Ο εισαγγελικός λειτουργός υποστήριξε στην αγόρευση του ότι η δημοσίευση των αρχείων της «λίστας Λαγκάρντ» συνιστά παραβίαση προσωπικών δεδομένων, καθώς -όπως τόνισε- τα πρόσωπα που περιλαμβάνονταν στον επίμαχο κατάλογο δεν συναίνεσαν στη δημοσιοποίηση των στοιχείων τους.
«Ο σκοπός της δίκης δεν είναι η λογοκρισία ή ο εκφοβισμός, αλλά τα όρια για δύο κατοχυρωμένα δικαιώματα» ανέφερε ο εισαγγελέας. Συνέχισε δε, λέγοντας ότι η νομική προσέγγισή του θα ήταν διαφορετική αν ο Κ. Βαξεβάνης «δημοσίευε αποκλειστικά πρόσωπα που ασκούσαν δημόσιο λειτούργημα ή συνδέονταν με τέτοια ως παρένθετα πρόσωπα», ενώ ανέφερε ότι η δημοσίευση δεν ωφέλησε, καθώς ο επίμαχος κατάλογος ήταν ήδη στα χέρια των οικονομικών εισαγγελέων 15 μέρες πριν την έκδοση του περιοδικού.
Νωρίτερα, στην απολογία του, ο δημοσιογράφος έκανε λόγο για «συγκάλυψη στην υπόθεση της λίστας Λαγκάρντ» και υποστήριξε πως στόχος της δημοσιοποίησης της λίστας ήταν «να αποκαλυφθεί το σύστημα διαφθοράς που καταδυναστεύει τη χώρα και βρίσκεται στη λίστα». Αναφέρθηκε, επίσης, στο πώς άλλες χώρες αξιοποίησαν αντίστοιχα στοιχεία.
Ο κατηγορούμενος ισχυρίστηκε ότι το διακύβευμα της λίστας είναι «η κοινωνία η οποία εξαπατάται» και τόνισε: «Η λίστα είναι συγκλονιστική. Αποκαλύπτει το σύστημα διαφθοράς. Περιλαμβάνει πρώην εισαγγελέα και νυν γενικό γραμματέα, εκδότες, συμβούλους του πρωθυπουργού, επιχειρηματίες. Κανένας τους δεν ελέγχθηκε». Επεσήμανε, επίσης, ότι στο επίμαχο δημοσίευμα του περιοδικού του ουδέποτε γράφτηκε πως τα ονόματα της λίστας ήταν φοροφυγάδες ή ένοχοι αδικημάτων.
Υπενθυμίζεται ότι ο δημοσιογράφος δικάζεται σε δεύτερο βαθμό, μετά από έφεση υπέρ του νόμου που άσκησε η Εισαγγελία κατά της αθωωτικής απόφασης που έλαβε πριν ένα χρόνο το Αυτόφωρο Μονομελές Πλημμελειοδικείο -με καταδικαστική εισαγγελική πρόταση- κρίνοντάς την «νομικά εσφαλμένη».