Του Γιάννη Γαβρίλη
Πόσο τελειωμένοι είμαστε, σαν ανθρώπινο είδος”; Πόσο μπορούμε να αντέξουμε τον Πόνο; Αυτόν που αυτό-προκαλούμε, τον κάνουμε τρόπο ζωής, προσπαθούμε, να τον μοιραστούμε, να τον διοχετεύσουμε και στους άλλους που ζουν τον ίδιο Πόνο με εμάς, εδώ, όπου ο Πόνος κυριαρχεί.
Και παράλληλα. Τον “κουκουλώνουμε’’, τον “φτιασιδώνουμε’’ και προσπαθούμε να Τον αποφύγουμε με αντίμετρα, όπως…
‘’Με τον Πολιτισμό μας’’.
Με την προοδεύουσα ‘’Πρόοδο’’.
Με την ανθούσα βιομηχανία ρούχων.
Με την άρχουσα Μόδα.
Με την Α-νοησία μας. Την άγνοια μας.
Την γελοιότητα μας.
Την ανικανότητα μας να παράξουμε καινούριες ιδέες.
‘’ΟΠΕΡΕΤΤΑ’’ του Βίτολντ Γκομπρόβιτς.
Η παράσταση που έχει ανέβει από το Εθνικό Θέατρο στη σκηνή του ‘’Κοτοπούλη- Rex’’ της οδού Πανεπιστημίου με ‘’αφορμή την ‘’Οπερέττα’’ σε σκηνοθεσία Νίκου Καραθάνου, δεν είναι μια συμβατική παράσταση. Όπως δεν είναι και το συγκεκριμένο θεατρικό έργο, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, μιας και η ποιητική του δομή, μας αποτρέπει να το δούμε θεατρικά. Μπορούμε όμως να το αντιληφθούμε ως αντισυμβατικό, να δεχτούμε την παραποίηση του Λόγου και την αντιστροφή του, να εισπράξουμε τον σκοπό του συγγραφέα να μεταφέρει την κοσμοθεωρία του, την αισθητική του, τις αναζητήσεις του, εν είδει κατάθεσης μέσω της παρωδίας και του παράλογου. Πόσο αληθινά είναι όλα όσα πέρασε ο Γκομπρόβιτς σε αυτό το τρίτο του θεατρικό έργο; Εξαρτάται, από εμάς τους ίδιους τους θεατές. Αν έχουμε την αντοχή να αντιμετωπίσουμε, όντας καθήμενοι στις θέσεις ενός θεάτρου, όλη την πικρή, ανελέητη, αλλά και φτιασιδωμένη στα μέτρα μας καθημερινή πραγματικότητα μας. Εμείς, οι καλοί, απονήρευτοι, θεατές μιας θεατρικής παράστασης, με τα ωραία μας μοδάτα ρούχα ενδεδυμένοι, α-νόητοι και αφελείς, πίσω από την ‘’μάσκα’’ της υποκριτικής, μα, τόσο υπαρκτής ανυπαρξίας μας. Να έρθουμε αντιμέτωποι με τον ‘’εμετό’’, με ‘’κώλους και βλάκες’’ όπως παρουσιάζει ο συγγραφέας το ανθρώπινο μας είδος.
Στην παράσταση που ανέβασεο Νίκος Καραθάνος, με την μετάφραση του Γιάννη Αστερή και την διασκευή τους, δεν υπάρχουν κρυμμένα μηνύματα για να τα αποκωδικοποιήσουμε. Ο λόγος, το κείμενο του Γκομπρόβιτς έρχεται αμείλικτος να σε διαπεράσει, όπως εκφέρεται από τον πολυπρόσωπο θίασο. Έναν ‘’θίασο’’ από άρχοντες και δούλους, όπου αυτούς τους δεύτερους ο Νίκος Καραθάνος μας τους παρουσιάζει ως πιθηκόμορφους (Γλυπτικές κατασκευές προσωπείων και μορφών ζώων Σωκράτη Παπαδόπουλου) για να καταλήξει, όπως ακριβώς το ήθελε να συμβαίνει στη ‘’Διαθήκη’’ του ο Γκομπρόβιτς (…και ποιος θα εμποδίσει τότε τις χειρονομίες που κάθε μέρα επαναλαμβάνουμε και δεν είναι πια πάρα απλές χειρονομίες απ’ το να αρχίσουν απλώς να ΠΙΘΗΚΙΖΟΥΝ μια θλιβερή ανικανότητα;). Γιατί η παράσταση καταλήγει με όλους, άρχοντες και δούλους στην δαρβινική άποψη της δημιουργίας του Ανθρώπου, που τον θέλει προερχόμενο από τον πίθηκο.
Έρχεται εμπρός σου να παρουσιάσει, κυριολεκτικά κατά πρόσωπο, και αυτό που στην ‘’Πορνογραφία’’ του είχε γράψει ο Γκομπρόβιτς. ‘’Όσο περισσότερο ψεύτικοι είμαστε, τόσο περισσότερες ελπίδες έχουμε να φτάσουμε στην ειλικρίνεια, η ψευτιά επιτρέπει στον καλλιτέχνη να πλησιάσει αλήθειες που τις ντρέπεται’’.
Και όλοι οι ηθοποιοί της ‘’Οπερέττας’’ είναι τόσο καλά συντονισμένοι προς αυτή την κατεύθυνση της μη ντροπής. Και της Αλήθειας. Σπανίως βλέπουμε τόσο ’’ειλικρινή’’ παράσταση. Σπάνια ακούμε μουσική και τραγούδια με οκταμελή ορχήστρα επί σκηνής (Σύνθεση Άγγελος Τριανταφύλλου με ενσωματωμένους δημώδεις στίχους από διαφορετικές περιοχές της ηπειρωτικής και νησιωτικής Ελλάδας) που σε καθυποτάσσει, καθώς είναι αναπόσπαστο στοιχείο της προϊούσης δράσης. Σπάνια παρακολουθούμε την σωματική υπόκριση (κίνηση Αμαλία Μπένετ) να κορυφώνεται με τόση ένταση και πειθαρχεία. Σε ένα σκηνικό περιβάλλον, αυτό, της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, (εμπνευσμένα και τα κοστούμια της) που κυριολεκτικά ‘’κορυφώνει’’ τα τεκταινόμενα, μιας και αυτά συμβαίνουν στην ιδανική αναπαράσταση μιας κορυφής των Ιμαλάϊων. Έτσι υποβλητικά φωτισμένη από τον Νίκο Βλασόπουλο που καθιστά την πραγματικότητα, του επί σκηνής χώρου, άκρως αληθοφανή.
Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κανέναν από τους ηθοποιούς. Άψογοι όλοι, εντός του μέτρου του ρόλου του ο καθένας, απόλυτα πειστικοί, συντονισμένοι, επαρκέστατοι, με ακόμη κάτι, επίσης, σπάνιο στην υποκριτική. Πίστη βαθειά σε αυτό που υποκρίνονταν. Αυτοί ήταν οι ρόλοι, οι ρόλοι λες και ήταν οι εαυτοί τους.
Διανομή (με αλφαβητική σειρά):
Χάρης Ανδριανός, Αλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Μαρία Διακοπαναγιώτου, Βασιλική Δρίβα, Πάρις Θωμόπουλος, Νίκος Καραθάνος, Ευαγγελία Καρακατσάνη, Νάντια Κοντογεώργη, Κώστας Κορωναίος, Νίκος Λεκάκης, Κώστας Μπερικόπουλος, Ιωάννα Μπιτούνη, Εύη Σαουλίδου, Μιχάλης Σαράντης, Έλενα Τοπαλίδου, Άγγελος Τριανταφύλλου, Χάρης Φραγκούλης, Λυδία Φωτοπούλου, Γαλήνη Χατζηπασχάλη.
Μουσικοί επί σκηνής:
Ilya Algaer (κοντραμπάσο), Γιώργος Δούσος (γκάιντα, καβάλ, ντουντούκ, κλαρίνο, φλάουτο), Διονύσης Κοκόλης (τρομπέτα), Μενέλαος Μωραΐτης (τούμπα), Κώστας Νικολόπουλος (κιθάρα), Βασίλης Παναγιωτόπουλος (τρομπόνι), Ιάκωβος Παυλόπουλος (κρουστά), Άγγελος Τριανταφύλλου (πιάνο).
Μια θεατρική παράσταση, επιβλητική, ευφάνταστη, πρωτότυπη, καθηλωτική.
«Αγωνιζόμαστε αδιάκοπα για τη Μορφή και την Ανωτερότητα, ενώ μας έλκουν σταθερά το Χάος και η Κατωτερότητα», ήταν η φράση-μοχλός της υπαρξιστικής θεωρίας του Βίτολντ Γκομπρόβιτς.