Η απαίτηση της τρόικας για περαιτέρω λιτότητα και συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία και οικονομία, εξυπηρετεί μόνο την απαρέγκλιτη εφαρμογή των όρων δανεισμού και δεν γίνεται με βάση κάποιο μακροοικονομικό μοντέλο, επισημαίνει ο υπουργός Οικονομικών, Γιάνης Βαρουφάκης, σε συνέντευξη που παραχώρησε στον οικονομικό συντάκτη και αναλυτή Ρόμπερτ Γκότλιεμπσεν για το οικονομικό ένθετο Business Spectator της ηλεκτρονικής έκδοσης της εφημερίδας The Australian.
Ο υπουργός Οικονομικών σκιαγραφεί την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με την «άνευ προηγουμένου» μείωση των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών, η οποία συνεκδοχικά σήμανε και την «άνευ προηγουμένου» μείωση του ΑΕΠ σε συνολικό ποσοστό 30% και την τρόικα να απαιτεί περαιτέρω μειώσεις και λιτότητα «όχι βάσει λογικής ή κάποιου μακροοικονομικού μοντέλου, αλλά ως απαίτηση για απαρέγκλιτη εφαρμογή των όρων δανεισμού και χωρίς καμία πρόνοια για τις επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία και οικονομία».
Σε ερώτηση για την αγορά εργασίας στην Ελλάδα, ο κ. Βαρουφάκης εξηγεί ότι χαρακτηρίζεται από «πλήρη αταξία», εξαιτίας της ύφεσης, η οποία έχει οδηγήσει σε «παραβίαση» της εργασιακής νομοθεσίας, τόσο σε ό,τι αφορά τις αποδοχές όσο και στο ωράριο. Αναφορικά, δε, με τον δημόσιο τομέα, διατείνεται ότι οι αποδοχές έχουν «κατακρυμνηστεί» και παράλληλα, σημειώνεται «μείωση εργατικού δυναμικού, είτε μέσω συνταξιοδότησης είτε με άλλους τρόπους, πλην όμως απολύσεων». Χαρακτηρίζει «παραλογισμό» την απαίτηση της τρόικας για περαιτέρω συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, καθώς εκεί βρίσκεται η «εναπομείνασα» αγοραστική δύναμη που κινεί στοιχειωδώς την αγορά.
Σε ερώτηση για τις λύσεις που έχει να προτείνει, ο κ. Βαρουφάκης, κατά πρώτον, αναφέρεται στη «διάλυση» της ευρωζώνης με την έξοδο της «πλεονασματικής» Γερμανίας, τη δημιουργία δικού της νομίσματος και τη συνακόλουθη προσέλκυση κεφαλαίων, γεγονός που συνεπάγεται αποπληθωρισμό για τις ευρωπαϊκές χώρες με πλεονασματικές οικονομίες, εν αντιθέσει με τις ελλειμματικές οικονομίες, οι οποίες θα βιώσουν «έντονες πληθωριστικές πιέσεις και υψηλή ανεργία, με σοβαρές επιπτώσεις για την παγκόσμια οικονομία». Ως εκ τούτου, προτείνει εκ των έσω «θεραπεία» της νομισματικής ένωσης με «απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, ενοποίηση του τραπεζικού συστήματος και παράλληλη αποσύνδεση της κρίσης του τραπεζικού συστήματος από την οικονομική κρίση της εκάστοτε χώρας-μέλους της ευρωζώνης, με την ΕΚΤ να έχει την αποκλειστική ευθύνη».
Ο Γιάνης Βαρουφάκης αναφέρεται επίσης στις συνέπειες που θα είχε μια έξοδος της Ελλάδας από το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, τονίζοντας ότι η επιστροφή της Ελλάδας στη δραχμή και η διασύνδεσή της με το ευρώ «κατά το παράδειγμα της Αργεντινής», θα ήταν μία επιλογή, όμως, θα σήμαινε «πλήρη κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος για μήνες και καμία δυνατότητα δανεισμού, πέραν του προφανούς προβλήματος της απουσίας νομίσματος».
Καταληκτικά, ο υπουργός Οικονομικών αναφέρει ότι πολλές επιχειρήσεις έχουν «εγκαταλείψει την Ελλάδα, λόγω αβεβαιότητας για την παραμονή της στην ευρωζώνη», εντούτοις, υποστηρίζει ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχισθεί όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και για άλλες χώρες της περιφέρειας της ΕΕ, όσο η κρίση στην ευρωζώνη δεν αντιμετωπίζεται ως συστημικό πρόβλημα, αλλά ως κρίσης χρέους της εκάστοτε χώρας, εγκρίνοντας «ακριβά δάνεια τη στιγμή που δεν πληρούνται οι απαραίτητες προϋποθέσεις και δεν υπάρχει ρεαλιστική δυνατότητα αποπληρωμής τους».
Στην ίδια έκδοση ακολουθεί άρθρο γνώμης του αρχισυντάκτη Αλαν Κόχλερ, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα και είχε ενημερωτικές συναντήσεις με αξιωματούχους και εκπροσώπους ελληνικών ΜΜΕ.Ο Άλαν Κόχλερ διαπιστώνει ότι στην Αθήνα συνυπάρχουν οι «αντιθετικές εικόνες της Ακρόπολης, δηλαδή της ένδοξης αρχαίας ιστορίας, με μία πολύπλοκη οικονομική κρίση». Στο άρθρο γνώμης περιγράφει την «λάμψη» του ελληνικού πολιτισμού της δεκαετίας του ’60, η οποία «διακόπηκε» με τη χούντα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, για να αναβιώσει «στιγμές δόξας και μεγαλείου» με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ενώ τρία χρόνια νωρίτερα, η Ελλάδα είχε «παράτυπα» -όπως αναφέρει- ενταχθεί στη νομισματική ένωση, για να ακολουθήσει η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης.
Σχολιάζοντας τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την κρίση χρέους, διατείνεται ότι με την προηγούμενη κυβέρνηση “είχε τεθεί υπό έλεγχο τρόπον τινά η κρίση, με οριακή επίτευξη πλεονάσματος”, για να ακολουθήσουν οι εκλογικές αναμετρήσεις, οι οποίες ανέδειξαν στην εξουσία την «ασταθή συγκυβέρνηση δύο ακραίων ιδεολογικά πολιτικών παρατάξεων και οδήγησαν αφενός στην κατάρρευση του πολιτικού κεντρώου χώρου και αφετέρου βύθισαν εκ νέου τη χώρα στην ύφεση». Ταυτόχρονα, καταγράφονται οι απόψεις του Peter Economides επιστήμονα διεθνούς μάρκετινγκ, ο οποίος αναφέρει ότι στην «προσπάθειά τους, οι Έλληνες να γίνουν Ευρωπαίοι ξέχασαν πώς να είναι Έλληνες», εξηγώντας ότι «αδυνατούν να ακολουθήσουν την οικονομική πειθαρχία των χωρών του Βορρά, λόγω εσφαλμένης αίσθησης ενθουσιασμού και υπέρμετρης και άτοπης αισιοδοξίας».
Ο αναλυτής υποστηρίζει καταληκτικά ότι «δεν υπάρχει καμία ένδειξη εθνικής σύμπνοιας […] η συγκυβέρνηση άκρας αριστεράς και δεξιάς αποτελεί ψευδαίσθηση εθνικής ενότητας, δεδομένου ότι οι Έλληνες εξακολουθούν να αντιδρούν στο σχέδιο εθνικής διάσωσης, αρνούμενοι ακόμα και τώρα να καταβάλουν φόρους και απαιτώντας, τώρα περισσότερο από ποτέ, οικονομική ενίσχυση από τον κρατικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να αδυνατεί το κράτος να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τους πιστωτές».