Σύμφωνη βρίσκει τη Βρετανική Επιτροπή για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα η πρόθεση του Έλληνα Αναπληρωτή Υπουργού Πολιτισμού Νίκου Ξυδάκη να μην προχωρήσει η Ελλάδα στη διεκδίκηση, μέσω δικαστηρίων, των Γλυπτών του Παρθενώνα που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο.
Με επιστολή του. που απευθύνεται στον αρμόδιο Υπουργό, ο Πρόεδρος της Επιτροπής Έντι Ο’ Χάρα εξέφρασε τη στήριξή του στην απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης.
Όπως ανέφερε ο πρώην βουλευτής των Εργατικών, «έως πολύ πρόσφατα η μακροχρόνια πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης ήταν να απορρίπτει την προσφυγή σε δικαστική διαδικασία. Αυτό άλλαξε τον Οκτώβριο του 2014 όταν μία υψηλής ισχύος ομάδα δικηγόρων του Λονδίνου αφίχθη στην Αθήνα, εν μέσω πρωτοσέλιδων, στο όνομα του Διεθνούς Συνδέσμου για την Επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα ότι η δικαστική οδός ήταν η μόνη διαθέσιμη επιλογή. Η Βρετανική Επιτροπή δεν έχει ουδέποτε υποστηρίξει αυτή την επιλογή για λόγους που έχουν συχνά διατυπωθεί, ιδιαίτερα διότι μια επιτυχής ετυμηγορία είναι σχεδόν αδύνατο να κερδηθεί».
Αφού σημείωσε ότι η νομική γνωμάτευση της ομάδας των δικηγόρων στην οποία συμμετέχει η Αμάλ Κλούνεϊ φέρεται να δίνει πιθανότητα επιτυχίας 15% σε κάποιες περιπτώσεις νομικής διεκδίκησης των Γλυπτών, κάτι που σημαίνει 85% πιθανότητα αποτυχίας, ο κ. Ο’ Χάρα ανέφερε: «Είναι καλός κανόνας της πολιτικής να μην ανεβαίνεις σε ένα άλογο αν είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα πέσεις. Ο κ. Ξυδάκης είναι σαφώς ένας συνετός πολιτικός και θα συνεχίσουμε να τον υποστηρίζουμε στην απόφασή του».
Η Βρετανική Επιτροπή δηλώνει ότι συνεχίζει να υποστηρίζει τη διπλωματική προσέγγιση του ζητήματος, στην οποία έχει αφιερωθεί μία μακροχρόνια διαρκής εκστρατεία και η οποία έχει κερδίσει αυξανόμενη δημόσια υποστήριξη για την αποκατάσταση των Γλυπτών επί πολιτιστικής και ηθικής βάσης.
Οι διοικούντες την Επιτροπή παραπέμπουν σε πρόσφατη σφυγμομέτρηση μεταξύ των αναγνωστών του περιοδικού Museum’s Journal που έδειξε ότι υποστήριζαν μια διαδικασία διαμεσολάβησης από την UNESCO σε ποσοστό 81%. «Τα πολιτιστικά και ηθικά επιχειρήματα υπέρ της αποκατάστασης αναγνωρίζονται όλο και περισσότερο ως συντριπτικά», αναφέρουν στελέχη της Βρετανικής Επιτροπής για την Επανένωση των Μαρμάρων του Παρθενώνα.
O δικηγόρος Γιώργος Δημαράς, με εμπειρία σε υποθέσεις διεθνούς δικαίου, επισημαίνει σε νομικό σημείωμα, μεταξύ άλλων, ότι η δικαστική διεκδίκηση των Γλυπτών από την ελληνική κυβέρνηση είναι αναπόφευκτα σύνθετη υπόθεση, ακόμα και ως προς το ποιό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία επί μίας τέτοιας υπόθεσης.
Αν και ο Έλληνας νομικός προκρίνει ως πιθανότερο δικαστήριο για την εξέταση της υπόθεσης το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, εντούτοις τονίζει ότι το συγκεκριμένο όργανο εκδικάζει μόνο διαφορές μεταξύ κρατών.
«Ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης μπορούν να υποβληθούν διάφορες ενστάσεις, μία εκ των οποίων θα μπορούσε να είναι πιθανώς η rationae materiae, η οποία θα στηριζόταν στο βρετανικό επιχείρημα ότι η κυριότητα των Γλυπτών ανήκει στο Βρετανικό Μουσείο. Η rationae materiae είναι μια ένσταση κατά την οποία, κατά τον ενιστάμενο, η επίδικη διαφορά δεν μπορεί να υποβληθεί προς επίλυση στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης διότι είναι μία διαφορά που εμπίπτει στην εσωτερική-εθνική αρμοδιότητα του κράτους, δηλαδή στην προκειμένη περίπτωση του κράτους του Ηνωμένου Βασιλείου. Με λίγα λόγια θα έλεγε η ένσταση ότι κακώς ενάγεται το βρετανικό δημόσιο αφού δεν είναι πλέον κύριος των Μαρμάρων και ότι θα έπρεπε να εναχθεί το Βρετανικό Μουσείο, άρα δεν υπάρχει δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου», αναφέρει.
Βέβαια, σημειώνεται, δεν μπορεί να παραγνωρίσει κανείς ότι υπάρχουν και ισχυρά αντίθετα επιχειρήματα που θα μπορούσαν να αντικρούσουν την παραπάνω θέση περί αρμοδιότητας. Επίσης, σημειώνει ο κ. Δημαράς, υπάρχουν και άλλοι ισχυρισμοί, που σχετίζονται για παράδειγμα με τη φύση εμπραγμάτων δικαιωμάτων, τους οποίους θα μπορούσε να επικαλεστεί στο Διεθνές Δικαστήριο η ελληνική πλευρά. Εναπόκειται όμως στην κρίση του δικαστηρίου εάν αυτοί οι ισχυρισμοί εμπίπτουν στο δημόσιο διεθνές δίκαιο, και επομένως μπορούν να προβληθούν ενώπιον του, ή αν τελικά η προβολή τους πρέπει να λάβει χώρα σε διαφορετική διαδικασία.
Έχοντας μελετήσει τις νομικές επιλογές και τα νομικά δεδομένα, ο κ. Δημαράς εκφράζει στο σημείωμά του την ευχή για την επίτευξη μίας εξωδικαστικής συνεννόησης των δύο πλευρών, εντός των διεθνών οργανισμών ή και εκτός αυτών, σε καθαρά διμερές επίπεδο.
«Μερικές φορές τέτοια ζητήματα είναι πολύ πιο αποτελεσματικό και προοδευτικό να λύνονται όχι μόνον με βάση τις νομικές παραμέτρους, αλλά με πολιτικούς και πολιτιστικούς όρους προς το σκοπό εξεύρεσης της βέλτιστης λύσης που θα ευνοεί και τα δύο κράτη αλλά και την παγκόσμια κοινότητα, και θα αποτελέσει εξαίρετο παράδειγμα προς μίμηση για τη συναινετική επίλυση μελλοντικών διακρατικών διαφορών μεταξύ άλλων κρατών», σημειώνει ο Έλληνας νομικός.
Όπως καταλήγει στο σημείωμά του, «κανείς δεν μπορεί παρά να σεβασθεί τη μεγαλοσύνη του βρετανικού κράτους, την ιστορία του, την εξαιρετική συνδρομή του διεθνώς στην πρόοδο των πολιτιστικών θεμάτων και κανείς δεν μπορεί παρά να σεβασθεί τη μεγαλοσύνη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, την άρρηκτη σύνδεσή του με το ελληνικό κράτος και γένος και τα δικαιώματά του, καθώς και την εξαίρετη συνδρομή του ελληνικού κράτους στα διεθνή πολιτιστικά ζητήματα. Η ευχή είναι τα δύο κράτη, με ένα μοντέρνο και δημιουργικό πνεύμα συνεργασίας, καλή πίστη, ισχυρή θέληση, στηριζόμενα όλα αυτά άλλωστε στην ήδη μακρόχρονη οικοδομημένη φιλία και συνεργασία τους, να προχωρήσουν σε μία δημιουργική συζήτηση σε πρώτο επίπεδο και σε μία κοινά αποδεκτή λύση τελικώς».