Η σύλληψη της ιδέας για την κατασκευή των ανακτόρων
Απο το αρχείο του Θανάση Κάππου
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας το 1831, ξεκινούν οι συζητήσεις για την πρώτη πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους. Με πρώτες και βασικές προτάσεις το Ναύπλιο, το Άργος, τη Σύρο, τον Πειραιά και τα Μέγαρα.
Για κάποιους εξωγενείς παράγοντες βασικό φαβορί ήταν και η Αθήνα. Τα αρχαιολογικά μνημεία, οι κλιματολογικές συνθήκες και η επιλογή της από μεγάλη μερίδα ομογενών της έδιναν ένα αδιόρατο πλεονέκτημα.
Η Κυβέρνηση καλεί για το συγκεκριμένο θέμα Υπουργικό Συμβούλιο στις 15 Μάιου 1833 χωρίς όμως να ληφθεί καμία απολύτως ουσιαστική απόφαση. Ενώ στο μεταξύ τα πράγματα μπήκαν στη σωστή τους σειρά κατά ένα τρόπο θα μπορούσαμε να πούμε “μαγικό”.O Βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος ήθελε την Αθήνα κυρίως λόγω της μεγάλης αγάπης του για την προγενέστερη ιστορία της.
Ο Στρατηγός Μακρυγιάννης μαζί με τους πρόκριτους της Αθήνας, Πετράκη και Καλλιφρονά κινήθηκαν προς την ίδια κατεύθυνση. Φτάνοντας μάλιστα στο σημείο ο Μακρυγιάννης να στείλει το πρώτο διάστημα του 1833 να στείλει προσωπικό μήνυμα με αποδέκτες τον Βασιλιά ΌΘωνα, τον Άγγλο Ναύαρχο της Μεσογείου Μάλκομ και τον πρόξενο της Ρωσίας Ιωάννη Παπαρηγόπουλο για να προβλέψουν ώστε άμεσα να φύγουν οι Τούρκοι από την Ακρόπολη.
«Αν δε το κάμα μέχρι τώρα είναι γιατί σέβομαι τις γραφές και ξέρω πόσο κόπιασε ο τόπος για να τις αποχτήση» έγραφε.
Στις 2 Απριλίου 1833 φεύγουν και οι τελευταίοι Τούρκοι από την Ακρόπολη. Ένα τάγμα του Βαυαρικού πεζικού παραλαμβάνει την Ακρόπολη μαζί με τον τοποτηρητή της Μητρόπολης των Αθηνών Επίσκοπο Ταλαντίου Νεόφυτο.
Ο οποίος ευλόγησε τα στρατεύματα και ήταν ο πρώτος που χτύπησε τις καμπάνες του Αή Νικόλα του Ραγκαβά μετά από τετρακόσια χρόνια. Οι Αθηναίοι είχαν να κάνουν ελεύθερη γιορτή τετρακόσια χρόνια και να ακούσουν τον ήχο της καμπάνας.
Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να καταστρέψουν τις εκκλησίες των χριστιανών, έβγαλαν όμως όλες τις καμπάνες, ενώ όσες δεν κατέβασαν δεν τους επέτρεψαν να τις χτυπήσουν ποτέ.
Στην Αθήνα η μόνη εκκλησία που είχε καμπάνα ήταν αυτή του Αη Νικόλα του Ραγκαβά, γι΄ αυτό μόλις έφτασε ο Όθωνας οι προύχοντες της πόλης σκέφτηκαν να την φτιάξουν.
Η Αθήνα ήταν έτοιμη να αλλάξει εικόνα και τα κόμματα της εποχής είχαν πάρει θέσεις “μάχης”.
Ο Λέων Φον Κλέντσε αρχιτέκτονας και γενικός έφορος της βαυαρικής αυλής φτάνει τον Ιούλιο του 1834 στην Αθήνα για να επιβλέψει την τοπογράφηση και να δώσει τη συγκατάθεση του στο σχέδιο Κλεάνθη-Σάουμπερτ.
Το σχέδιο του Κλεάνθη κάλυπτε μια επιφάνεια 4.800 στρεμμάτων και ένα πολύ μικρό αριθμό σπιτιών, έκταση σαφώς ελάχιστη για τα δεδομένα της νέας πρωτεύουσας.
Το σχέδιο για τη δημιουργία της νέας πόλης εγκρίνεται με διάταγμα που υπογράφτηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 1834 με σημαντικά προβλήματα τα οποία αποτελούσαν εμπόδιο για τη δημιουργία της νέας πόλης.
Ο Όθωνας φτάνει στην Αθήνα την 1η Δεκεμβρίου 1834 από το Ναύπλιο και τον υποδέχεται ο Πρόεδρος της Δημογεροντίας Γιαννάκος Βλάχος. Του προσφέρει ένα κλωνάρι από την ελιά του Πλάτωνα, μια ελληνική κάτασπρη φουστανέλα με ολόχρυσα σιγκούνια η οποία είχε στα πόδια της μια κορδέλα άσπρη και γαλάζια.
Μένει στο σπίτι του Χιώτη τραπεζίτη Κοντόσταυλου στην οδό Κολοκοτρώνη, χώρος ο οποίος χρησιμοποιήθηκε ως έδρα της πρώτης Βουλής. Μαζί του όπως ήδη αναφέραμε ήρθαν και οι δημόσιες υπηρεσίες μαζί με το προσωπικό τους, γεγονός που δημιούργησε σημαντικά προβλήματα.
Η καταγραφή των οικοπέδων στην Αθήνα δημιούργησε αντιδικίες ανάμεσα στις δύο κομματικές παρατάξεις. Η αντικυβερνητική παράταξη των Μακρυγιάννη, Πετράκη και Καλλιφρονά κατηγόρησε τους κυβερνητικούς του Κωλλέτη πως πήραν τη μεγαλύτερη μερίδα των οικοπέδων στην καταγραφή και τις καλύτερες θέσεις.
Ο Μακρυγιάννης μη μπορώντας να αντέξει την αδικία γράφει αναφορά προς τον Αντιβασιλέα ΄Αρμανσμπεργκ μαζί με υπογραφές από τους Αθηναίους προκρίτους για να θίξουν το θέμα.
Ο Κωλλέτης ξέροντας πόσο δημοφιλής ήταν ο στρατηγός στην Αθήνα της εποχής στέλνει τον αρχιτέκτονα Κλεάνθη για να τον πείσει ώστε να μην προχωρήσει στη συγκεκριμένη αναφορά.
«Νομίζω στρατηγέ μου, ότι δεν είναι σωστό κάθε αδικημένος πολίτης να απευθύνεται στον Αντιβασιλέα για τα προβλήματα του. Άλλωστε πρέπει να προσέξης διότι μια τέτοιου είδους αυθαίρετη ενέργεια μπορεί να σε στείλη στο Ναύπλιο φυλακή. Άλλωστε μην ξεχνάς πως ο Κωλλέτης είναι Υπουργός».
Ο Μακρυγιάννης έξαλλος του απαντά.
«Άκου δω να σου πω συμβουλάτορα. Εγώ μασκαράς δε γίνομαι. Aν ο κάθε αδικημένος δεν παραπονεθεί στην κυβέρνηση τότε σε ποιόν θα παραπονεθεί;
Πες στον Κωλλέτη πως αύριο κιόλας θα διπλώσω την αναφορά και θα την πάω ο ίδιος στον Αντιβασιλέα για να του τα πω κι ένα χεράκι. Κι ας μου κάνει ό,τι κουσούρι μπορέση».
Το επόμενο πρωί φτάνει στο σπίτι του Αντιβασιλέα στην οδό Πειραιώς και του παρουσιάζει τα γεγονότα. Ο Αρμανσμπεργκ ξέροντας τη δημοτικότητα του Στρατηγού ακούει τα αιτήματα του. Αναγνωρίζει το δίκιο του δίνοντας αμέσως διαταγή για να τροποποιηθεί το διάταγμα για τη διανομή των οικοπέδων που ο ίδιος είχε υπογράψει.
Σημαντικό όμως σημείο στη δημιουργία της Αθήνας της νέας εποχής έπρεπε να έχει και η τοποθεσία που θα κτίζονταν τα Βασιλικά Ανάκτορα. Ο Κλέντσε είχε πάρει εντολή από τον βασιλιά Λουδοβίκο φεύγοντας από το Μόναχο να δημιουργήσει ένα αρχιτεκτονικό σχέδιο για τα ανάκτορα το οποίο θα προέβλεπε κάλυψη από τη θάλασσα και τα πυροβόλα των πολεμικών πλοίων.
Επίσης, δεν έπρεπε να υπάρξει καμία αλλαγή και ανάμειξη των μνημείων της αρχαιοελληνικής εποχής στη δημιουργία των νέων κτιρίων.
Το πρώτο σχέδιο του 1832 προέβλεπε σύμφωνα με τον Σταμάτη Κλεάνθη την τοποθέτηση των Ανακτόρων εκεί που σήμερα βρίσκεται η Πλατεία Ομονοίας.
Στη βορειοδυτική πλευρά της νέας πρωτεύουσας, ενώ αντίθετα ο Κλέντσε εκτιμούσε πως τα Ανάκτορα έπρεπε να κτιστούν στη δυτική πλευρά του Θησείου στην Πλατεία Ασωμάτων για να περιλαμβάνονται σε αυτά και τα αρχαία της ευρύτερης περιοχής.
Το Δεκέμβριο του 1833 φτάνει στην Αθήνα ο βασιλιάς της Βαυαρίας συνοδευόμενος από τον αρχιτέκτονα Φ. Γκαίρτνερ για να δώσει τη συγκατάθεση του για τον τελικό χώρο των Ανακτόρων
Απορρίπτει από την αρχή το Θησείο λόγω του χαμηλού υψιπέδου της περιοχής και της δυσοσμίας που έβγαινε από τον ποταμό Κηφισό. Εξετάζοντας αμέσως δύο νέες τοποθεσίες. Την θέση Γεράνι κοντά στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου στην Ομόνοια και ένα σημείο κοντά στην οικία του Όθωνα στην οδό Κολοκοτρώνη.
Ο Γερμανός αρχιτέκτονας διαφωνεί και με τις δύο περιοχές αναζητώντας για τα Ανάκτορα μια περιοχή η οποία θα μπορούσε να προσδώσει κύρος. Περπατώντας σε ολόκληρη την Αθήνα καταλήγει ίσως στο επιβλητικό σημείο της πόλης την εποχή εκείνη το λόφο της Μπουμπουνίστρας, μια περιοχή μεταξύ του Λυκαβηττού και της Πύλης του Ανδριανού.
Μια περιοχή με την οποία αμέσως συμφώνησε ο Βασιλιάς Λουδοβίκος, έχοντας γραφτεί μάλιστα πολλά για την προτίμηση στην συγκεκριμένη περιοχή. Η επιθυμία όλων ήταν να βρεθεί μια περιοχή στην οποία θα υπήρχε ο καλύτερος δυνατός αέρας. Αποφασίστηκε να τοποθετηθούν σε διάφορες περιοχές της Αθήνας νωπά κομμάτια από κρέας μοσχαριού, ώστε να παρακολουθήσουν σε ποια περιοχή θα υπήρχε το καλύτερο κομμάτι από άποψη διατήρησης και να καταλήξουν στην τελική τοποθεσία.
Η μια εκδοχή για την επιλογή του Λόφου της Μπουμπουνίστρας: Η λέξη Μπουμπουνίστρα προήλθε από τη βρύση που βρίσκονταν στη βορεινή πλευρά του σημερινού κήπου, λόγω του ότι το ξεχείλισμα του νερού πάνω στη βρύση πάφλαζε αφήνοντας έναν ήχο σαν μπουμπουνητό.
Η τοποθεσία επελέγη από τον Γκαίρτνερ γιατί βρίσκονταν σε μεγαλύτερο υψόμετρο από τις υπόλοιπες περιοχές δίνοντας στον υπό κατασκευή χώρο μεγαλύτερη επιβλητικότητα και μεγαλοπρέπεια. Τόσο στην Αθήνα της εποχής, όσο και στη μελλοντική της ανάπτυξη.
Ό λόφος βρίσκονταν σε ύψος τριών μέτρων με πέτρα τετραγωνισμένη, μια συλλέκτρα αμιβαδωτή κι ένα μαρμάρινο κρουνό. Στα δεξιά υπήρχαν δύο μεγάλα κράσπεδα φτιαγμένα από μεγάλους μαρμάρινους κύβους οι οποίοι αποτέλεσαν υπολείμματα ενός διαδρόμου του ιερού βράχου της Ακρόπολης.
Ο χώρος για να μπορέσει να διαμορφωθεί ώστε να καλυφθούν στο σύνολο τους οι νέες ανάγκες έπρεπε να υποστεί σημαντικές αλλαγές και τροποποιήσεις. Υπήρχαν πολλές πέτρες και ρέματα τα οποία έπρεπε να ισοπεδωθούν για να προχωρήσει η νέα θεμελίωση του χώρου.
Ό ίδιος ο Βασιλιάς Λουδοβίκος επιβλέπει προσωπικά τις εργασίες της χάραξης και της διαμόρφωσης του χώρου που ξεκίνησαν στις 2 Ιανουαρίου 1836. Εκατόν πενήντα Bαυβαροί εργάτες του τάγματος μηχανικού δουλεύουν εντατικά για την ισοπέδωση της πλαγιάς της Μπουμπουνίστρας, με την κυβέρνηση στον προϋπολογισμό του 1836 να έχει εγγράψει μια πίστωση της τάξης των 500.000 δρχ. για την κατασκευή των Ανακτόρων.
Μια δαπάνη που ήταν δυσβάσταχτη για το ελληνικό κράτος της εποχής, γεγονός που έγινε αμέσως κατανοητό από τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο ο οποίος αποφάσισε την ανάληψη της δαπάνης εξ΄ ολοκλήρου από τη Βαυαρική αυλή.
Η αρχιτεκτονική σχεδίαση του κτιρίου ανατέθηκε στον Γκαίρτνερ, ο οποίος με τη βοήθεια του γερμανού αρχιτέκτονα Ρίντελ και του υπολοχαγού του Βαυαρικού μηχανικού Χωχ προσαρμόζουν το σχεδιασμό του κτιρίου με βάση το πολεοδομικό σχέδιο του Κλέτσε.
Το δάνειο για την κατασκευή των Ανακτόρων έγινε από το Βασιλικό Ταμείο της Βαυαρίας προς τον Όθωνα ο οποίος πρακτικά δεν μπόρεσε ποτέ να το αποπληρώσει. Απέστειλε κάποιες δόσεις προς τον πατέρα του χωρίς όμως μπορεί να αποπληρώσει το υπόλοιπο μέχρι το 1848 που παραιτήθηκε. Το υπόλοιπο χαρακτηρίστηκε ως χρέος προς την Ελλάδα από το Βαυαρικό Δημόσιο το οποίο το 1878 με τη συνθήκη του Βερολίνου και τη θέση του Βίσμαρκ επετεύχθη η εξόφληση του.
Όλα αυτά σε μια Αθήνα στην οποία σύμφωνα με την απογραφή του 1838 (πρώτη απογραφή του πληθυσμού), έχουμε 723 γεννήσεις , 148 γάμους, 493 θανάτους και τον συνολικό πληθυσμό της πόλης να φτάνει στους 16.588 κατοίκους. Το 1840 ο πληθυσμός της πόλης έφτασε στους 18.973 κατοίκους, το 1894 τα σπίτια στην Αθήνα ήταν 11.148 και ο πληθυσμός έφτασε στους 130.000 κατοίκους.
Ο Γκαίρτνερ αποτελούσε έναν από τους διαπρεπέστερους αρχιτέκτονες της Ευρώπης έχοντας σχεδιάσει την Πινακοθήκη, τα Βασιλικά Ανάκτορα του Μονάχου και το Ερμιτάζ στην Αγία Πετρούπολη μετά από προσωπική παράκληση του Τσάρου.
Την ζωγραφική του χώρου ανέλαβαν οι ζωγράφοι Γιόχαν Σραούντολφ και Γιόζεφ Κράντσεμπεργκ σε μια Αθήνα που έκανε αργά αλλά σταθερά βήματα για την οργάνωση του κράτους.
Οι πρώτες δημοτικές εκλογές έγιναν από τις 15-20 Μαρτίου του 1835 στις οποίες ψήφισαν 800 ψηφοφόροι και εξελέγη η αντικυβερνητική παράταξη με επικεφαλής τον γιατρό Ανάργυρο Πετράκη.
Στις δημοτικές εκλογές του 1840 οι κάτοικοι της Αθήνας χωρίστηκαν σε δύο παρατάξεις, τους αυτόχθονες και τους ετερόχθονες. Οι αυτόχθονες απέκλεισαν τους «φερτούς», από το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, ενώ οι άλλοι αποκάλεσαν τους άλλους «Αλήτας».
Ο θεμέλιος λίθος των Ανακτόρων μπήκε τις 26/1/1836 με την παρουσία σχεδόν ολόκληρης της Αθηναϊκής κοινωνίας και τον Γκαίρτνερ να επισημαίνει:« Όταν έδωσαν εις τον νεαρό Βασιλέα την σφαίρα και εκείνος με παιδικήν αφοσίωσην την παρέδωσε εις τον πατέρα του Βασιλέα Λουδοβίκον, αυτός με δάκρυα εις τα μάτια ενηγκαλίσθη το παιδί του υπό τα βλέμματα του συγκεκριμένου αθηναϊκού λαού…..»
Μετά την ανακήρυξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας του νεοσύστατου ελληνικού κράτους άρχισαν να έρχονται στην Αθήνα για να χτίσουν τα σπίτια τους πλούσιοι Έλληνες από το εξωτερικό και φτωχότεροι από άλλες περιοχές της Ελλάδας για να βρουν μια καλύτερη τύχη.
Ομογενείς όπως ο Συγγρός, ο Μελάς και ο Μπαλτατζής, έχτισαν λαμπρά μέγαρα και συνέβαλαν σημαντικά στην πολιτιστική και οικονομική ανάκαμψη του τόπου.
Το όλο σχέδιο των Ανακτόρων είχε ως βάση ένα μεγάλο κτίριο το οποίο θα βρίσκονταν στη μέση όλου του χώρου με τρεις ορόφους, το ισόγειο και δύο κύριες εισόδους.
Ο Όθωνας στις 20 Μάιου 1835 γίνεται είκοσι χρονών με τις τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία), είχαν εξουσιοδοτήσει τον βασιλιά Λουδοβίκο να ορίσει αντιβασιλείς για να συνεπικουρήσουν τον Όθωνα στο έργο του.
Ο καθηγητής του Χαιλδεβέργης Μάουερ, ο υποσρατηγός Χέιδεκ και δυο ακόμη μέλη, ο Γραίνερ και ο Άμπελ έπρεπε να ασκήσουν την Αντοβασιλεία μέχρι τις 20 Μάιου 1835.
Το πρωί εκείνης της μέρας ο Όθωνας επισκέφτηκε την εκκλησία-Μητρόπολη της Αγίας Ειρήνης για να παρακολουθήσει τη δοξολογία, με την τελετή στέψης να γίνεται στο χώρο των Ανακτόρων αφού δεν επιτρέπονταν σε μη Ορθόδοξο Βασιλιά να στεφθεί μέσα σε αυτή.
Σημαντικές προσωπικότητες της χώρας, μέλη του Διπλωματικού Σώματος παρακολούθησαν την τελετή, η οποία στο τέλος έκλεισε με 101 κανονιοβολισμούς από τα πυροβόλα της Σταχτοθήκης του Κεραμεικού.
Το πρώτο διάγγελμα του Όθωνα διαβάστηκε από τον Γεώργιο Ψύλλα που ήταν ο επίσημος διερμηνέας του Βασιλιά προς τον ελληνικό λαό και δημοσιεύτηκε στις 17 Ιουνίου 1835 στο πρώτο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβέρνησης του Βασιλείου της Ελλάδος.
Τυπώθηκε σε μεγάλες φυλλάδες με χτυπητά γράμματα στην ελληνική και γερμανική γλώσσα, ενώ τοιχοκολλήθηκε στους στρατώνες της φρουράς σε όλες τις μεγάλες ελληνικές πόλεις.
Tην ίδια βραδιά δόθηκε μεγάλη δεξίωση για τους καλεσμένους στην αίθουσα χορού των πρόσκαιρων ανακτόρων η οποία είχε στρωθεί με μεταξωτό ύφασμα.
Ο νέος βασιλιάς ήθελα να καλεστούν όλα τα σημαντικά πρόσωπα της Ελλάδας της εποχής και κατά κύριο λόγο οι οπλαρχηγοί, θέλοντας να δημιουργηθεί ένα κλίμα ομόνοιας και σύμπνοιας αναφορικά με τη νέα κατάσταση.
Επίσης, ο Όθωνας θέλοντας να δείξει ένα διαφορετικό πρόσωπο και χαρακτήρα, διέταξε την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη, που η τριανδρία της Αντιβασιλείας τον κρατούσε παράνομα φυλακισμένο στο Παλαμήδι από τον Μάιο του 1834.
Αγνοώντας τις ενστάσεις των δικαστών Τερτσέτη και Πολυζωίδη που είχαν μειοψηφήσει σε ένα τόσο αρνητικό από κάθε άποψη γεγονός. Αποφυλακίζοντας τον του δίνει θέση συμβούλου της Επικρατείας, γεγονός που δημιουργεί σημαντικές εντάσεις στα πολιτικά πράγματα της εποχής.
Παράλληλα ο Όθωνας για να μπορέσει να εξυπηρετήσει τις χωροταξικές ανάγκες της βασιλικής κατοικίας, του παραχωρούνται στο ανατολικό μέρος της Πλατείας Κλαυθμώνος τρεις συνεχόμενες κατοικίες( Αφθονίδη, Βούρου και Μαστρονικόλα), για να τις χρησιμοποιήσει ως εναλλακτική βασιλική κατοικία.
Ο χώρος του μεγάρου Κοντόσταυλου στην οδό Κολοκοτρώνη που χρησίμευε ως προσωρινή βασιλική κατοικία ήταν ιδιαίτερα μικρός μη μπορώντας να ικανοποιήσει τις βασιλικές ανάγκες.
Η τελετή θεμελίωσης των ανακτόρων αποφασίστηκε να γίνει στις 5 Φεβρουαρίου 1836 έχοντας πρώτα διαμορφωθεί το ξέφωτο της Μπουμπουνίστρας.
Ο βασιλιάς Λουδοβίκος επέμενε πως ο Όθωνας στη γιορτή για τη θεμελίωση του χώρου έπρεπε να φοράει φουστανέλα, την παραδοσιακή ελληνική φορεσιά ώστε να νοιώθει περισσότερο σαν Έλληνας.
Σε βαθμό που μάλιστα απεστάλη η ατμοκίνητη φρεγάτα «Μήδεια» στο Ναύπλιο για να παραλάβει τον Σταύρο Κρεμμύδα, έναν από τους καλύτερους ράφτες ελληνικών ενδυμασιών στη χώρα ώστε να ετοιμάσει άμεσα τη στολή του Όθωνα για το μεγάλο γεγονός.
Εργάστηκε τρεις μέρες μαζί με το γνωστό Έλληνα ράπτη της εποχής Κωσταντή Κωσταρέλλο από την Αίγινα και δυο κεντήστρες για τη δημιουργία της στολής.
Δημιούργησαν ένα πραγματικό κομψοτέχνημα. Μια φουστανέλα η οποία ήταν μακρύτερη από τη συνηθισμένη με πιο πλούσια κρόσια και ένα γιλέκο μπλε σκούρο με βελούδο.
Μαζί με βελούδινες περικνημίδες και χρυσή γαρνιτούρα, αποτέλεσε το νέο τύπο φορεσιάς που υιοθετήθηκε από τον ΄Οθωνα και τον Λουδοβίκο, περισσότερο όμως υιοθετήθηκε από τους Έλληνες οπλαρχηγούς που την καθιέρωσαν ως στολή για τις επίσημες τελετές. Φτάνοντας μάλιστα στο σημείο ο Όθωνας να διατάξει με διάταγμα την υιοθέτηση της ως επίσημη ελληνική στολή.
Την επόμενη μέρα πραγματοποιήθηκε η καθιερωμένη δοξολογία στη Μητρόπολη της Αγίας Ειρήνης, ενώ αμέσως μετά το πέρας της τελετής όλοι οι επίσημοι κατευθύνθηκαν στο λόφο της Μπουμπουνίστρας για την τελετή της θεμελίωσης.
Στην αριστερή πλευρά κάθονταν οι επιφανείς Έλληνες αγωνιστές και στη δεξιά πλευρά όλοι οι επίσημοι στο πρόχειρο αμφιθέατρο που είχε στηθεί για τις ανάγκες της περίστασης.
Επίσης, 10.000 Έλληνες από τις γύρω περιοχές είχαν φτάσει νωρίς το πρωί για να παρακολουθήσουν μια μοναδική για τα δεδομένα της εποχής τελετή.
Ο Αρχιεπίσκοπος ξεκινώντας την τελετή ευχήθηκε μακροζωία και επιτυχίες στον βασιλιά για την νέα του κατοικία, ενώ αμέσως μετά ο αρχιτεχνίτης ξεκίνησε το στρώσιμο της λάσπης.
Στη συνέχεια ο Όθωνας γονατίζει φτάνοντας μπροστά στον πρωτομάστορα τοποθετώντας επτά χρυσά χαρτονομίσματα επάνω στη λάσπη και μια μαρμάρινη πλάκα που είχε χαραγμένα τα παρακάτω:
«ΓΗ ΜΗΤΕΡ ΔΕΧΟΥΜΕ ΕΥΜΕΝΩΣ ΛΙΘΟΝ ΘΕΜΕΛΙΟΝ ΟΘΩΝΟΣ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΕΝ ΔΟΜΗ 1834»
Στη συνέχεια ο Οθωνας χαιρετώντας όλους τους προσκεκλημένους σταμάτησε στην αριστερή πλευρά που βρίσκονταν οι Έλληνες αγωνιστές. Συζήτησε μαζί τους για αρκετή ώρα και τους κάλεσε στη μεσημεριανή δεξίωση. Σημειώνοντας χαρακτηριστικά πως η απλότητα τους είναι θέμα εμπιστοσύνης.
Tοποθετούσε συχνά τους αγωνιστές σε υψηλές κρατικές θέσεις, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την περίπτωση του Σουλιώτη οπλαρχηγού Κίτσου Τζαβέλα στον οποίο ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης, και αυτός μάταια προσπαθούσε να αρνηθεί φωνάζοντας πως είναι αγράμματος.
Για την κατασκευή των ανακτόρων χρειάστηκαν αρκετοί τόνοι μάρμαρο που μεταφέρθηκαν από το εγκαταλελειμμένο για περισσότερα από δύο χιλιάδες χρόνια λατομείο της Πεντέλης, τούβλα από τα καμίνια του Μοσχάτου και το κυριότερο διακόσιοι καλλιτέχνες κτίστες από τη Σύρο και τη Νάξο.
Το σύνολο των κτισμάτων ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 1840, όποτε τοποθετήθηκε η σκεπή, γεγονός που γιορτάστηκε με ξεχωριστή λαμπρότητα από τον Όθωνα.