Το σγουρόμαλλο κορίτσι που έσχιζε με τις σηκωμένες γροθιές του τον αέρα ανάμεσα στο τεράστιο πλήθος που φώναζε να καταργηθεί το άρθρο 5, μου φάνηκε γνωστό, αρχές του 80 ΄και η διαδήλωση ήταν ένα πρωτόγνωρο “τραγούδι” αφου δεν μας κυνηγούσαν οι ‘’αυρες’’ όπως είχαμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια.
Ε συναδέλφισσα της φώναξα. η Σεμίνα Διγενή δεν είσαι; Μου απάντησε με το κρυστάλλινο και δυνατό γέλιο της έλα από εδώ πάντα εκτός γραμμής είσαι.
Με τα χρόνια μας έδεσαν πολλά. Στο ίδιο κανάλι στην ΕΡΤ, στα ‘ιδια γραφεία με τις ίδιες αγωνίες – στην αρχή δεν είχαμε γραφεία και γράφαμε στους διαδρόμους ή δίπλα από τους μοντέρ – αλλά πάντα με ένα στόχο την είδηση, ή την συνέντευξη. Η Σεμίνα προχώρησε με τον καιρό σ’ άλλα κανάλια σ΄ άλλα έντυπα. Χαθήκαμε. Οι στόχοι μας παράλληλοι. Ώσπου μια μέρα συναντήθηκαν και πάλι οι δρόμοι μας στη θάλασσα των αναμνήσεών της στο ‘’Κίτρινο υποβρύχιο’’.
Κυρίες και Κύριοι σήμερα στο ‘’avecnews’’ η Σεμίνα Διγενή…
συνέντευξη της Σεμίνας Διγενή στην Δήμητρα Γκουντούνα
Πριν ακόμη διαβάσω το βιβλίο σου “ΟΙ ΑΠΕΙΘΑΡΧΟΙ” από τις εκδόσεις Κάκτος, (που απ’ όσα πληροφορούμαι πάει για best seller), εντυπωσιάστηκα -ομολογώ- από τον τρόπο που επέλεξες να μας ενημερώσεις για την κυκλοφορία του;
Αυτή τη φορά, σκέφτηκα να ζητήσω από 12 φίλους μου, εξαιρετικούς ηθοποιούς (γνωρίζοντας ποιοι από τους ήρωές μου θα τους άρεσαν ή θα τους ταίριαζαν), να εμπλακούν με τα κεφάλαια του βιβλίου, μέσα από μικρά βίντεο-μονόπρακτα, που μπορεί κανείς να παρακολουθήσει στο κανάλι μου στο Youtube, Semina Digeni official. Η Σμαράγδα Καρύδη κάνει τις συστάσεις του βιβλίου, ο Γιώργος Κιμούλης «συνυπάρχει» με τον Σαραμάγκου και τον Βέγγο στη Μακρόνησο, ο Γιάννης Στάνκογλου «βρίσκεται» με τον αγαπημένο του Ντέιβιντ Μπόουι στο Λονδίνο, η Ελένη Ράντου με τον Ρολάν Μπαρτ και τη Μαρίκα Νίνου στην Κοκκινιά, ο Γρηγόρης Βαλτινός με τον Αϊνστάιν, τον Χόκινγκ και τη Γουάινχαουζ στο Κάμντεν Τάουν, ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος με τον Προυστ και την Κοτοπούλη στην Ομόνοια, η Βίκυ Σταυροπούλου με τον Ουγκό στα Πυρηναία, ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς στο Σικάγο, ο Νίκος Κουρής με τον Πικάσο στο Παρίσι, ο Σταμάτης Φασουλής περιγράφει ένα φαντασμαγορικό πάρτι αυτοκτονιών, ενώ η Πέγκυ Τρικαλιώτη με την Κατερίνα Διδασκάλου ερμηνεύουν σύντομες ιστορίες κοριτσίστικων τραυμάτων. Η σκηνοθετική επιμέλεια είναι του Θοδωρή Βουρνά
-Γιατί έγραψες αυτό το βιβλίο ;
Ήταν μεγάλη η επιθυμία και το πάθος μου να «συναντηθώ» μαζί με όλους εκείνους που με σημάδεψαν ο καθένας με τον τρόπο του, τη φιλοσοφία, τη ζωή, τις επιλογές και το έργο του. Τους ήθελα ξανά ζωντανούς και μάλιστα ονειρευόμουν να τους φέρω σ επαφή μεταξύ τους. Πράγμα που έγινε, με απίστευτα αποτελέσματα.
-Τι λες, θα καταφέρει τελικά, αυτός ο παράδοξος κόσμος των «Απείθαρχων», να δώσει σε όλα, ένα τέλος ή μια αρχή, με την έμπνευση που τους αξίζει κι αν θα τολμήσει να πάρει μια καθοριστική απόφαση, για τη Μνήμη του Κόσμου;
Απαντώ το αυτονόητο, ότι δηλ. δεν αξίζει ούτε η ζωή, ούτε ο θάνατος μας, αν δεν τολμήσουμε. Πρέπει νομίζω στη διάρκεια της πορείας μας ν αγωνιστούμε στην κατεύθυνση του να αλλάξουν όλα, να ανατραπούν, να ανοίξουν νέοι φωτεινοί δρόμοι, προς έναν δίκαιο κόσμο με κέντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του κι όχι την ευτυχία και το κέρδος των λίγων.
-Έλαβες κι ένα σχόλιο για το βιβλίο από τον κ. Δ. Κουτσούμπα; Αληθεύει;
Ναι, ήταν το πιο ωραίο δώρο, το μήνυμα του Γραμματέα, που μόλις είχε διαβάσει το βιβλίο και μου επέτρεψε να δημοσιοποιήσω αυτό το σχόλιό του. Έγραψε λοιπόν: “Το άρωμα της Επανάστασης είναι διάχυτο στο έργο σου και ιδιαίτερα λίγο πριν το τέλος. Διατρέχει το λόγο και τις γραμμές των 50 ορόφων και των οριζόντων. Είναι η μεγάλη Έξοδος από την μαυρίλα και την βαρβαρότητα ενός συστήματος που δεν υπολογίζει την ανθρώπινη ζωή. Όσο κι αν είναι πολύ σουρεάλ ορισμένες φορές και άλλες φορές με την ακατέργαστη σκέψη των παιδικών μας χρόνων… Πότε χορεύοντας στους ήχους του Γούντστοκ, πότε ταξιδεύοντας με τη μοτοσυκλέτα του “Ξένοιαστου Καβαλάρη”, πότε πέφτοντας κάτω από τα γέλια, στο “Πάρτυ” εκείνο, του απίθανου Πήτερ Σέλλερς, πότε απορημένοι και τρελαμένοι μαζί από το φευγιό ανθρώπων αγαπημένων κοντινών, αλλά και άλλων που έγιναν κοντινοί μας μέσα από τη μουσική, το ταλέντο τους και δεθήκαμε μαζί τους περισσότερο ίσως κι από την ίδια την οικογένειά μας. Το βιβλίο σου ξυπνά μνήμες, απωθημένες μερικές φορές σκέψεις, δίνει ευκαιρία για προβληματισμούς σύγχρονους, αξίζει να διαβαστεί, βγήκε σε λάθος εμπορικά εποχή, όμως είναι πιο χρήσιμο τώρα τις μέρες της καραντίνας, της πανδημίας και των μεγαλύτερων δυσκολιών του αύριο. Το λάτρεψα! Δημήτρης Κουτσούμπας.
-Πέρασες ωραία γράφοντάς το;
Πέρασα τέλεια και πραγματικά μετάνιωσα που ολοκληρώθηκε σε 420 σελίδες. Ήταν άδικο για όλους. Πρέπει να επινοήσω έναν τρόπο για να μη χάσω την επαφή μαζί τους και αν είναι δυνατόν να μπουν στο παιγχνίδι κι όλοι οι άλλοι που άφησα απ’ έξω.
-Τι σημαίνουν για σένα οι γυναίκες που πρωταγωνιστούν στο βιβλίο; Η Έλλη Αλεξίου, η Κοτοπούλη, η Λαμπέτη, η Νίνου, η Μονρόε;
Σημαίνουν πολλά, άλλα τρυφερά, άλλα άγρια και επώδυνα κι άλλα… εκπαιδευτικά. Πιο πολύ η Αλεξίου, που με τα διαβάσματά της μεγάλωσα, και που είχα μάλιστα και την τύχη να την γνωρίσω, κάνοντάς της συνέντευξη, αλλά και η Νίνου που ακουγόταν συνέχεια στο πικάπ, παλιά στο σπίτι μας, τις υπόλοιπες τις θαύμαζα για διαφορετικούς λόγους την καθεμία. Όπως και όλες τις άλλες που περιδιαβαίνουν στους Ορόφους του Επανασχεδιασμού, των Τραυμάτων, των Αυτοκτονιών, της Εντροπίας, του Παιδικού Εαυτού, των Περιττών Εξηγήσεων, των Πειραμάτων κ.α Μιλάω για την Σάρα Κέιν, την Αχμάτοβα, την Σύλβια Πλαθ, τη Γώγου, τη Βασιλειάδου, την Άννα Μανιάνι, τη Ντίτριχ, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, την Άννα Φρόιντ κά.
-Στον απροσδόκητο επίλογο, ο αμαξάς, (που είναι ο πιο αγαπημένος σου ηθοποιός) οδηγεί την άμαξα, κάπου στου Ψυρρή. Γιατί;
Βασανίζομαι πάντα από εικόνες και συναισθήματα, ίσως το έκανα με την ελτην ευρύτερη περιοχή των παιδικών μου χρόνων, πάντα στριφογυρνάω σ αυτήν και ψάχνω, αλλά και γιατί εκεί στη συγκεκριμένη γωνία συνέβη κάτι πολύ σημαντικό στη ζωή μου.
-Την ήξερα βέβαια, αλλά διαπίστωσα για άλλη μια φορά, την τρυφερότητα σου για τον Βέγγο. Γιατί τον “έφερες σ’ επαφή” με τον Σαραμάγκου;
Έκρινα πως μοιάζουν κι ότι θα είχαν πολλά να πούν. Μελετώντας τις ζωές τους βρήκα πολλά κοινά κι ήταν μεγάλη χαρά που – μέρος αυτού του κεφαλαίου- απέδωσε εξαιρετικά ο Γιώργος Κιμούλης.
-Θέλεις να μας δώσεις μια γεύση;
Εννοείται… ιδού ένα μικρό απόσπασμα από το κεφάλαιο:
– Πάμε στον 23ο όροφο, να δούμε και τι κάνει ο Βέγγος; με ρωτάει ο Σαραμάγκου.
– Μα τι μανία είναι αυτή, τον τελευταίο καιρό με τον Θανάση; Όλο εκεί καταλήγουμε να πηγαίνουμε, κάθε φορά που συναντιόμαστε.
– Με κάνει χαρούμενο ο Θανάσης, μου εξηγεί χαμογελώντας. Θυμάσαι που έλεγα κάποτε, πως η αληθινή επανάσταση που έχουμε ανάγκη, είναι αυτή της καλοσύνης; Κάθε φορά που τον συναντάω, νομίζω πως ξαναδίνει νόημα στην έννοιά της. Αυτός ο άνθρωπος με κάνει να νιώθω βαθιά καλός. Εσύ δεν το νιώθεις αυτό;
– Ζώντας τόσον καιρό εδώ κι έχοντας πάει πολλές φορές σπίτι του για ξεσκόνισμα, κατάλαβα πως…
– Για τι έχεις πάει; Για ξεσκόνισμα είπες;
– Ναι, ναι ξεσκονίζει δύο τρεις φορές την ημέρα, τον ενημερώνω.. Δεν αντέχει τη σκόνη. Όχι μόνο την ύπαρξή της, αλλά και την υποψία της. Μου είπε, πως πάντα ξεσκόνιζε το ντεκόρ των ταινιών του, πριν από το γύρισμα κάθε πλάνου.
– Λες αλήθεια τώρα;
-Βέβαια. Κάποτε έβαλε το κινηματογραφικό συνεργείο να ξεσκονίσει τις Θερμοπύλες! Το πιστεύεις; Ξεσκόνισε τις Θερμοπύλες! Αναρωτιέμαι σε ποιο σκηνικό ταινίας, θα ‘χει τοποθετήσει σήμερα το σπίτι του. Την τελευταία φορά, που ήταν παράξενα μελαγχολικός, βρισκόταν μέσα στο ντεκόρ της ταινίας «Ψυχή Βαθειά» του Παντελή Βούλγαρη. Πρέπει να ήταν κάπου στο 1949, τους τελευταίους μήνες του Εμφυλίου Πολέμου, στη Δυτική Μακεδονία. Δεν είπαμε πολλά, εκείνη τη φορά. Καθόμασταν για ώρα κάτω από μια καρυδιά, ήταν χειμώνας και με σηκωμένους γιακάδες, τουρτουρίζοντας, κοιτούσαμε αμίλητοι τον Γράμμο. Ήταν συνέχεια κόκκινα τα μάτια του και υγρά. (……) Στο μεταξύ, γνωρίζοντας πως πάντα παρασύρομαι μαζί του, χάνοντας την αίσθηση του χρόνου, “παγώνω” τον χρόνο με τον Σαραμάγκου δίπλα μου, γιατί θέλω να θυμηθώ εκείνη την παλιότερη συνάντησή μας, στις λεπτομέρειές της. ”Θανάση, ξαναέστησες εδώ μέσα ποτέ, το σκηνικό του «Δράκου»;
-Μόνο μια φορά. Για να ξανακούσω τις μουσικές του Μάνου και να ξαναδώ τους φίλους μου και πιο πολύ τον Κούνδουρο. Στη Μακρόνησο γνωριστήκαμε, εξόριστοι κι οι δυο. Με πίεσε και στο τέλος με κατάφερε να παίξω στη «Μαγική πόλη» κι ύστερα στον «Δράκο». Αν δεν ερχόταν στη ζωή μου, μπορεί να δούλευα ακόμη σ’ εκείνο το πατάρι με τα δέρματα. Παρατηρώ έναν νέο, προηγμένης τεχνολογίας, – αυτήν τη φορά – ιονιστή, στο δωμάτιο. Ένας ιονιστής παίζει πάντα, σε όλα τα σκηνικά που επιλέγει. Ακόμη και στα βουνά. Καθαρίζει -λέει- τον αέρα από τις σκόνες!
– Τι θα γίνει; Θα ξεσκονίσουμε σήμερα;
– Όχι, όχι. Μόλις ξεσκόνισα… Γιατί νομίζεις αστράφτουν έτσι, ο Γράμμος και το Βίτσι;
Γελάμε πολύ. Σχεδόν πάντα ξεκινάμε με δάκρυα και κλείνουμε με γέλια. «Ξεπαγώνω» τον χρόνο και ο Σαραμάγκου βάζει τον κωδικό εισόδου. Μας ανοίγει τόσο πρόσχαρα, σαν μαμά που υποδέχεται τα παιδιά της από το σχολείο. Αγκαλιάζει πρώτα τον Ζοζέ.
– Καλέ μου άνθρωπε, πέρασε μέσα, καλώς τους, καλώς τους. Περάστε.
Τότε προσέχω γύρω μου. Έχει επιλέξει πάλι, για σπίτι του, τον χώρο της εξορίας του, το στρατόπεδο της Μακρονήσου. Ο Βέγγος μας λέει, με σχεδόν χαμηλωμένα μάτια:
– Δεν έχω να σας προσφέρω κάτι καλό. Πιο συγκεκριμένα δεν έχω να σας κεράσω τίποτε…
– Γιατί επιλέγεις, πάλι, να ζεις στο 1949; τον ρωτάει ο Σαραμάγκου.
– Πολλές οι εκκρεμότητες καλέ μου άνθρωπε, πρέπει να βοηθήσω πολλούς που έχουν ανάγκη.
– Θέλεις τσιγάρο;
– Δεν καπνίζω. Είμαι αθλητής, λέει καμαρώνοντας.
– Τρέξιμο να υποθέσω ε;
– Πρωταθλητής ανωμάλου δρόμου, πετιέμαι εγώ.
– Γιατί σ’ έφεραν εδώ; απορεί ο συγγραφέας.
– Ο πατέρας μου ήταν οργανωμένος στην Αντίσταση. Στη Μάχη της Ηλεκτρικής, ήταν με τον ΕΛΑΣ. Απέτρεψαν την ανατίναξη του εργοστασίου από τους Γερμανούς. Μετά απολύθηκε, γιατί ήταν …κομμουνιστής.
– Εσύ τι έκανες και σε τιμώρησαν;
– Εγώ στην Κατοχή, ήμουν στην ΕΠΟΝ. Μ’ έφεραν εδώ στη Μακρόνησο το 1949 να… εκτίσω τη θητεία μου. Δεν φοβάμαι εδώ, ούτε με κουράζει που με ξεπατώνουν στο κουβάλημα και στο σπάσιμο πέτρας, μόνο τη σκόνη δεν αντέχω. Αυτή να έλειπε… Εκεί παραδίνομαι. Με το που το θυμάται, αναποδογυρίζει τις άδειες τσέπες του και τις τινάζει καλά καλά, μη τυχόν έχουν χνούδια.
Ο Σαραμάγκου χαμογελάει:
– Ξέρεις τι σκέφτομαι Θανάση μου, κάθε φορά που σε βλέπω; Όλο νομίζω, πως αν και τρέχεις συνέχεια, κάτι υπάρχει που δεν προλαβαίνεις… Υπάρχει πραγματικά, κάτι που δεν πρόλαβες να κάνεις και σε στοιχειώνει;
-Υπάρχει, ναι, λέει ο Θανάσης και κοιτάει τον καιρό που ετοιμάζεται να το γυρίσει σε βροχή. Το είχα πει και στον Κώστα Κακκαβά. Έκανα οικονομία παλιά και δεν έμαθα το τσιγάρο, για να μπορώ να αγοράζω τσιγάρα στον πατέρα μου, που ήταν πολύ φτωχός. Και όταν ήρθε η στιγμή κι έπιασα λεφτά, εκείνος δεν ζούσε για να του προσφέρω λίγο καλύτερη ζωή. Ζοζέ, δεν του πήγαινα τόσα τσιγάρα όσα έπρεπε.
Τους παρακολουθώ να συζητούν, κοιτώντας με θαυμασμό στα μάτια, ο ένας τον άλλον, με φόντο τις σκηνές στη Μακρόνησο και τότε μια μαγική γεννήτρια χαρακτήρων από το πάνσοφο Πουθενά, στέλνει σε υπότιτλο, ένα κείμενο του Ζοζέ, στο κάτω μέρος του κοινού πλάνου τους:
«Η λειτουργία του κόσμου έπαψε να είναι το απόλυτο μυστήριο που ήταν, οι μοχλοί του κακού βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων, για τα χέρια που τους χειρίζονται, δεν υπάρχουν πια γάντια ικανά να κρύψουν τις κηλίδες του αίματος».
Απέναντί μου είναι δύο άντρες, σε ειρήνη με ό,τι τους περιβάλλει: πρόσωπα, πράγματα, ζώα, δέντρα, ουρανό και θάλασσα. Είναι σαν να είναι ενταγμένοι, στον φυσικό τους χώρο, χωρίς να έχουν μετατραπεί σε εγωιστές που λένε: «Καθώς τώρα τα έχω όλα, τα υπόλοιπα μου είναι αδιάφορα». Όχι, αντίθετα. Εξακολουθούν να είναι αλληλέγγυοι, να παίρνουν μέρος σε ένα κάρο μάχες, μερικές μάλιστα από αυτές από χέρι χαμένες. Αυτό, αν και μπορεί να μην έχει καμιά σχέση με την ευτυχία, αν όμως τους ρωτήσεις: «Είστε ευτυχισμένοι;» «Ναι, ναι, είμαστε πολύ ευτυχισμένοι», θα σου πουν. Κάποιος που τους αγαπούσε πολύ, έγραψε με μπογιά σε μια σκηνή εξορίας, χωρίς ίχνος σκόνης πάνω της, τη λέξη ΚΑΛΟΣΥΝΗ!