Για την ορθοδοξία, τα Χριστούγεννα έχουν εκτός από τον θρησκευτικό χαρακτήρα και βαθιά ανθρωπολογική σημασία.
Με έθιμα και παραδόσεις που έχουν τις ρίζες τους στο μακρινό παρελθόν, ετοιμάζονται όλες οι περιοχές της Ελλάδας να υποδεχτούν τη γέννηση του Χριστού. Στολίζονται, φωτίζονται, ντύνονται με Χριστουγεννιάτικες μελωδίες από τα κάλαντα και μοσχομυρίζουν από τις παραδοσιακές μυρωδιές που ξεχύνονται από τις κουζίνες των σπιτιών.
Τα παιδιά στην αρχαιότητα έλεγαν τα κάλαντα, “τις καλένδες” με την Ειρεσιώνη στα χέρια. Η Ειρεσιώνη ήταν ένα κλαδί ελιάς και σχετίζεται με τον Θησέα, την Κρήτη και την αρχαία Αθηνά.
Είναι πολύ λίγο γνωστό ότι τα σημερινά χριστουγεννιάτικα κάλαντα σχετίζονται με τον ύμνο που έψαλλαν τα παιδιά στην αρχαιότητα κατά τα “πυανέψια” με την Ειρεσιώνη ανά χείρας.
Τα σημερινά κάλαντα πήραν το όνομα τους από τις καλένδες του Ιανουαρίου που ήταν οι πρώτες ημέρες των Ρωμαϊκών μηνών και οι συγγενείς και φίλοι αντάλλασσαν επισκέψεις και δώρα που ήταν μέλι, ξερά σύκα, χουρμάδες, χυλός και μικρά νομίσματα. Τα κάλαντα είναι μείγμα θρησκευτικού και κοσμικού περιεχομένου.
Αρχίζουν με τη θρησκευτική χαρμόσυνη αναγγελία.
“Καλήν εσπέρα άρχοντες, αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας”.
Μετά ακολουθούν τα εγκώμια για τα διάφορα πρόσωπα της οικογένειας, ανάλογα με τα χαρίσματα, την ηλικία, την κοινωνική θέση ή το επάγγελμα τους,
“Κυρά ψιλή, κυρά λιγνή, κυρά καμαροφρύδα”
και τελειώνουν με την παράκληση για φιλοδώρημα,
“αφέντη μου ευγενικέ, αν έχεις γρόσια δος μας τα,
αν έχεις και γλυκό κρασί βγάλε να μας κεράσεις”.
Όμως έχουν έτοιμους και στίχους για αυτούς που δεν τους δίνουν φιλοδώρημα,
“αφέντη μου στην κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψείρες,
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζώνουν”!
Στην κεντρική Ελλάδα, την παραμονή των Χριστουγέννων γίνεται το λεγόμενο “τάισμα” της βρύσης. Ένα έθιμο πολύ παλιό που όμως γιορτάζεται και στις ημέρες μας.
Οι κοπέλες του χωριού πηγαίνουν αχάραγα στη βρύση για να κλέψουν το “άκρατο νερό” και αμίλητες επιστρέφουν στο σπίτι για να το ραντίσουν για την καλή σοδειά και την προκοπή του σπιτιού.
Όταν πάρουν το νερό αλείφουν τη βρύση με βούτυρο και μέλι και δίνουν την ευχή, όπως τρέχει το νερό να τρέχει η προκοπή και όπως είναι γλυκό το μέλι να είναι γλυκιά η ζωή τους.
Στη Σκιάθο οι παλιοί έλεγαν ότι από την 1η Δεκεμβρίου οι καλικάντζαροι ετοιμάζουν το καράβι τους για να έρθουν στο νησί. Την παραμονή των Χριστουγέννων το ρίχνουν στο γιαλό και φθάνουν ανήμερα.
Από τότε μέχρι τα Φώτα κανείς δεν τολμάει να βγει νύχτα από το σπίτι του γιατί οι καλικάντζαροι θα τον “βουβάνουν”. Την παραμονή των Φώτων όμως, οι καλικάντζαροι τα μαζεύουν και φεύγουν γρήγορα μην τους προφτάσει ο παπάς με την “αγιαστούρα” και τους ζεματίσει.
Στη Δράμα συναντάμε το έθιμο των Μωμόγερων που προέρχεται από τους Πόντιους πρόσφυγες.
Στην Κοζάνη και την Καστοριά το ίδιο έθιμο γίνεται με παραλλαγές με το όνομα Ραγκουτσάρια. Η λέξη Μωμόγεροι, προέρχεται από το μίμος ή μώμος και το γέρος και συνδέεται με τις μιμητικές τους κινήσεις. Φοράνε τομάρια λύκων ή τράγων ή είναι ντυμένοι με στολές ανθρώπων οπλισμένων με σπαθιά και έχουν τη μορφή γέρων. Οι Μωμόγεροι προσδοκώντας τύχη για τη νέα χρονιά γυρίζουν σε παρέες ψάλλοντας τα κάλαντα και όταν οι παρέες συναντηθούν, κάνουν ψευτοπόλεμο μεταξύ τους ώσπου η μια ομάδα να νικήσει και η άλλη να δηλώσει υποταγή. Εκεί δηλαδή, που το καλό θα νικήσει το κακό.
Στην Κρήτη έχουν το έθιμο του Χριστόψωμου, που είναι έργο Θείο και έθιμο καθαρά Χριστιανικό και είναι το ευλογημένο ψωμί που θα στηρίξει τη ζωή του νοικοκύρη και της οικογένειας του.
Μαζεύονται οι γυναίκες του σπιτιού και χρησιμοποιούν καλό αλεύρι, ακριβά υλικά, όπως ροδόνερο, μέλι, σουσάμι, κανέλλα, μαχλέπι και γαρύφαλλα και όσο το ετοιμάζουν τραγουδούν:
“ο Χριστός γεννιέται, το φως ανεβαίνει, το προζύμι για να γένει”.
Πλάθουν το ζυμάρι και κρατάνε λίγη ζύμη, που θα φτιάξουν λουρίδες για το σταυρό επάνω στην κουλούρα και στο κέντρο της θα βάλουν ένα ολόκληρο καρύδι που συμβολίζει τη γονιμότητα. Στην υπόλοιπη επιφάνεια σχεδιάζουν σχήματα με το πιρούνι για να “βγάλουν το κακό μάτι” του κακού γείτονα και να “καρφώσουν την κακογλωσσιά”.
Στην Θράκη συνηθίζουν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες ολόκληρες πλεξούδες με σκόρδα που πάνω τους “καρφώνουν” μοσχοκάρφια για να διώξουν την κακογλωσσιά και να “καρφώσουν” την ευτυχία του σπιτιού τους.
Στα χωριά της Έδεσσας την παραμονή των Χριστουγέννων “παντρεύουν τη φωτιά”, δηλαδή παίρνουν ένα ξύλο με θηλυκό όνομα, πχ κερασιάς και ένα κλαδί με αρσενικό από αγκαθωτά δέντρα, πχ βάτο και τα βάζουν στο τζάκι να καούν. Ανάλογα με τον κρότο ή τη φλόγα τους προβλέπουν τα μελλούμενα είτε για τον καιρό, είτε για τη σοδειά τους.
Η λαϊκή μας παράδοση θέλει τα αγκαθωτά δέντρα να είναι αποτρεπτικά για τα δαιμονικά όντα και τους καλικάντζαρους.
Στην Πελοπόννησο, την παραμονή των Χριστουγέννων ο νοικοκύρης του σπιτιού, έψαχνε τα χωράφια και έβρισκε ένα μεγάλο και πολύ χοντρό ξύλο από πεύκο ή ελιά που το έβαζε στο τζάκι να σιγοκαίει όλο το δωδεκαήμερο. Πίστευαν ότι η στάχτη αυτή προφύλασσε το σπίτι και τα χωράφια από κάθε κακό και καθώς καιγόταν ζέσταινε τον Χριστό στη φάτνη.
Στην Κεφαλλονιά όλο το σόι συγκεντρώνεται στο σπίτι του πιο ηλικιωμένου. Στο πάτωμα βάνουν τρία δαυλιά “χιαστί”, ρίχνουν λάδι, τα ανάβουν και επάνω τους ακουμπάνε το Χριστόψωμο. Ψάλλουν το “η γέννηση σου Χριστέ ο Θεός…” έπειτα το κόβουν με το χέρι και το μοιράζουν. Ρίχνουν τα αναμμένα δαυλιά στο τζάκι και δειπνούν όλοι μαζί.
Τα μελομακάρονα ετυμολογικά έχουν αρχαιοελληνική προέλευση από το “μακαρωνία” με βάση τα ζυμαρικά όπου μακάριζαν τον νεκρό. Όταν περιλούστηκαν με σιρόπι μελιού έγιναν μελομακάρονα και καθιερώθηκαν από τους Μικρασιάτες Έλληνες σαν γλύκισμα των Χριστουγέννων με το όνομα “φοινίκια” από το σχήμα του καρπού του φοινικόδεντρου.
Οι κουραμπιέδες που σημαίνουν ξηρό μπισκότο στα Αζέρικα και τα Τούρκικα συμβολίζουν με τη ζαχαρένια χιονάτη παρουσία τους, την αγνότητα της γέννησης του Χριστού και την ευλογία στην οικογένεια.