“Ο λυγμός του Αλέξη Στύφωνος· Αθήναι 425 π.Χ. ” -Μαύρη μέρα οπού πέθαιναν οι μύθοι σιδηροδέσμιοι στές οδούς των Αθηνών. Βροντές κι αστραπές τον αντρειωμένο έκλαιγαν, δάκρυζαν των μελλοθάνατων οι κόγχες δίψα και νερό γλυφό· η πείνα δέν ξεχώριζε γενναίους από κιοτήδες κι η ευφυία νίκησε τη ρώμη· έτσι ήταν γραφτό να γίνει. «Και τί νά έκανα ώ μάννα μου Ελλάς! Μισότρελλοι· τα χέρια πέρα-δώθε τις ασπίδες έψηνε ο ήλιος καίγονταν οι παλάμες άμμος καυτή σταύρωνε τα πέλματα κι απέναντι ακούγαμε τη σκόνη: Πελταστές, βέλη ετόξευαν. Ας πέθαινα ώ μάννα μα τυχερό δέν ήταν. Πού βρέθηκαν τόσοι εχθροί της Σπάρτης, τί ανομίες κάναμε έναντι των θεών μας; Τρακόσσιοι είμασταν και μεις, Εφιάλτης μας η δίψα· για ζωή». -Κι ήταν εκεί πολλοί. Ο Κλέων πρώτος κι άριστος στη μαύρη μερσεντές χαιρέταγε τα πλήθη, πίσω ο Δημοσθένης είκοσι παράσημα· ένα την κάθε αυγή. Και παραπίσω αιχμάλωτοι όπλα και αλυσίδες χειροδέσμιοι ντυμένοι θώρακες κι ασπίδες κράνη φορούντες. Κι ήρθαν κάμερες πολλές και φωτογράφοι έκτακτα παραρτήματα, επευφημίες, τέτοιο μαντάτο δέν είχαν ματαδεί: Παραδόθηκε η Σπάρτη! Ε. Κ. Γιαννελάκης.
Καλημέρα με ποίηση…
Facebook
Twitter
LinkedIn