Στους 86 ανήλθε ο αριθμός των νεκρών από τις φωτιές στο Μάτι, σύμφωνα με τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας της Αθήνας Νίκο Καρακούκη ο οποίος ανακοίνωσε επιπλέον ότι ολοκληρώθηκαν οι νεκροτομές.
«Ολοκληρώσαμε την ιατροδικαστική έρευνα επί των σορών των θυμάτων που είχαν μεταφερθεί στο νεκροτομείο Αθηνών. Ήταν 86 νεκροί. Η ιατροδικαστική έρευνα ολοκληρώθηκε. Από εδώ και πέρα μένει το έργο της ταυτοποίησης το οποίο ολοκληρώνεται από άλλη υπηρεσία στα εγκληματολογικά εργαστήρια», δήλωσε.
Ήδη έως αργά χθες το βράδυ είχε ολοκληρωθεί η νεκροτομή σε 75 σορούς και εντός της ημέρας σύμφωνα με τους ιατροδικαστές αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία.
Παρότι οι ιατροδικαστές είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί στην ενημέρωση τους, καθώς η διαδικασία βρίσκεται σε εξέλιξη, αφήνουν να εννοηθεί ότι το μεγαλύτερο μέρος των ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους είναι απανθρακωμένοι, γεγονός που δυσχεραίνει τη διαδικασία λήψης DNA για να γίνει η ταυτοποίηση τους.
Εκτιμάται ότι πάνω από 60 άνθρωποι, συγγενείς αγνοουμένων έχουν δώσει δείγματα DNA στην αρμόδια υπηρεσία της αστυνομίας που θα κληθεί τις επόμενες ημέρες να ταυτοποιήσει τα δείγματα που έχουν ληφθεί από τις σορούς και από όσους αγωνιούν για τους ανθρώπους τους.
Οι συγγενείς δεν έχουν τη δυνατότητα να δουν τα απανθρακωμένα σώματα που εξετάζονται στα νεκροτομείο και τους παρέχεται ψυχολογική υποστήριξη κατά τη διαδικασία λήψης δειγμάτων από το γενετικό τους υλικό.
Ενδεικτικό της εξαιρετικά δύσκολης δουλειάς με την οποία έχουν επιφορτιστεί οι ιατροδικαστές είναι το γεγονός ότι, απ’ ότι οι ίδιοι λένε, δεν μπορούν να μείνουν ψύχραιμοι και να αποστασιοποιηθούν απ’ αυτή τη τραγωδία ιδίως όταν έρχεται η ώρα της νεκροτομής παιδιών.
Σε δηλώσεις του χθες ο ιατροδικαστής Ηλίας Μπογιόκας ανέφερε ότι «οι περισσότεροι στο Μάτι, κάηκαν ζωντανοί. Ζούμε τις προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων που έρχονται εδώ, αναγκαστικά, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Είμαστε συναισθηματικά φορτισμένοι, ζούμε το δράμα. Σε συνεργασία με τους γενετιστές προσπαθούν να κάνουμε τη δουλειά μας για να αποδοθεί όπως γίνεται δικαιοσύνη. Για εμάς σήμερα ήταν η πιο δύσκολη ημέρα» ανέφερε για να συνεχίσει λέγοντας: «Κάποιοι είναι καμένοι με εγκαύματα αλλά τα περισσότερα πτώματα είναι απανθρακωμένα. Βρίσκουμε σταυρουδάκια, βέρες αλλά δεν μπορούν να αναγνωριστούν, πρέπει να γίνει εξέταση DNA από τα εργαστήρια. Ήδη έχουν αρχίσει οι ταυτοποιήσεις, μπορεί να διαρκέσει ώρες, ακόμη και μέρες».
Τραγικές στιγμές έξω από το Εργαστήριο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας
Συγκλονιστικά είναι τα όσα περιγράφουν και οι συγγενείς των θυμάτων που έχουν επιφορτιστεί με το δύσκολο έργο της αναγνώρισης των προσωπικών αντικειμένων ή άλλων στοιχείων που σχετίζονται με τις σορούς που βρίσκονται στο Εργαστήριο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας στο Γουδί.
ο Θανάσης Μωραΐτης, έμεινε στη θάλασσα τρεις ώρες μαζί με την γυναίκα του και το παιδί του και έτσι κατάφερε να σωθεί. «Φτάσαμε στη θάλασσα σε δύο λεπτά και η φωτιά έφτασε αμέσως. Τρέχαμε όλοι να σωθούμε, είχε τεράστια κύματα και μαζί καπνό και φωτιά».
Το ίδιο δεν συνέβη όμως και με την 90χρονη μητέρα του, την οποία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει. «Όλα έγιναν σε ένα λεπτό, δεν είχα κανένα περιθώριο επιλογής. Η μητέρα μου ήταν ανήμπορη να μετακινηθεί, ήταν 90 χρονών. Άφησα την μητέρα μου να καεί» αναφέρει ο κ. Μωραΐτης και συνεχίζει: «Δεν πρόλαβα να της πω ούτε αντίο, έφευγα και την έβλεπα να καίγεται».
Μέσα σε λίγα λεπτά ο Χρήστος Μυλωνάς έχασε την τηλεφωνική επαφή με τον φίλο του. Έξω από το νεκροτομείο Αθηνών ο ίδιο θυμάται την τελευταία συνομιλία με τον συνάδελφό του Σπύρο Κάκαρη.
Και οι δύο ήταν εναερίτες και πήγαιναν στο σημείο για να βοηθήσουν. «Πήγαμε να κάνουμε μια διάσωση, επειδή κόβουμε ψηλά δέντρα. Είμαστε εναερίτες και θέλαμε να πάμε να βοηθήσουμε στο Λύρειο», εξηγεί ο ίδιος. Ο Σπύρος Κάκαρης, έμενε στο Μάτι και ο φίλος του Χρήστος Μυλωνάς πήγαινε να τον πάρει ερχόμενος από τη Νέα Μάκρη. «Σε διάρκεια δέκα λεπτών, ενώ μιλούσαμε ότι ετοιμάζεται να πάω να τον πάρω, χάσαμε κάθε επαφή, στις 6.10», περιγράφει.
«Βρήκαμε το αυτοκίνητό του στις 10-12 το βράδυ τρακαρισμένο στην Ποσειδώνος, μαζί με άλλα αυτοκίνητα. Από εκείνη την ώρα αγνοείται», λέει ο κ. Μυλωνάς.
Ο Βασίλης Φράγκος, ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου που έμελλε να γίνει ομαδικός τάφος στο Κόκκινο Λιμανάκι θυμάται με δάκρυα στα μάτια τις τραγικές εκείνες στιγμές.
«Μπλόκαρε η Δημοκρατίας και στο ένα ρεύμα και στο άλλο. Τα αυτοκίνητα που είχαν πρόσβαση σε αυτό τον δρόμο μπήκαν για να σωθούν εδώ πέρα. Η φωτιά ερχόταν, ήταν αισθητή από τον καπνό αλλά φαινόντουσαν και οι φλόγες. Η μόνη διέξοδος γι’ αυτούς τους ανθρώπους ήταν αυτές οι δύο πόρτες, τις οποίες είχα ανοίξει -πριν είχα ανοίξει την πόρτα την κάτω. Εκεί υπήρχαν δύο επιλογές. Κάποιες παλιές σκάλες από όπου κατέβασα τους ανθρώπους και κάποιες σκάλες που έπρεπε να περπατήσεις 50-60 μέτρα και να κατέβεις από κάποια άλλα σκαλοπάτια τα οποία μπορούσες να τα κατέβεις. Τους πήγα από τα πρώτα γιατί δεν είχαμε χρόνο. Ο τελευταίος που είχε σωθεί μου είπε: «Βασίλη είμαι ο τελευταίος και πίσω μου άκουγα τους ανθρώπους που τους είχε προφτάσει η φωτιά, άκουγα τα ουρλιαχτά τους. Για ελάχιστο χρόνο κάποιοι άνθρωποι δεν διεσώθησαν»».