Στις 16 Μαΐου του 1963, ο τότε Πρόεδρος της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας, Σαρλ ντε Γκωλ, επισκέπτεται επίσημα την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, καλεσμένος του Έλληνα πρωθυπουργού, Κωνσταντίνου Καραμανλή.Επιμέλεια Μιχάλης Παναγιώτου. Ο λόγος της πρόσκλησης αυτής ήταν προκειμένου η γαλλική κυβέρνηση να βοηθήσει στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης να μπει στο «club των ισχυρών», δηλαδή στην τότε νεοσύστατη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Ο στρατηγός ντε Γκωλ, προσφέρει απεριόριστη στήριξη στην κυβέρνηση Καραμανλή δηλώνοντας κατά την άφιξη του στην Αθήνα ότι: «Αυτή τη χώρα που η πολιτική της ζωή είναι τόσο δαντελωτή όσο κι οι ακρογιαλιές της και τόσο ανάγλυφη όσο ο ορίζοντας των βουνών της, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής κατορθώνει να την κυβερνήσει».
Η ελληνική κυβέρνηση όμως ανησυχεί για την ασφάλεια του Γάλλου προέδρου κατά την παραμονή του στην χώρα και έτσι με την βοήθεια της αστυνομίας, αποφασίζει την συνδρομή πολιτών για την προστασία του ντε Γκωλ, με σκοπό την αποφυγή τυχόν απόπειρας δολοφονίας εναντίον του.
Έτσι η αστυνομία και η χωροφυλακή ενεργοποιούν διάφορες παρακρατικές ομάδας εθνικοφρόνων, οι οποίες βέβαια έχουν την έγκριση του επίσημου κράτους, λόγω της αντικομμουνιστικής τους δράσης.
Οι ομάδες αυτές αποτελούνται κυρίως από πρώην διώκτες των κομμουνιστών κατά τον εμφύλιο, συνεργάτες των Ναζί κατά την διάρκεια της κατοχής, τραμπούκους και εγκληματίες του κοινού ποινικού κώδικα.
Είναι η μετεξέλιξη των γνωστών ΤΕΑ (Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης) στις αστικές περιοχές, τα οποία δρούσαν κυρίως στην ύπαιθρο τα χρόνια του εμφυλίου και μετά, με σκοπό την δίωξη και την εκτέλεση κομμουνιστών και δημοκρατών οι οποίοι πολέμησαν στην Αντίσταση ή στον Εμφύλιο ενάντια στα Τάγματα Ασφαλείας και στον κυβερνητικό στρατό.
Πολλοί αντάρτες και κομμουνιστές είχαν καταφύγει στις πόλεις με σκοπό να χαθούν στο πλήθος των πόλεων και έτσι να αποφύγουν τον τοπικό χωροφύλακα και τις διώξεις.
Αυτές οι ομάδες μπορούμε να πούμε πως ήταν οι πρόγονοι των σημερινών «επιτροπών» από κατοίκους και «αγανακτισμένους» πολίτες που συναντήσαμε πολλές φορές κατά τα χρόνια της κρίσης, στον Άγιο Παντελεήμονα και στο Κερατσίνι και πάντα ήταν καθοδηγούμενες από το νεοναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής.
Οι ομάδες αυτές εμφανιζόντουσαν πάντα ως περαστικοί από τα σημεία στα οποία θα δρούσαν, προφασιζόμενοι τους φιλήσυχους και «αγανακτισμένους» πολίτες, οι οποίοι αντιδρούσαν στην προσπάθεια επικράτησης του κομμουνισμού στην ελληνοχριστιανική κοινωνία.
Εμπνευστής αυτών των «αγανακτισμένων» φέρεται να είναι ο Γεώργιος Γεωργαλάς, δημοσιογράφος και πολιτικός αναλυτής, υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, δημιουργός της Γενικής Γραμματείας Τύπου και Πληροφοριών και πρώτος κυβερνητικός εκπρόσωπος, κατά την περίοδο της χούντας.
Όντας ο ίδιος κομμουνιστής, διετέλεσε εκφωνητής της Ελληνικής Εκπομπής του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Βουδαπέστης και ανταποκριτής του επίσημου κρατικού Ουγγρικού Πρακτορείου Ειδήσεων στην Αίγυπτο κατά τη διάρκεια του πολέμου με το Ισραήλ, την Αγγλία και τη Γαλλία. Το 1951 αποσπάσθηκε στον τομέα της Προπαγάνδας. Λόγω της σοβιετικής επέμβασης στην Ουγγαρία τον Οκτώβριο του 1956, έφυγε συνοδεύοντας τον Χρουστσώφ στην Αίγυπτο, όπου ζήτησε πολιτικό άσυλο από την αμερικανική πρεσβεία. Από την Αίγυπτο επέστρεψε στην Ελλάδα, φυλακίσθηκε τυπικώς δικάσθηκε και αθωώθηκε.
Από το 1958 έως το 1970 ήταν ειδικός συνεργάτης των Ενόπλων Δυνάμεων σε θέματα ψυχολογικού πολέμου και ιδεολογικής προπαγάνδας. Ανήκε στο 7ο γραφείο του Γ.Ε.Σ. υπό τον ταξίαρχο Μητρέλλη. Ο Γεωργαλάς δίδασκε ταυτόχρονα Σοβιετολογία και προπαγάνδα σε σχολές αξιωματικών του Στρατού και της Χωροφυλακής.
Μια από τις μεγαλύτερες και γνωστότερες ομάδες εθνικοφρόνων, ήταν η «Οργάνωση Θυμάτων και Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης Βορείου Ελλάδος».
Ιδρυτής της ακροδεξιάς οργάνωσης με έδρα την Θεσσαλονίκη ήταν ο περιβόητος, Ξενοφών Γιοσμάς ή γνωστός ως «Φον Γιοσμάς».
Γεννημένος στο Κιργάτς του Πόντου το 1906, ο Γιοσμάς μετά την μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε οικογενειακώς στην Κατερίνη, όπου ασχολήθηκε με το επάγγελμα του δημοσιογράφου.
Κατά την διάρκεια της κατοχής σε συνεργασία με την γερμανική Μυστική Αστυνομία Στρατού (Geheime Feldpolizei, GFP), οργάνωσε τις «Αντικομμουνιστικές Ομάδες Ασφαλείας» και στη συνέχεια εντάχθηκε ως Καπετάν Παρμενίων στην «Εθνική Αντικομμουνιστική Οργάνωση Κατερίνης, Πιερίων και Ολύμπου» (ΕΑΟ). Ως αντικομμουνιστής οπλαρχηγός έδρασε κατά του ΕΛΑΣ Πιερίων και Ολύμπου συμμετέχοντας στην εξόντωση αρκετών στελεχών του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. Το καλοκαίρι του 1944 υπό την πίεση του ΕΛΑΣ μεταφέρθηκε με τον Κισά-Μπατζάκ (αρχηγό του Εθνικού Ελληνικού Στρατού, ΕΕΣ), και μερικούς από τους άντρες τους, στην Θεσσαλονίκη όπου διηύθυνε το Γραφείο Τύπου και Προπαγάνδας του ΕΕΣ. Αργότερα, ως ανθυπολοχαγός, ανέλαβε την διοίκηση του Λόχου Προπαγάνδας στο Εθελοντικό Τάγμα του Γεωργίου Πούλου.
Δοσιλογικό τάγμα Ελλήνων κατά την διάρκεια της Κατοχής.
Με την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς, διέφυγε στην Γερμανία και κατόπιν στην Βιέννη όπου συμμετείχε στην τελευταία κατοχική κυβέρνηση Τσιρονίκου που μεταφέρθηκε εκεί, ως υπουργός Προπαγάνδας. Τον Νοέμβριο του 1945 καταδικάστηκε από το Ειδικό Δικαστήριο Δοσίλογων ερήμην σε θάνατο ως συνεργάτης των Γερμανών.
Επιστρέφει στην Ελλάδα το 1947 όπου του δίνεται χάρη από τον βασιλιά Παύλο το 1952, έχοντας εκτίσει μόνο 5 χρόνια φυλάκιση.
Το 1960 μαζεύοντας παλιούς γνωστούς και συμπολεμιστές του, αλλά και νέα μέλη, ίδρυσε το «Σύνδεσμο Αγωνιστών και Θυμάτων Εθνικής Αντιστάσεως Βορείου Ελλάδος». Ο Σύνδεσμος είχε έδρα την Θεσσαλονίκη και σκοπός του ήταν η αναγνώριση και ενίσχυση όσων συμμετείχαν στον «αντικομμουνιστικό αγώνα» κατά την περίοδο της ναζιστικής Κατοχή. Μεταξύ των μελών του ήταν πρώην δωσίλογοι του τάγματος Πούλου. Ο Γιοσμάς ανέλαβε ο ίδιος την ιδεολογική διαφώτιση των μελών, καθώς και την προπαρασκευή της μετανάστευσης μελών του Συνδέσμου στην Δυτική Γερμανία την οποία επισκέπτονταν τακτικά, όντας καλός γνώστης της γερμανικής γλώσσας. Έμβλημα του συνδέσμου ήταν ο γερμανικός Σιδηρούς Σταυρός. Το ίδιο έμβλημα έφερε και η εφημερίδα που εξέδιδε ο Γιοσμάς ««Εξόρμησις των Ελλήνων», χρηματοδοτούμενη από κονδύλια της ΚΥΠ και του υπουργείου Βορείου Ελλάδος, με αντικομμουνιστικό και ελληνοχριστιανικό προσανατολισμό.
Παρά το παρελθόν του, ο Γιοσμάς μεταβλήθηκε σε προνομιακό συνομιλητή των αρχών ασφαλείας της Θεσσαλονίκης και των τοπικών βουλευτών της ΕΡΕ. Ειδικότερα διατηρούσε στενές επαφές με τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία της πόλης και κυρίως με την Χωροφυλακή, όντας στενός φίλος του στρατηγού Κωνσταντίνου Μήτσου: ο Μήτσου αρκετές φορές είχε παραθέσει γεύματα στην περιοχή Αρετσού στον Γιοσμά και τους οπαδούς του. Στις περισσότερες περιπτώσεις ο Σύνδεσμος και ο ίδιος ο Γιοσμάς αναλάμβαναν να διευθετούν προβλήματα και αιτήματα που είχαν τα μέλη του στις κρατικές αρχές. Ως παραδείγματα μπορούν να αναφερθούν η παραχώρηση εργατικής κατοικίας σε μέλος του συνδέσμου, επαγγελματικές άδειες, προσλήψεις αλλά και εγγυήσεις για αποφυλάκιση. Τα μέλη του συνδέσμου προμηθεύονταν με ταυτότητες που τους εξασφάλιζαν προνομιακή μεταχείριση. Ο Γιοσμάς διεξήγαγε την «εθνική και ηθική διαπαιδαγώγηση» των μελών, που παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του φέρονται να ξυλοκοπούσαν οπαδούς της Αριστεράς για να τους τρομοκρατήσουν.
Τα φρονήματα του Συνδέσμου ήταν που κατέστησαν τα μέλη του χρήσιμα για τις Αρχές. Την Πρωτομαγιά του 1962 τα μέλη του συνδέσμου παρευρέθηκαν με περιβραχιόνια στην συγκέντρωση του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, επιφορτισμένα από την χωροφυλακή για την τήρηση της τάξης.
Τον Μάιο του 1963, κατά την επίσκεψη του προέδρου της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκωλ στην Θεσσαλονίκη, μέλη του συνδέσμου χρησιμοποιήθηκαν από την χωροφυλακή για την ενίσχυση των μέτρων ασφαλείας.
Για να αναγνωρίζονται από το πλήθος τα μέλη της συμμορίας του Γιοσμά, φορούσαν στο στήθος μια καρφίτσα, έτσι η οργάνωση έμεινε στην ιστορία σαν «Οργάνωση Καρφίτσα».
Ένα από τα πιο δραστήρια μέλη της οργάνωσης του Φον Γιοσμά ήταν Σπύρος Γκοτζαμάνης, μεταφορέας και οδηγός τρίκυκλου.
Ήταν αυτός που οδηγούσε το τρίκυκλο που χτύπησε, μαζί με τον Εμμανουηλίδη, τον βουλευτή της ΕΔΑ, βαλκανιονίκη και γιατρό, Γρήγορη Λαμπράκη, στις 22 Μαΐου του ίδιου έτους, στην διασταύρωση των οδών Ερμού και Βενιζέλου στην Θεσσαλονίκη.
Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…