Του Θέμη Δημητρακόπουλου,συγγραφέα,πολιτικού επιστήμονα.
Μια και ο ΕΝΦΙΑ είναι πάλι στην επικαιρότητα, αφού στάλθηκαν τα σχετικά ”ραβασάκια” στους φορολογούμενους, θα πρέπει επιτέλους να πούμε μερικές αλήθειες, ξεκινώντας από την ξεκάθαρη δήλωση πως:
ο ΕΝΦΙΑ είναι από τους δικαιότερους φόρους.
Ο φόρος στην ακίνητη περιουσία, και σε κάθε λογής περιουσία, είναι καθιερωμένος σε όλες τις δημοκρατικές χώρες και κάθε δίκαιο, κοινωνικά και οικονομικά, φορολογικό σύστημα οφείλει να περιλαμβάνει έναν φόρο πάνω στην ακίνητη περιουσία.
Το λάθος που έκανε προεκλογικά ο Σύριζα μιλώντας πρόχειρα για κατάργησή του –στο πλαίσιο, ωστόσο, μιας μετωπικής αντιπαράθεσης και συλλήβδην ακύρωσης της εντελώς άδικης, κοινωνικά, οικονομικής πολιτικής των τότε κυβερνήσεων– δεν μειώνει την αξία της διαπίστωσης πως ένας φόρος στην ακίνητη περιουσία, όπως κι αν τον ονομάσει κανείς και όπως κι αν τον διαρθρώσει (εννοείται αναλογικά και με κοινωνικά κριτήρια πάντα) είναι αναγκαίος, ούτε πρέπει να μας αποπροσανατολίζει από τη χάραξη μιας ορθής, δίκαιης και οικονομικά αποτελεσματικής φορολογικής πολιτικής.
Αντίθετα, απόλυτα άδικος και παράλογος είναι ο υπέρογκος φόρος που επιβάλλεται στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, φόρος που σε ορισmένες περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της δήμευσης.
Δεν νοείται ένα ευνομούμενο, δημοκρατικό κράτος να επιβάλλει εξοντωτική φορολογία της τάξης ακόμη και του 60-70%, με το όποιο σκεπτικό. Ούτε να ”δικαιολογεί” αυτή την αντιπαραγωγική, εντέλει, φορολογία με την, βάσιμη σε κάποιες περιπτώσεις, υποψία ότι οι πάντες στην ιδιωτική οικονομία φοροδιαφεύγουν, άρα…
‘Άλλο θέμα η πάταξη της φοροδιαφυγής –που επιβάλλεται– κι άλλο η εξοντωτική υπερφορολόγηση κατά δικαίων και αδίκων, η οποία τελικά οδηγεί στην ενίσχυση της φοροδιαφυγής και τη γιγάντωση της παρακοικονομίας.
Επίσης τεράστιο θέμα είναι οι πλειστηριασμοί, κυρίως πρώτης κατοικίας, και οι κατασχέσεις παντός είδους (και ιδίως των τραπεζικών καταθέσεων, της μόνης δηλαδή παραγωγικής αποταμίευσης στους ζοφερους καιρούς που βιώνουμε) εν ονόματι απαιτήσεων του δημοσίου, των ασφαλιστικών ταμείων και βέβαια των τραπεζών.
Για να αντλεί καύσιμα η πολυπόθητη ανάπτυξη, εκτός από τις απαραίτητεςεπενδύσεις χρειάζεται περισσευάμενο ρευστό για να πέσει στην αγορά.
Και η ύπαρξη ρευστού περνάει από την εκλογίκευση και τη μείωση της φορολογίας, κυρίως των φυσικών προσώπων αλλά και των επιχειρήσεων, και όχι βέβαια από την κατάργηση του μόνου δίκαιου φόρου – πάντα με τα κοινωνικά κριτήρια που προαναφέραμε:
του φόρου πάνω στην ακίνητη περιουσία, του ΕΝΦΙΑ, ή όπως αλλιώς θα ονομαστεί στο μέλλον.
Θέμης Δημητρακόπουλος
συγγραφέας, πολιτικός επιστήμονας