Του Διονύση Μεσσάρη
Είχα αναγκαστεί να κάνω αργά και προσεκτικά slaloms διαγράφοντας την περιφέρεια της πλατείας. Μου έβγαινε και μία απαρχή εκνευρισμού. Άδικα, κατά την γνώμη του άλλου μου εαυτού, του καλού. Η αιτία ήταν οι απρόβλεπτες και απρόσεχτες διαβάσεις αυτών των δεκάδων ανθρώπων με το άδειο βλέμμα, που με κρατούσαν στην τσίτα επώδυνα. Πέρναγαν από το ένα πεζοδρόμιο στο άλλο, χωρίς καμία προσοχή, χωρίς σκοπό, με την οδύνη και την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο τους. Αέναα γρανάζια στο ρολόι του χρόνου, ατέρμονες ανελίξεις στην κορυφή της Βαβέλ, άστοχα βέλη προς μία στενωπό-τούνελ με θολή και ακαθόριστη έξοδο στο βάθος. Σίγουρα πάντως, οι κινήσεις τους ήταν αρμονικές, μοναδικές και σε σφιχτό δέσιμο με την τροχαία κυκλοφορία. Ήταν όμως πραγματικά χωρίς σκοπό; Ας φέρουμε άλλη μια βόλτα την πλατεία με ακόμη πιο αργό ρυθμό!
Ναι, νάτα! Τα ίδια πρόσωπα μετατοπισμένα στην τεράστια κυκλική σκακιέρα σε νέες θέσεις. Ας είναι καλά η Νευτώνεια Μηχανική! Με λίγους αρχικούς εντοπισμούς σημείων προβλέπεις σχετικά σωστά την τελική θέση τους. Η έκπληξη μου αναδύθηκε, αλλά για άλλο λόγο! Τα υποκείμενα του πειράματος, με ένα ιδιαίτερα σπασμωδικό τρόπο σαν τις κούκλες – χορεύτριες του Doctor Coppélius, έκαναν απεγνωσμένες κινήσεις στον οδηγό του λεωφορείου παρακαλώντας να τους περιμένει, ενώ αυτός έφευγε την τελευταία στιγμή παγερά αγέρωχος με μια Ναπολεόντεια στάση. Άλλοι χαιρετούσαν ένα πατριωτάκι, διψώντας για ένα επίκαιρο νέο από την πατρίδα, ένα σύνδεσμο με το φορτωμένο αναμνήσεις θλιβερό παρελθόν, ένα παράθυρο που μάλλον έχει κλείσει για πάντα κρατώντας το νόστιμον ήμαρ μακριά. Άλλοι ξεδίπλωναν μια υπόσχεση σαν παντιέρα στον γνωστό τους, «μήπως βρήκες τίποτε για την κόρη μου που είναι δύο χρόνια άνεργη», φευ! μάλλον όχι.
Πολύ άτιμος αριθμός το πι = 3.14… και ο Ευκλείδης που τον σκέφτηκε! Δεν με άφησε να ολοκληρώσω το κοινωνιόγραμμα, η περιφέρεια είχε τελειώσει για δεύτερη φορά! Δεν με έπαιρνε άλλο, ήδη ο καφετζής με κοίταγε επίμονα. Ακολούθησα ενστικτωδώς την πρώτη έξοδο από την πλατεία. Ουφ! Θα μπορέσω να αναπτύξω μία άνετη, σταθερή και σχετικά ξεκούραστη ταχύτητα. Δυστυχώς, μία μεγαλούπολη οφείλει να δικαιώνει την φήμη της. Κυκλοφοριακή συμφόρηση! Ένα λεωφορείο ανέβαινε ασθμαίνοντας την ανηφόρα φέρνοντας πίσω στις εστίες τους δεκάδες εργαζόμενους. Μισοκοιμισμένες αλλοδαπές στη μόδα το 60 που τώρα κοροϊδεύουμε καθισμένοι στις καφετέριες. Με τις πλαστικές τους τσάντες όρθιοι μαυρούληδες, για να «κάτσει το λευκό γκυρία», πάσχιζαν να διώξουν από τις αναμνήσεις της ημέρας την κόλαση του να στρώνεις καυτή άσφαλτο με το χέρι ντάλα καλοκαίρι. Ημίμαυροι τύποι σκέφτονταν μία ασφαλή εγκληματική πράξη με μία αξιοπρεπή οικονομική ανταμοιβή, βλέπεις η μάνα από την πατρίδα πιέζει φορτικά για τον γάμο της μικρής αδελφής!
Όσο οι μνήμες του υπολογιστή γέμιζαν με το κοινωνιόγραμμα τόσο τα νεύρα μου γινόνταν «τσατάλια», που λένε τώρα. Οι συνεχείς αφοδεύσεις του λεωφορείου, «Θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου» (που έλεγε και το καλόπαιδο ο Δαβιδάκος), σε κάθε στάση (διάβαζε ανά 100 μέτρα) μου είχαν ανεβάσει την διαστολική (την μικρή) πίεση στα 40. Κατέβαιναν τέσσερεις με πέντε δυστυχισμένες ψυχές που σκόρπιζαν αμέσως ωσάν τολύπες καπνού, ενώ εγώ έπρεπε να πατάω φρένο αμπραγιάζ και να αναμένω ατελείωτα. Να σταματήσουμε φίλοι μου, να σας ζητήσω συγγνώμη για λίγο. Αυτή η τελευταία μου παράγραφος παρά είναι λίγο αγχώδης και αποσπασματική. Διάγω μία φάση υπερευαισθησίας αυτή την εποχή αυτο-εμπαιζόμενος και αλληλο-εμπαίζων και σας ζητώ συγγνώμη. Αν δεν μου τη δίνετε τότε να … είστε καλά και σας αγαπώ όλους.
Που είχαμε μείνει? Α! Ναι! Για καλή μου τύχη μία διέξοδος προς τα δεξιά μου έδωσε την δυνατότητα να υπερκεράσω την γογγύζουσα και αγκομαχητή πορεία του λεωφορείου. Στροφή λοιπόν δεξιά και κατόπιν στροφή προς τα αριστερά στα πενήντα μέτρα που λένε και τα τζιπιέσια. Μπήκα με χαρά, δύναμη και αισιοδοξία και … Δεν το πιστεύω. Ένας μιγάς έχοντας στην κατοχή του ένα δύστροπο καρότσι από supermarket μόλις είχε σκυλέψει έναν δύστυχο κάδο σκουπιδιών, είχε φορτώσει την πραμάτεια του στο πρωτότυπο αυτό κάρο. Το άτυχο αυτό όχημα προφανώς διαμαρτυρόμενο ηρνείτο να ισιώσει τα πόδια, συγγνώμη τις ρόδες, και ακολουθούσε μία αποκλειστικά δική του μεθυσμένη πορεία. Το θέμα είναι ότι θα μπορούσαμε να είχαμε συγκρουστεί και τέλος πάντων μου ανέκοπτε την πορεία. «Συγκνώμη κύριος», «βρε μωαμεθανέ μου, τι παιδεύεσαι έτσι; βάλτο στον αυτόματο πιλότο και άντε γειά». Ο διάλογος που διημείφθη ήταν σωτήριος. Ο δυστυχής κατάφερε να ελέγξει το βαρύ φορτηγό όχημα και να μου αδειάσει το δρόμο. Ελπίζω το Βουλγαρικό κύκλωμα να τον πληρώνει καλά, εργάζεται βαρέως και ανθυγιεινώς ο κακομοίρης!
Συνεχίζω ακάθεκτος να προλάβω το λεωφορείο. Νάτο! Στις ενδιάμεσες διασταυρώσεις ανταλλάσσουμε γρήγορες ματιές, όπως οι τρεις σωματοφύλακες που μετά από είκοσι χρόνια αντάλλασσαν μπαλωθιές (ε! ρε μεγάλε Αλέξανδρε Δουμά). Το λεωφορείο φαίνεται ότι κατάλαβε τον ελιγμό μου και επιτάχυνε συνεχώς. Βρε το άτιμο! Το ίδιο και εγώ όμως! Κάπου το έχασα και με ένα σαρκαστικό χαμόγελο ικανοποίησης κόβω αριστερά για να του βγω μπροστά. Τέρμα! Σταματάω το άρθρο εδώ και τώρα! Στην πεντάκτινη διασταύρωση όχι μόνο ήταν μπροστά μου, αλλά είχε σταματήσει και κατέβαζε κόσμο. Τέρμα δεν παίζω άλλο! Πήρα ανάσες, έδιωξα την ένταση, χαλάρωσα και περίμενα καρτερικά. Μόλις θα έφευγε, θα ακολουθούσα μία ακτίνα και θα χανόμουνα απλά μέσα στην τσιμεντούπολη σαν αερικό.
Όμως έτσι σκέπτονταν και οι αποβάτες. Ακολούθησα μία από αυτές με φιλοσοφική διάθεση. Επρόκειτο για μία πολύ όμορφη μεσόκοπη κυρία, ολόλευκη και με πράσινα μάτια, λίγο παχουλούλα με άσπρη φουστίτσα και σακκάκι. Τα μαλλιά της ξανθά και στις ρίζες λευκά. Με έπιασε μία θλίψη, απέπνεε μία μοναξιά. Ήταν φανερό ότι δούλευε στα εξοντωτικά ωράρια της σαραντάωρης ιδιωτικής εργασίας. Επέστρεφε σπίτι για να ικανοποιήσει και τις ανάγκες των υπολοίπων μελών μιας ανδροκρατούμενης κοινωνίας. Δεν μου φαινότανε ως βαριά εργαζόμενη, αλλά αν σκεφτείς ότι οι προηγούμενες ψυχούλες σε κανένα μισάωρο θα πίνουν μπύρες στα υπαίθρια καθιστικά των πλατειών, των πεζοδρόμων και των σκαλοπατιών, αυτή η κακομοιρούλα ίσως, την ίδια ώρα, σιδερώνει τα χθεσινά ρούχα από το πλυντήριο. Μία εχθρική της ματιά και μία ακαθόριστη βρισιά με επανέφεραν στην πραγματικότητα και μου έδιωξαν την λυρική διάθεση. Έχε γεια γλυκιά μου άγνωστη και συγγνώμη.
Είναι η κούραση ψυχική. Τόσα πολλά μηνύματα! Είχα θέσει τον εαυτό μου σε μία αδημονία ψυχοφθόρα. Έβαλα στόχους κοντόφθαλμους, να γυρίσω μία ώρα γρηγορότερα στην απάθεια και την απραξία. Τα έβαλα με το απάνθρωπο ανθρωπογενές περιβάλλον που εμείς οι ίδιοι επιφυλάξαμε για τον εαυτό μας και στρεσαρίστηκα ανώφελα. Φίλοι μου καταπονούμεθα ψυχικά αυτό το διάστημα ακόμη περισσότερο λόγω οικονομικής κρίσης, ίσως υπερβολικά περισσότερο. Κάποτε, το κοπάδι αυτών των ψυχών που κλαίει και οδύρεται στα καπούλια του αλόγου του Χάρου, όπως λέει ο Κωστής ο Παλαμάς, θα είναι η συγκομιδή της δικής μας εποχής. Άνθρωποι ανάκατοι στο χρώμα, στην πατρίδα, στα πιστεύω, στην ελπίδα. Μόνο που ένα υπέρτατο χέρι όπως πιστεύουν πολλοί, μα όχι εγώ, θα μας βάλλει σε ένα άλλο συρτάρι όλους μαζί aktarma. Σε ένα συρτάρι με την επιγραφή «ΑΖΗΤΗΤΕΣ ΨΥΧΕΣ». Συγγνώμη καλοί μου φίλοι για την αρνητική διάθεση, την επόμενη φορά υπόσχομαι να σας κάνω να γελάσετε.