“Τάφος της Αμφίπολης” ποίημα του Βαγγέλη Γιαννελάκη

Facebook
Twitter
LinkedIn

1. “Το πτώμα”

Έρμαιε Σιναίλοινα

τί ψάχνεις στην Αμφίπολη να βρείς;

Τόσα αγάλματα

σχέδια γεωμετρικά

τόση καλλονή,

δέ χόρτασες ακόμα;

Μα τί σε μέλλει εσένα;

με πέτρες, ξύλα κι άχυρα εσύ δέν ασχολείσαι·

εσύ, αναζητάς το πτώμα.

Τουλάχιστον κάμε και συ το ίδιο

κόκορα ένδοξων προγόνων,

στο χώμα που σε γέννησε

θάψε την πατρίδα σου με δόξα και τιμή.

Είναι το μόνο που σ’ απόμεινε να κάνεις

αφού βεβαίως πρώτα βρείς και τα λεφτά.

 

2. “Η σύληση”

 

Συλήθηκε ο τάφος,

όχι δέ συλήθηκε·

μας έκλεψαν το πτώμα και τα συμπαραμαρτούντα,

όχι δέ μας τό ‘κλεψαν!

Μύριοι αρχαιολόγοι

όσον και αχρειολόγοι

μετρούν το μήκος των δακτύλων,

ουδείς επί τον τύπον των ήλων

κι εγένοντο δακτυλοδεικτούμενοι

σε μια χώρα που συλήθηκε στις μέρες τους

γονυπετής, ούτις στο πτώμα της να κλάψει

μόνο στα αναθήματά της.

Αιδώς αναθεματισμένοι!

 

3. “Ο επικήδειος”

 

Πατέρα τά ‘μαθες τα νέα;

Νενικήκαμεν στο Μαραθώνα

τους Πέρσες εστριμώξαμε στους βάλτους,

κατασφάξαμέν τους.

Κι ο ήρωας Κυναίγειρος!

Απώλεσε τάς χείρας, την κεφαλήν·

ήταν Περσική τριήρης και δέν είχε τη ρώμη,

είχεν όμως τό σθένος.

Ταξίδεψεν το ανδραγάθημα στην ιστορία·

ημείς εθάψαμεν το πτώμα του.

 

Μετά δέκα χρόνια πατέρα, ματάρθαν από στεριά θάλασσα,

αέρας δέν ήταν τότε.

Για το Λεωνιδα στα είπα,

για το Θεμιστοκλή να σου πώ.

Τους έπνιξε στη ζώνη του Περάματος

εκεί που σήμερα σήπονται τα πλεμόνια των αμμοβολιστών ,

επισκευάζουν πλοία οι ανελεύθεροι.

Η ελευθερία βλέπεις, κληρονομική διαδοχή των τριηραρχών.

Να σου πώ και για τους Σπαρτιάτες στις Πλαταιές

που τους μαστίγωνε ο Παυσανίας γύρω απ’ τό βωμό!

Πολλοί τουρίστες έκτοτε στη Σπάρτη ν’ απολαύσουν την καρτερία.

 

Πατέρα, τά ‘μαθες τα νέα;

Μετά ήρθαν έριδες κι εμφύλιοι

ο Θούκι τα ιστόρησε στους Πελοποννησιακούς πολέμους!

Σφαχτήκαμε,

αφήσαμε άθαφτους νεκρούς,

ποντιστήκαμε και τελέψαμε πατέρα.

Μετά ήταν ο Αλεξανδρος ο Μακεδών, υιός Φιλίππου.

Ξέρεις εσύ· αλογομούρης.

Μέχρι κι ιπποφαές τάιζαν τ άλογά τους·

τόσην αδυναμία σ’ αυτά τα ζωντανά;

Είχαν και κάτι τεράστια δόρατα στη μάχη,

μας ξέκαναν.

Μάταια ρητόρευε κι αγόρευε ο Δημοσθένης· πρίν τον λαδώσει ο Άρπαλος.

Ο Διογένης, πατέρα!

Νά ‘ναι καλά ο κυνικός, μας έβγαλε ασπροπρόσωπους.

Απόθανε κι ο Αλέξανδρος.

Άχ αυτό το παιδί με τις αδυναμίες του!

Πώς βαδίζεις ανυπόδητος Μεγάλε

αφού δέ γνωρίζεις από περσικά χαλιά,

παρά μόνον από μάχες κι ακολασίες;

Χάλια τα έκαμες.

 

Κι ύστερα ήρθαν οι Ρωμαίοι·

οι βάρβαροι που περιμέναμε.

Μας αγνόησαν.

Άρπαξαν τον πλούτο μας, έχτισαν το Βυζάντιο.

Ημείς είμεθα ειδωλολάτραι.

Τί παιδιά κι αυτοί οι Βυζαντινοί;

Είχαν αδυναμία στην τύφλωση,

αυτοκράτωρ τις εκ φυσικών αιτίων, ούκ απεβίωσεν.

 

Έπειτα, πλάκωσε η Τουρκιά!

Γέμισαν τα μοναστήρια κι άδειασεν η Πόλις!

Ωιμέ πατέρα!

Τετρακόσσια κενά χρόνια!

Ποίοι είμεθα,

πόθεν ερχόμαστε,

πόθεν έσχες Νεοέλληνα;

 

Καί μετά, άχ και μετά πατέρα!

Νά ‘τανε το εικοσιένα!

Τί ηρωική εποχή κι αυτή;

Γιαταγάνια,

γιούργια στα ταμπούρια, μπουρλότο!

Στο Ναβαρίνο μας έδωκαν μιά χώρα, ελευθερία δέν είδαμε·

μας έμειναν οι δημογέροντες αμανάτι.

Έ, μετά τα ξέρεις.

Προσθέταμε εδάφη.

Βενιζέλοι,

Πάγκαλοι και Παπανδρέοι,

Μεταξάδες και άλλα φασιστόμουτρα,

εκατό χρόνια καί.

Παγκόσμιοι πόλεμοι,

πολέμησαν οι ήρωες σαν Έλληνες·

πώς διάολο τα καταφέραμε,

πάλι χρεωμένοι στους ξένους βρεθήκαμε.

 

Πατέρα, τά ‘μαθες τα νέα;

Πατέρα είμαι είκοσι χρονών!

Έφυγες και μόνο χρέη άφησες.

Μού ‘λεγες πως όλ’ αυτά

πρέπει να τα πληρώσω,

έχω χρέος προς την πατρίδα.

Οι πρόγονοί σου πατέρα,

το χρέος προς την πατρίδα

μόνο με αίμα το ξωφλούσαν

Πώς γελάστηκες και μόνον οφειλές μ’ αφήκες;

 

Πατέρα τά ‘μαθες τα νέα;

Σ’ έχω γραμμένο πατέρα,

καί σένα καί τη γενιά σου.

Αρνούμαι να κάνω αποδοχή κληρονομιάς.

μ’ ακούς γιά δέ μ’ ακούς;

Εγώ θα χτυπιέμαι στα ξέκωλα των Κυκλάδων

παρέα με “τα πρόστυχα τα μαύρα τα εσώρουχά” της.

Δική σου κληρονομιά κι αυτό.

Τ’ αρνούμαι τότε !

 

4. “Ο θρήνος”

 

Ωιμέ πατέρα!

Τόσους μύθους γράψαμε

τόσα ηρωικά παλληκάρια ξοδέψαμε

και τί μας έμεινε στο τέλος;

Μια ταφόπλακα· πάνω της να κλάψουμε το πεπρωμένο που χάσαμε·

Τη λευτεριά μας πατέρα.

 

Ε. Κ. Γιαννελάκης

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.