Η δύναμη των βλεμμάτων
Γράφει η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση
« ..:Και η Στέλλα, η Εβραία φίλη της μητέρας της ήταν η καλύτερη «δασκάλα» που η μικρή Xριστιανή Ελοίζ είχε ποτέ και δεν περνά ούτε μια μέρα χωρίς να τη σκέφτεται: της έμαθε τα σημαντικότερα, τα πιο πολύτιμα: “να μη την τυφλώνουν οι πυγολαμπίδες .Να τραγουδάει το «με χίλια ονόματα μια χάρη». Να πέφτει στη φωτιά όταν ερωτεύεται. Να θέλει να μην μεγαλώσει ποτέ ο Πίτερ Παν. Να ξέρει ποιοι είναι οι αληθινοί ήρωες. Να πιστεύει στις «αλφαβήτους» που δεν τέλειωσαν ποτέ. Να γνωρίζει δηλαδή ότι τα πιο σημαντικά είναι αυτά που δεν ειπώθηκαν. Αλλά θα ειπωθούν, θα ειπωθούν, αργά ή γρήγορα, μια έναστρη νύχτα….»
Τ.Μ.Σ.
Το γράμμα ήταν παλιό, κιτρινισμένο, γραμμένο με στυλό μελάνης. Σε ένα φάκελο χωρίς όνομα ή διεύθυνση. Η Ελοϊζ το ανακάλυψε τυχαία, καθώς ξεκαθάριζε κάποια ρούχα για να τα στείλει σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Πλάι στο φάκελο στην τσέπη του ανδρικού παλτού ένα μαντήλι με το άρωμα της λευκής αζαλέας. «Της αγαπημένης του, σίγουρα» σκέφθηκε διαβάζοντας το γράμμα.. Το άρωμα είχε διατηρηθεί μαγικά, δεν είχε εξατμισθεί. Και άρχισε να διαβάζει:
«Πόση δύναμη έχει το βλέμμα; Πόση δύναμη έχουν τα μάτια σου, αγάπη μου; Πως με κάνεις και βυθίζομαι μέσα τους και κολυμπάω στις λίμνες και τη θάλασσά τους; Ήθελα να σου πω, μην με κοιτάς γιατί χάνομαι, βυθίζομαι σε έναν κόσμο που είναι μόνο δικός μας, εκεί είμαστε παιδιά, έφηβοι, ενήλικες, εκεί τα πράγματα έχουν το αληθινό τους νόημα. Τι να σου πρωτοπώ; Aπo που να αρχίσω; Να σου πω ότι ανάμεσα σε όλους όταν συναντιόμαστε, εγώ βλέπω μόνον εσένα; Ότι χάνομαι στη μουσική σου; Ότι στα όνειρά μου ανιχνεύω με την άκρη των δακτύλων μου τις μικρές ρυτίδες «γέλιου» γύρω από τα μάτια σου και τις πιο βαθιές στο μέτωπό σου; Oτι σε σφίγγω τόσο που δεν μπορείς να αναπνεύσεις και εσύ μου λες: «σφίξε με πιο δυνατά»; Αγαπημένη μου, ξέρω πως θα σε χάσω. Σε θέλω περισσότερο από όσο θέλησα οποιαδήποτε σε όλη μου τη ζωή. Ξέρω πως οι συγκυρίες είναι αντίξοες. Όμως δώσε μου ένα σημάδι, αγαπημένη μου….σε παρακαλώ. Πες μου ότι και εσύ χάνεσαι στα μάτια μου. Ότι κολυμπάς στη θάλασσά μου. Μην διστάζεις, μην αμφιταλαντεύεσαι. Το ξέρεις ότι είσαι δική μου, ότι πάντα ήσουν δική μου κι ας μην το ήξερες. Δεν αντέχω τη σιωπή σου. Σε παρακαλώ…..»
Το γράμμα σταματούσε ξαφνικά με το «σε παρακαλώ» έντονο, λες και ο αποστολέας ήθελε να σπάσει την πένα του στυλογράφου.
« Και που να ήξερες», σκέφθηκε η Ελοϊζ, «που να ήξερες ότι τώρα εγώ περνάω ό;τι πέρασες εσύ πριν τόσα χρόνια, και δεν τολμώ να του πω: «μίλησέ μου ή έστω κοίταξέ με, γιατί το βλέμμα σου είναι μαγικό, το χρώμα των ματιών σου είναι μαγικό και αλλάζει ανάλογα με το φως, αγαπημένε μου, αγαπημένε μου….δώσε μου ένα σημάδι, δεν αντέχω τη σιωπή σου»….
Είχε πέσει πια το σούρουπο. Η Ελοϊζ πήρε το γράμμα και το μαντήλι και το έβαλε στη μπιζουτιέρα της μητέρας της. « Θα το φυλάξω μαζί με τα διαμαντικά του ωκεανού» ψιθύρισε. Την έπνιγαν τώρα οι λυγμοί.
η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση είναι φιλόλογος και δημοσιογράφος