«Μα εμένα η ελπίδα πια δε μου φτάνει,
εγώ δε θέλω να ακούω πια τραγούδια,
θέλω να τραγουδήσω…»
Ναζίμ Χικμέτ – Ενας αθεράπευτα ρομαντικός!
Της Δέσποινας Μακρινού
Σαν σήμερα το 1963, ο πιο ρομαντικός ποιητής, η σημαντικότερη φωνή της τουρκικής λογοτεχνίας, εγκατέλειψε την ζωή που τόσο λάτρευε, σε ηλικία μόλις 61 ετών. Πέθανε απο καρδιακή προσβολή εξόριστος σε νοσοκομείο της Μόσχας.
Ο Ναζίμ Χικμέτ Ραν, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 15 Ιανουαρίου του 1902. Ο πατέρας του Ναζίμ Χικμέτ Μπέης, ήταν υπάλληλος του Υπουργείου Εξωτερικών και η μητέρα του Αϊσέ Τζελιέ Χανούμ, ζωγράφος.
«Γεννήθηκα στα 1902, δεν ξαναγύρισα στη γενέτειρά μου
δε θα ’θελα να ξαναγυρίσω.Τριών χρονών, εγγονός του Πασά, βρισκόμουν στη Δαμασκό, στα δεκαεννιά μου φοιτητής στη Μόσχα, στα σαράντα εννιά πάλι στη Μόσχα κι από τα δεκατέσσερά μου γράφω στίχους. Άλλος ξέρει τα χόρτα ένα προς ένα, άλλος ξέρει τα είδη όλων των ψαριών, εγώ έμαθα κάθε είδος χωρισμού. Άλλος γνωρίζει απ’ έξω όλα τα ονόματα των άστρων, Εγώ έμαθα όλα τα ονόματα των πόθων κι όχι μόνο τα ονόματα. Κοιμήθηκα σε φυλακές και σε ξενοδοχεία μεγάλα πείνασα, στη φυλακή έκαμα απεργία πείνας και, θαρρώ, δεν υπάρχει φαγητό που να μην το ’χω δοκιμάσει.Στα τριάντα μου θέλησαν να με κρεμάσουν, στα σαράντα οχτώ μου μού ’δωσαν το Βραβείο Ειρήνης, στα τριάνταέξι μου πέρασα έξι μήνες σ’ ένα κελί από μπετόν τεσσάρων μέτρων. Στα πενηνταεννιά μου πέταξα σε δεκαοχτώ ώρες από την Πράγα στην Αβάνα. Τον Λένιν, όχι, δεν τον είδα, μα στα 1924 στάθηκα φρουρός πλάι στο φέρετρό του κ’ η επίσκεψή μου, στα 1961, στο Μαυσωλείο του, γράφτηκε στα βιβλία. Θελήσανε να με πετάξουν απ’ το κόμμα, μα δεν το πέτυχαν, και δε συντρίφτηκα κάτω απ’ τα είδωλα που γκρεμίζονταν.»
Ο Ναζίμ Χικμέτ, ο αγαπημένος φίλος του Γιάννη Ρίτσου, ο αισιόδοξος κομμουνιστής που αγαπούσε τη ζωή, αγαπούσε να ανασαίνει με απίστευτη λαχτάρα και θάρρος κάθε στιγμή, κατέκτησε την αθανασία πληρώνοντας υψηλό τίμημα. Αφουγκράστηκε με ευαισθησία και ενσυναίσθηση τον ανθρώπινο πόνο, ένοιωσε την αξία της ζωής, έκανε ποίηση τον ανθρώπινο πόθο, ύμνησε τον έρωτα του συντρόφου.
“Είναι όμορφη η ζωή αδελφέ μου“. Έζησε μιά ζωή κυνηγημένος, διωγμένος. Φυλακίστηκε, βασανίστηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο. Χάρισε τη ζωή του στον αγώνα για ελευθερία, ισότητα, αλληλεγγύη. Δεν το μετάνοιωσε ποτέ!
“Εδώ και τόσα χρόνια η ζωή μου είναι ρομαντική. Είναι ο ρομαντισμός του επαναστάτη που καλπάζει πάνω στο άλογό του. Ίσως είναι βασανιστικός, ίσως αιμοσταγής, ποιος ξέρει…Πού τρέχει ο έφιππος; Τις περισσότερες φορές στο θάνατο. Αλλά για μια ζωή πιο όμορφη, πιο δίκαιη, πιο γεμάτη, πιο βαθιά”.
Δεν έπαψε να εργάζεται για τα ιδανικά του ακόμη και έγκλειστος στις φυλακές, όπου πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Προέτρεπε τους συντρόφους του στη φυλακή, πως “Να μάθουν να πετούν, αύριο ίσως μας πάρουν τους δρόμους. Ίσως, σκέφτομαι κάποιες στιγμές, ίσως αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να μάθουμε να πετάμε… Όταν ακόμα περισσότερους δρόμους μας πάρουν, όταν πιότερο τους φράχτες ψηλώσουν, και οι λαβύρινθοι τους δεν έχουν έξοδο”.
Ακόμη και η τελευταία του επιθυμία να θαφτεί στην Ανατολία συνάντησε την ανάλγητη στάση του τουρκικού καθεστώτος.
“Θάψτε με στην Ανατολία. Σ’ ένα κοιμητήρι χωριού. Κι αν γίνεται ένα πλατάνι νά ’ναι πάνω απ’ το κεφάλι μου. Αυτό μου φτάνει».
Αχ Ναζίμ Χικμέτ, μεγάλε λυρικέ ποιητή “την πιο όμορφη θάλασσα , αυτή που δεν έχουμε ακόμη ταξιδέψει, τραγουδάμε μαζί σου, γιατί νοιώθουμε ότι ο στίχος σου έμεινε, παραμένει ανεκπλήρωτος. Γιατί αυτό που ήθελες να μας πείς δεν μας το έχεις πει ακόμα” ούτε σε μας, αλλά ούτε και στο λαό σου!