι από τους κανόνες της ορθογραφίας. Βεβαίως, όποιος γράφει ανορθόγραφα σε ένα περιβάλλον δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα γράψει ορθογραφημένα σε ένα άλλο. Θα προσέξει όμως περισσότερο».
Ο ίδιος δεν αρνείται ότι η ορθογραφία έχει πάρει την κατιούσα στον δημόσιο λόγο, πράγμα που διαπιστώνει και στην πανεπιστημιακή αίθουσα «όχι όμως της τάξης που παρατηρείται στο Διαδίκτυο», υποστηρίζει. Βεβαίως, το να βλέπουμε ελληνικά γραμμένα ανορθόγραφα μας επηρεάζει, ειδικά στην τηλεόραση όπου το φαινόμενο ανορθογραφίας στα κυλιόμενα κείμενα στη διάρκεια ειδησεογραφικών και ψυχαγωγικών εμπομπών είναι συχνό. «Συνηθίζουμε να βλέπουμε εσφαλμένες γραφές στην τηλεόραση, πράγμα που είναι πιο επικίνδυνο γιατί ο θεατής θεωρεί ότι το κείμενο που προβάλλεται στην οθόνη είναι προσεγμένος λόγος, οπότε η εσφαλμένη γραφή τού τυπώνεται στον νου και τείνει να την επαναλάβει».
Την τελευταία δεκαπενταετία — μετά την έκδοση του Λεξικού της νέας ελληνικής γλώσσας (1998) του γλωσσολόγου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Γιώργου Μπαμπινιώτη, το οποίο στην πρώτη του έκδοση πρότεινε γραφές αποκλίνουσες από τη σχολική ορθογραφία που ακολουθεί τη «Γραμματική» του Μανόλη Τριανταφυλλίδη —, η ορθογραφία δεν έχει πάψει να αποτελεί αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Εκείνο όμως που απασχολεί κυρίως τους επιστήμονες γλωσσολόγους είναι το πώς θα πρέπει να γράφεται μια λέξη, βάσει συγκεκριμένης ετυμολογίας, και όχι η τήρηση των γενικών ορθογραφικών κανόνων. Αυτούς διδάσκονται οι μαθητές στην πρωτοβάθμια και στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
«Η ορθογραφία διδάσκεται στα μαθήματα Γλώσσας και στο δημοτικό και στο γυμνάσιο», μας λέει ο Γιώργος Παπαναστασίου, «με κάποια ανοχή στο δημοτικό —μεγαλύτερη από ό,τι παλιότερα—, πιο αυστηρά στο γυμνάσιο. Η αυστηρότητα στη διδασκαλία και στην εξέταση των κανόνων ορθογραφίας στο σχολείο σχετίζεται και με τον τρόπο που κάθε εκπαιδευτικός ή εκπαιδευτική ομάδα αντιμετωπίζει το θέμα».
Η ορθογραφία —σχολαστικά ή μη— διδάσκεται. Υπάρχει μια επίσημη ορθογραφία. Εχουμε πρόσβαση στην ενημέρωση για τη σωστή γραφή μιας λέξης: έχουμε γραμματικές και λεξικά —πολλά μάλιστα είναι διαθέσιμα και στο Διαδίκτυο—, και κάποιους βασικούς ορθογραφικούς κανόνες στους οποίους όλοι οι γλωσσολόγοι συμφωνούν, ανεξάρτητα από τις απόψεις τους για επιμέρους ορθογραφικά ζητήματα. Το αν γράφουμε ορθογραφημένα ελληνικά είναι, στο τέλος, ζήτημα προσωπικό και σχετίζεται με το ερώτημα: Μας ενδιαφέρει η ορθογραφία, μας χρειάζεται;
Αν αφήσουμε για λίγο στην άκρη όλα τα επιχειρήματα τα σχετικά με την ιστορία της ελληνικής γλώσσας και τη σύνδεσή τους με ζητήματα εθνικής ταυτότητας κτλ., θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι η ορθογραφία δεν είναι ζήτημα ουσίας, είναι ζήτημα αισθητικό, ζήτημα εικόνας. Ομως, μια λέξη δεν είναι μόνο το περιεχόμενό της και ο ήχος της, είναι και η εικόνα της: τα σημάδια πάνω στο χαρτί ή στην οθόνη. Συμμετέχει σ’ αυτόν τον κώδικα επικοινωνίας που είναι η γλώσσα και με την εικόνα της. Μια ανορθογραφία πολλές φορές μας προβληματίζει, καθυστερεί την αντίληψη του νοήματος μιας λέξης, δυσκολεύει την επικοινωνία μας. «Κάθε φορά που βλέπω ένα τυπογραφικό λάθος», έγραφε ο Γκαίτε διατυπώνοντας θαυμάσια πώς αισθάνεται κανείς διαβάζοντας μια ανορθόγραφη λέξη, «αναρωτιέμαι αν έχει εφευρευθεί κάτι καινούριο».
το βημα