1η Αυγούστου 1973 – Σαράντα χρόνια από την Αυτοκτονία του Νίκου Ζαχαριάδη

alt
Facebook
Twitter
LinkedIn

του Λάμπρου Σταυρόπουλου

Σαν σήμερα πριν 40 χρόνια, ο Νίκος Ζαχαριάδης, άλλοτε αγαπημένο «παιδί» του Ιωσήφ Στάλιν και αδιαφιλονίκητος ηγέτης του ΚΚΕ επί μια 25ετία, έβαζε τέλος στην ζωή του διαμαρτυρόμενος για τον απόλυτο παραγκωνισμό του και την εξορία που του είχαν επιφυλάξει οι πρώην σοβιετικοί προστάτες του.

«Θύτης και θύμα» της ίδιας πολιτικής που πιστά υπηρέτησε ο ίδιος ως γενικός γραμματέας του ΚΚΕ, από την ηγεσία του οποίου εκδιώχθηκε το 1956 (6η Πλατειά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ στην Ρουμανία) μετά από ανοιχτή επέμβαση έξι «αδελφών» κομμάτων στο πλαίσιο της «αποσταλινοποίησης» που εγκαινίασε την ίδια χρονιά ο Νικήτα Χρουστσώφ (20ό Συνέδριο ΚΚΣΕ), ο Ζαχαριάδης δεν απαρνήθηκε ποτέ ούτε το κόμμα του, ούτε την Σοβιετική Ένωση.

Τον απαρνήθηκε όμως εκείνη, επιφυλάσσοντάς του την χειρότερη μοίρα -μετά την αποκαθήλωσή του το 1956 και την διαγραφή του από το ΚΚΕ το 1957 τον  εκτόπισε στο Μποροβίτσι του Νόβγκοραντ και κατόπιν στο απόκοσμο Σουργκούτ της Σιβηρίας, απομονώνοντάς τον πλήρως από τους οπαδούς του πολιτικούς πρόσφυγες στην Τασκένδη, οι οποίοι μάχονταν σώμα με σώμα με τους «αντιζαχαριαδικούς» και αποκόβοντάς του κάθε περιθώριο επιστροφής στην Ελλάδα. Η ύστατη κίνησή του να δηλώσει το 1962 με επιστολή του προς την ελληνική κυβέρνηση μέσω της πρεσβείας μας στην Μόσχα ότι δέχεται να επιστρέψει στην Ελλάδα για να δικαστεί, δεν βρήκε ανταπόκριση.

Η μεν ελληνική πλευρά δεν ήθελε να προσφέρει στον Ζαχαριάδη την δυνατότητα να εκμεταλλευθεί πολιτικά την επιστροφή του έστω και από το εδώλιο του κατηγορουμένου, η δε σοβιετική πλευρά επιθυμούσε να διατηρήσει τον πλήρη έλεγχο στο ΚΚΕ, κάτι που θα διατάρασσε η ανάμειξη του πρώην ηγέτη του. Επιπλέον, ο Ζαχαριάδης γνώριζε πολλά, τόσα ώστε να αγγίξει «ευαίσθητα δεδομένα» που αφορούσαν τις διακρατικές σχέσεις των δυο χωρών. Ο μεγάλος ηττημένος του εμφυλίου πολέμου 1946-1949 ηττήθηκε για άλλη μια φορά, αυτή την φορά από τους ιδεολογικούς και πολιτικούς πάτρονές του, οι οποίοι και δεν έκαναν τίποτα για να τον αποτρέψουν από την διακηρυγμένη απειλή του να αυτοκτονήσει.

Σε μια από τις πολλές επιστολές που έστειλε στην Μόσχα από την Σιβηρία, όπου βρισκόταν εκτοπισμένος υπό 24ωρη παρακολούθηση, έγραφε στις  26 Ιουνίου 1973: «Σήμερα, ύστερα απόλα αφτά, δηλώνω ότι αν δεν αρθούν ΟΛΑ τα μέτρα περιορισμού, εξορίας, στέρησης ελευθε­ρίας μετακίνησης και αναχώρησης απτή Σοβ. Ένωση κτλ. κτλ. που ε­φαρμόζονται ενάντιά μου, τότε την 1η Αυγούστου 1973, σαν έκφραση έσχατης ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑΣ, θ’ αφτοκτονήσω. Αν υπάρξει απάντησή σας να μου μεταβιβαστεί μονάχα με το γιο μου Σηφάκο (Αλέξη)». Ωστόσο, τα αιτήματά του συνάντησαν την άρνηση των σοβιετικών και έτσι ο Ζαχαριάδης, παρά την προσπάθεια της νέας τότε φλωρακικής ηγεσίας του ΚΚΕ να τον μεταπείσει μέσω απεσταλμένου της (του Κ. Λουλέ), υλοποίησε την απειλή -την 1η Αυγούστου 1973 κρεμάστηκε στο αγροτόσπιτο που ζούσε περιορισμένος. Οι σοβιετικοί απέκρυψαν την πραγματική αιτία θανάτου (απαγχονισμός) η οποία αποκαλύφθηκε μόνο μετά από πολλά χρόνια, την περίοδο που έπνεε στην ΕΣΣΔ ο άνεμος της «περεστρόικα».

Ο κ. Σήφης Ζαχαριάδης, γιός του άλλοτε ηγέτη, μιλά για την τελευταία συνάντησή τους πριν αυτοκτονήσει, για το τελευταίο γράμμα προς την μητέρα του Ρούλα Κουκούλου (ηγετικό στέλεχος του μεταπολιτευτικού ΚΚΕ που «αποκήρυξε» το 1957 τον σύζυγό της όταν διαγράφηκε από το κόμμα), αλλά και την στάση των σοβιετικών τους οποίους δεν διστάζει να κατηγορήσει ως υπευθύνους για την αυτοκτονία του πατέρα του. Η συνέντευξη έχει ως εξής:

 

– Επισκεφθήκατε στην Σιβηρία τον πατέρα σας ένα μήνα πριν υλοποιήσει την μοιραία απόφασή του. Τι θυμάστε από αυτή την συνάντηση;

 

«Ο πατέρας μου ήταν πολύ συγκρατημένος στην εκδήλωση των συναισθημάτων του. Όλα τα κρατούσε μέσα του. Κι έτσι μ’ έμαθε και μένα να κάνω. Ποτέ δεν ήρθε να με πάρει από το αεροδρόμιο όταν τον επισκεπτόμουν και ποτέ δεν με ξεπροβόδιζε όταν έφευγα. Τελευταία φορά τον είδα στις 7 Ιουλίου του 1973. Εκείνη τη μέρα θα αναχωρούσα αεροπορικώς από το Σουργκούτ. Όπως συνέβαινε πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις αποχαιρετιστήκαμε μέσα στο σπίτι. Βγήκα έξω και μπήκα στο ταξί. Δεν μου πέρασε απ’ το μυαλό ότι θα έβγαινε να με αποχαιρετήσει. Ποτέ δεν το έκανε αυτό. Κι όπως κοίταξα από το αυτοκίνητο τον είδα να στέκεται στο κατώφλι. Όταν συνάντησε το βλέμμα μου σήκωσε και μου κούνησε το χέρι. Ποτέ δεν θα ξεχάσω πόσο πολύ σφίχτηκε η καρδιά μου. Για μια στιγμή μου πέρασε η σκέψη ότι τον βλέπω για τελευταία φορά. Ήθελα να σταματήσω το αυτοκίνητο, να κατέβω και να πάω κοντά του. Γνώριζα όμως ότι δεν του άρεσαν παρόμοιες ΄΄αδυναμίες΄΄. Αυτός ήξερε ότι μάλλον δεν θα ξαναβρεθούμε. Γι’ αυτό και βγήκε να με χαιρετήσει».

 

– Σας έδωσε ένα γράμμα που απευθυνόταν στην μητέρα σας, Ρούλα Κουκούλου, με εντολή να μην της το δώσετε πριν την 1η Αυγούστου. Τι ανέφερε σε αυτό το γράμμα;

 

«Με την μητέρα μου συναντηθήκαμε στη Μόσχα. Στις 25 Ιουλίου του 1973 φύγαμε για την Βουλγαρία. Αυτή είχε και κομματική δουλειά εκεί. Τώρα που σκέφτομαι τα πράγματα εκ των υστέρων υποθέτω πολλά για ‘κείνο το ταξίδι. Παράδειγμα, το δικό μου διαβατήριο βγήκε μόλις σε δυο ώρες. Πράγμα πρωτοφανές για τα τότε δεδομένα της Σοβιετικής Ένωσης. Μου δημιουργείται, λοιπόν, η εντύπωση ότι οι σοβιετικοί που γνώριζαν την απειλή του Ζαχαριάδη να αυτοκτονήσει και ήξεραν ότι ο Λουλές θα πήγαινε να τον δει γι’ αυτό το θέμα, δεν ήθελαν εμένα και την μητέρα μου στη Μόσχα».

 

– Τι πιστεύετε ότι φοβόντουσαν;

 

«Αν συναντούσαμε τον Λουλέ και μας έλεγε για τον Νίκο, αν εγώ έδινα το γράμμα στη μάνα μου νωρίτερα από την 1η Αυγούστου, αν εκείνη επιχειρούσε να πάει να τον δει… Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαν να συμβούν, τα οποία περιέπλεκαν την κατάσταση. Κι είμαι βέβαιος πως κάποιοι από την σοβιετική κομματική γραφειοκρατία είχαν αποφασίσει πως τίποτα δεν έπρεπε να εμποδίσει τον Ζαχαριάδη να πραγματοποιήσει την απειλή του εφόσον το ήθελε. Ο αιχμάλωτος του Σουργκούτ έπρεπε να φύγει από τη μέση εφόσον αυτή ήταν η απόφασή του. Εκείνοι πάντως δεν θα τον εμπόδιζαν…».

 

– Και το γράμμα προς την μητέρα σας;

 

«Στην μητέρα μου έδωσα το γράμμα, όπως μου το είχε ζητήσει ο πατέρας, μετά την 1η Αυγούστου 1973. Εκείνη το διάβασε και μου είπε πως είχε δύο μέρη: ένα κομματικό κι ένα οικογενειακό. Το οικογενειακό μού το διάβασε. Για το κομματικό δεν ξέρω. Η ίδια έχει πει πως το κομματικό ήταν περίπου ίδιο με το περιεχόμενο του γράμματος που είχε στείλει στο κόμμα».


– Σας πέρασε από το μυαλό να της δώσετε το γράμμα αυτό νωρίτερα, πριν την 1η Αυγούστου;

 

«Όχι, δεν μου πέρασε από το μυαλό να της το δώσω νωρίτερα. Για μένα η θέληση του πατέρα μου ήταν νόμος. Ο ίδιος με είχε μάθει να τηρώ τις υποσχέσεις μου. Είμαι βέβαιος πως αν η μητέρα μου είχε αυτό το γράμμα στα χέρια της πριν από την 1η Αυγούστου θα είχε πάει να τον δει και να τον αποτρέψει. Μαζί της θα είχα πάει κι εγώ. Με μας εκεί ασφαλώς δεν θα προχωρούσε στην υλοποίηση της απόφασής του να δώσει τέλος στη ζωή του. Μας αγαπούσε και τον αγαπούσαμε πολύ. Και ξέρω επίσης ότι οι γονείς μου -όσα κι αν μεσολάβησαν- αγαπούσαν πολύ ο ένας τον άλλον μέχρι το τέλος».

 

– Θεωρείτε ότι οι σοβιετικοί με την στάση τους ουσιαστικά τον ώθησαν να αυτοκτονήσει;

 

«Η σοβιετική κομματική νομενκλατούρα ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν ο Νίκος Ζαχαριάδης. Ήξερε πολύ καλά πως αυτό που λέει θα το κάνει και δεν είχαν καμία διάθεση να ικανοποιήσουν τα αιτήματά του -όπως άλλωστε αποδείχτηκε. Ο πατέρας μου, από την άλλη, ήταν άνθρωπος της δράσης, της πρωτοβουλίας και του πολιτικού ρίσκου. Απεχθανόταν τα λιμνάζοντα νερά στην πολιτική και την επαναστατική δράση και διέθετε πυγμή. Μ’ αυτή την έννοια ήταν πρόβλημα για τους σοβιετικούς γραφειοκράτες που προφανώς αποφάσισαν: ΄΄Θέλει να αυτοκτονήσει; Ας το κάνει. Μόνο να μας αφήσει ήσυχους΄΄».

 

– Πώς μάθατε για το τέλος του;

 

«Την 1η Αυγούστου μας πήραν τηλέφωνο στη Βουλγαρία και μας είπαν πως ο πατέρας μου ήταν πολύ άρρωστος. Την αλήθεια εγώ την έμαθα στη Μόσχα. Εκεί έδωσα και το γράμμα του πατέρα μου στη μητέρα μου. Η μητέρα μου έχει πει ότι αυτά έγιναν στη Βουλγαρία. Αλλά εγώ θυμάμαι ότι έγιναν στη Μόσχα. Ο Κάρολος Σεμενκώφ από το τμήμα διεθνών σχέσεων του ΚΚΣΕ, που διαχειριζόταν τις σχέσεις με το ΚΚΕ και γνωρίζει όλη την αλήθεια, μου είπε ότι ο πατέρας μου πέθανε και η μητέρα μου ότι αυτοκτόνησε».

 

– Δεν είναι παράξενο ότι μέχρι σήμερα κρατούνται επτασφράγιστα κλεισμένοι οι φάκελοι που αφορούν τον Ζαχαριάδη;

 

«Το όνειρό μου είναι να ανοίξουν αυτά τα αρχεία. Και όχι μόνο στη Μόσχα, αλλά και εδώ στην Ελλάδα πρέπει να ανοίξουν. Εγώ θέλω τον φάκελο του πατέρα μου. Γιατί δεν μπορώ να τον πάρω; Θέλω να τον δώσω στη δημοσιότητα τηρώντας όλους τους νόμους και την δεοντολογία. Δεν θέλω να θίξω κανέναν. Θέλω να προσθέσω στην ιστορική γνώση. Γιατί δεν μου το επιτρέπουν; Όταν έμαθα πόσα ψέματα και συκοφαντίες έχουν ειπωθεί για τον πατέρα μου έκανα σκοπό της ζωής μου να αποκαταστήσω το τίμιο όνομά του. Μπορεί να τον κρίνει ο καθένας όπως νομίζει. Πρέπει όμως να τον κρίνει με πραγματικά στοιχεία. Όχι με ψέματα και παραμύθια».

 

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.