Της Λαμπριάνας Κυριακού
Θυμάμαι τον βαθύ προβληματισμό μου, για τα αποτελέσματα του Δημοψηφίσματος και την επικράτηση του 5ου Σχεδίου Ανάν το 2004.
Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι οι Ελληνοκύπριοι που διάβαζαν τις σελίδες του, θα επέμεναν στην ψήφιση του. Ήμουνα σίγουρη ότι η κάθε του παράγραφος, ήταν μια κενή σελίδα στο βιβλίο της ιστορίας για την Κύπρο. Δεν ήμασταν έτοιμοι να δεχθούμε καμία αλλαγή, γιατί ακόμα ταυτοποιούσαμε τους νεκρούς μας.
Ήρθαν τα αποτελέσματα ,το περίφημο ΟΧΙ – οι πανηγυρισμοί και μετά η ανακούφιση.
Είχα πετάξει από μικρή τα παραμύθια γιατί μετροφυλούσα την ιστορία και τους ποιητές μας. Ήξερα ότι ήμουν δυο φορές πρόσφυγας και ένιωθα περήφανη που κυλούσαν στις φλέβες μου η Σμύρνη και η Κύπρος. Ένιωθα περήφανη κι ας ήταν η ψυχή μου πάντα στην Ελλάδα. Και ας μην ξεχνάω ποτέ την καθηγήτρια στο γυμνάσιο, που μου θύμιζε συνεχώς ότι για όλα φταίμε οι πρόσφυγες, φέρνοντας εμπόδια σε κάθε μου διάκριση. Λίγο πριν την αποφοίτηση λοιπόν, είχα πάρει το αίμα μου πίσω λέγοντας της ότι «Εμείς οι πρόσφυγες εν τέλει κυρία… φτιάξαμε σπίτια στις μάντρες που γεννηθήκατε». Βέβαια αυτό μου κόστισε την είσοδο μου στο Λύκειο που θα πήγαιναν όλοι μου οι φίλοι και οι συμμαθητές, με αποτέλεσμα να βρεθώ «Άγνωστη» μεταξύ αγνώστων στο Λύκειο Παλλουριώτισσας Λευκωσίας. Ένα σχολείο μέσα στην νεκρή ζώνη που ήταν περιτριγυρισμένο από τουρκικά φυλάκια και Τούρκους με όπλα. Εκεί γνώρισα τον πολιτισμό – είδα τα κυκλάμινα να φυτρώνουν μέσα από το μπετόν και φυσιογνωμίες που ήξεραν πρώτα από παιδεία και μετά από εκπαίδευση. Έτσι άνοιξε διάπλατα ένας αλλιώτικος ορίζοντας.
Τα γράφω όλα αυτά ορμώμενη από μια συζήτηση που είχα με συναδέλφους μια μέρα μετά το πραξικόπημα στην Τουρκία. Είχα την επιθυμία μετά από μια συζήτηση διαφόρων απόψεων εντελώς διαφορετικών από των δικών μου, να «εξηγήσω» – να καταλήξω και να πω, γιατί από την ανένδοτη επιθυμία της διχοτόμησης, πιστεύω ακράδαντα στη λύση του Κυπριακού ή πιο σωστά στην κοινή συμβίωση των δυο κοινοτήτων. Παραδείγματα μικρά, ικανά ν΄ αλλάξουν την σκέψη, να παραμερίσουν το θυμό και ν΄ ανοίξουν ένα νέο δρόμο.
Θυμάμαι ακόμα την άρνηση μου να επισκεφθώ τα κατεχόμενα. Δεν μπορούσα να δεχθώ ότι θα έπρεπε να δείξω διαβατήριο. Ήταν αστείο να θεωρούμαι επισκέπτης. Όταν άλλαξαν τα δεδομένα και μπορούσα να περάσω μόνο με την πολιτική ταυτότητα, δειλά – δειλά άρχισα να υποχωρώ μέσα μου.
Όλα άλλαξαν όταν άρχισα να επισκέπτομαι τις κατεχόμενες περιοχές. Γνωρίζοντας τις χρυσές αμμουδιές της Αμμοχώστου, το κάστρο του Άγιου Ιλαρίωνα – το θέατρο των Σόλων – το Αββαείο του Μπελαπάις – την Αρχαία Σαλαμίνα – το λιμάνι και το κάστρο της Κερύνειας – το Ριζοκάρπασο, το Δίκωμο, μέσα μου ξεκίνησαν να παλεύουν η λύση και η Διχοτόμηση, με την λύση να ανεβάζει τα ποσοστά της καιρό με καιρό όλο και περισσότερο, χωρίς να αναιρώ μέσα μου όλα όσα έγιναν το ΄74 . ‘Όλα αυτά τα μέρη που τα έβλεπα μόνο από φωτογραφίες τα ένιωσα δικά μου. Πώς μπορείς να αγαπάς χωρίς να διεκδικείς. Πώς μπορείς να κλείνεις την πόρτα στη λύση και να αφήνεις πίσω σου τις αναμνήσεις της παιδικής σου ηλικίας. Ποιο μέλλον να ζήσεις όταν το παρελθόν είναι ματωμένο και εγκαταλελειμμένο.
Γεννήθηκα 8 χρόνια μετά την εισβολή. Μεγάλωσα μέσα από ιστορίες και μαρτυρίες με έναν Πενταδάκτυλο να θυμίζει την προσμονή για την Ελευθερία!!
Άρχισα να μιλάω με Τουρκοκύπριους. Οι νέοι μου τόνιζαν ότι η λέξη ψευδοκράτος τους στερεί την δυνατότητα να ταξιδέψουν στο εξωτερικό και να μπουν σε ένα καλύτερο πανεπιστήμιο. Το απολυτήριο τους δεν αναγνωριζόταν πουθενά. Δεν μπορούσαν να λάβουν μέρος σε παγκόσμιους αγώνες. Ήταν όλα ψεύτικα. Τα όνειρα ήταν αληθινά μόνο σε αυτό μικρό κομμάτι γης που ήξεραν για πατρίδα τους. Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία, μου μίλησαν για τα γεγονότα του ’63, για την εισβολή του 74’, μου μίλησαν για τις όμορφες μέρες που ζούσαν με τους Ελληνοκύπριους. Τα κοινά γλέντια τα κοινά ήθη και έθιμα. «Γλεντούσαμε κι εμείς στις γιορτές σας», μου έλεγαν. «Σεβόσασταν κι εσείς τις ημέρες του Ραμαζανίου». «Η εισβολή όλους μας έκανε πρόσφυγες. Αγνοούμενους εσείς αγνοούμενους κι εμείς. Ο πόνος μας είναι ο ίδιος. Η Κύπρος είναι η γη που μας γέννησε, η γη που θα μας σκεπάσει». Βέβαια συνάντησα πολλές απόψεις – εθνικιστικές, ακραίες, απόψεις που ταυτίζονταν απόλυτα με αυτές των ελληνοκυπρίων. Πίστεψα κι εγώ ότι με την λύση το νησί έχει περισσότερες πιθανότητες να ανθοφορήσει οικονομικά παρά να μείνει εσώκλειστη μέσα στα στενά μυαλά ορισμένων. Σαφώς οι συνομιλίες μένουν στάσιμες, υπάρχουν πολλά εμπόδια κλπ.
Μπορούσα πια να δω καλύτερα, γιατί είχα το άπιαστο στα χέρια μου. Ήμουν έτοιμη να στηρίξω την Λευκή τον Λάμπρο – τα ξαδέλφια μου – που από το 2011 που έγινε το Σπίτι της Συνεργασίας (Home of Cooperation)– απέναντι από το «Λήδρα Πάλλας», κάνουν προσπάθειες να φέρουν τις δυο κοινότητες κοντά. Όσοι περνάνε απ το κατώφλι του , είναι νόμος η λέξη ΕΧΘΡΟΣ, να χάνεται διαπαντός από το λεξιλόγιο τους. Έτσι χάθηκε και από το δικό μου.
Τον περασμένο Σεπτέμβριο λοιπόν, βρέθηκα πάλι στο νησί. Τα ραδιόφωνα μιλούσαν συνεχώς για την μεγάλη δικοινοτική συναυλία που θα γινόταν απέναντι από το Λήδρα Πάλλας – πίσω από το «Σπίτι της Συνεργασίας» και θα τραγουδούσαν η Μαρία Φαραντούρη και ο Ζουλφού Λιβανελί. Είχα την επιθυμία να νιώσω τον παλμό των δυο λαών. Το δέος που ένιωσα εκείνο το βράδυ με τους Τουρκοκύπριους να τραγουδάνε την «Ρωμιοσύνη μην την κλαις», ξέρω ότι δεν θα το ξαναζήσω ποτέ. Όπως δεν θα ξεπεράσω ποτέ την χειραψία του Λιβανελί. Είναι αυτή η ανεξήγητη ενέργεια της επαφής, που διαπερνάει απ΄ το χέρι και κάθετε στην καρδιά.
Θα ήμουν ανόητη πια, να αμφισβητήσω την κοινή επιθυμία και των δυο κοινοτήτων για κοινή συμβίωση.
Έτσι αγαπητοί συνάδελφοι, μέσα από ένα ταξίδι αναζήτησης, έφτασα να πιστεύω ότι αυτή η μικρή χώρα μπορεί να δεχθεί τις πατημασιές μόνον αυτών που την αγαπάνε.
Δεν Ξεχνώ κανέναν προδότη. Δεν ξεχνώ κανέναν νεκρό. Δεν μπορώ να ξεχάσω! Έπαψα όμως να φοβάμαι και να μεμψιμοιρώ στο συρματόπλεγμα !!
Κι όπως είπε και ο Κώστας Μόντης, «Είναι πάντα φρονιμότερο να σηκώνουμε εμείς τις κουρτίνες πριν τις σηκώσουν οι άνεμοι!»