Η Φωτογράφος Ρενέ Ρεβάχ επιζητά την κάθαρση μέσα από ένα οδυνηρό ταξίδι στα στρατόπεδα εξόντωσης των προγόνων της.
Tehom- Στο Μουσείο Μπενάκη / Πειραιώς 138
Βρήκε το λευκό πλεκτό τραπεζομάντηλο, μέσα σε μια παλιά, φθαρμένη βαλίτσα. Ανήκε στην προγιαγιά της, που μαζί με τα τρία της παιδιά και τα εγγόνια της, δηλητηριάστηκαν στους θαλάμους αερίων των ναζιστικών στρατοπέδων της Πολωνίας. Οι στάχτες τους σκορπίστηκαν στους ποταμούς που βρίσκονταν κοντά στο Άουσβιτς. Όχι όμως και οι μνήμες τους… Η Ρενέ Ρεβάχ, με το λεπτό ύφασμα των προγόνων της που μαρτύρησαν, ξεκίνησε ένα ταξίδι αναζήτησης… Ξεκίνησε ένα οδοιπορικό στα στρατόπεδα εξόντωσης των Εβραίων, εκεί όπου ο παππούς της Αλβέρτος Ρεβάχ -μοναδικός επιζών της οικογένειας- δεν άντεξε να πάει…
Ο παππούς της, εύρωστος επιχειρηματίας της Θεσσαλονίκης, κατέβασε τα ρολά της εταιρείας και πήγε στην Αθήνα, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την πόλη, στις 9 Απριλίου 1941. Τον βοήθησε αρχικά ο Φρέντυ Σερπιέρης, ο οποίος τον τοποθέτησε στο Λαύριο, ως εργοδηγό και του έβγαλε ιταλική ταυτότητα. Τον Σεπτέμβριο του 1943, οι Γερμανοί τον συλλαμβάνουν μαζί με όλους τους Ιταλούς. Κατορθώνει να δραπετεύσει και φθάνει με τα πόδια στην Αθήνα. Εκεί, τον βοηθούν δυο παλιοί του φίλοι ο Νίκος και ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος της γνωστής επιχειρηματικής οικογένειας. Χωρίς δεύτερη σκέψη τον κρύβουν σε ένα διαμέρισμα στο Κολωνάκι. Τότε ήταν που γνώρισε και τη γιαγιά της Ρενέ, Σοφία Λοράνδου, την οποία και παντρεύτηκε.
«Οφείλω την ύπαρξή μου, στην οικογένεια Παπαδοπούλου», είπε συγκινημένος ο Ισίδωρος Ρεβάχ, πατέρας της Ρενέ, στα εγκαίνια της φωτογραφικής έκθεσης Tehom και του λευκώματος που τη συνοδεύει από τις εκδόσεις Καπόν.
«Αλβέρτο, μην τους περιμένεις πια… Δεν ζει κανένας…»
Ο Αλβέρτος Ρεβάχ, μόλις έφυγαν οι Γερμανοί από την Αθήνα, τον Οκτώβριο του 1944, ήλπιζε ότι θα επιστρέψουν από το Άουσβιτς, η μητέρα του, τα αδέλφια και τα τέσσερα ανίψια του… Ο παλιός του φίλος Χαΐμ Μπενβενίστε, που είχε γλιτώσει, γιατί γνώριζε άπταιστα γερμανικά, κι είχε τοποθετηθεί ως γραμματέας στο Μπίρκεναου, του είπε χωρίς περιστροφές: «Αλβέρτο, μην τους περιμένεις πια… Δεν ζει κανένας…»
Ο Αλβέρτος Ρεβάχ, στο άκουσμα της οδυνηρής αλήθειας, έκατσε τρεις μέρες και τρεις νύχτες ακίνητος στο μικρό μπαλκόνι που έβλεπε στον Ευαγγελισμό… Έκτοτε δεν μπόρεσε να επισκεφθεί ποτέ τους τόπους μαρτυρίου των δικών του ανθρώπων.
«Ο μοναδικός τρόπος να ταξιδέψεις στον Χρόνο, είναι η Αγάπη…»
Η Ρενέ Ρεβάχ, όπως αποκάλυψε στα εγκαίνια της φωτογραφικής έκθεσης, στεκόταν συχνά, ασάλευτη μπροστά στο πορτρέτο του παππού της, τον οποίο γνώριζε μόνο μέσα από αφηγήσεις και οικογενειακές φωτογραφίες. Παράλληλα, σκεφτόταν τα σκελετωμένα σώματα των προγόνων της, τα τρένα που τους μετέφεραν στοιβαγμένους, τους φούρνους μέσα στους οποίους κάηκαν… Τότε ήταν που ένιωσε έντονα την ανάγκη να συνδεθεί ψυχικά μαζί τους…
Κι όπως είπε στην εκδήλωση η ψυχολόγος Εύη Κόκκαλη, το διαγενεακό τραύμα κληροδοτείται από γενιά σε γενιά, είναι ανεπεξέργαστα συναισθήματα που κουβαλάμε μέσα μας…
Η Ρενέ, αναζήτησε τη θεραπεία και τη λύτρωση, με δύο διαδοχικά ταξίδια στα στρατόπεδα Μπίρκεναου και στο Άουσβιτς. Πρώτος της σταθμός, τα εγκαταλελειμμένα τρένα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης, όπου το πλεχτό μεταμορφώθηκε σε πέπλο και κουρτίνα μέσα στα σκοτεινά βαγόνια…
Σε κάθε της βήμα, απευθυνόταν νοερά στον παππού της… Φωτογράφισε μέχρι και τις σημύδες έξω από τους παγωμένους κοιτώνες, ως αδιάψευστους μάρτυρες της κόλασης, όπως είπε χαρακτηριστικά…αλλά και τα λιγοστά έπιπλα που έχουν απομείνει, τις μισάνοιχτες πόρτες, τους θαλάμους αερίων, το κυανό αποτύπωμα του θανατηφόρου Κυκλώνα Β πάνω στους υγρούς τοίχους.
«Μίλησα με τις ψυχές…»
«Στα στρατόπεδα, μίλησα με τις ψυχές… Προσευχήθηκα στον κοιτώνα γυναικών, όπου συνάντησα ένα παγιδευμένο, πολύχρωμο πουλί, που χτυπούσε επίμονα το τζάμι…» είπε η διακεκριμένη φωτογράφος, περιγράφοντας το οδοιπορικό της.
ΤΕΗΟΜ
Η φωτογραφική έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, δεν τιτλοφορείται τυχαία Tehom. Είναι μια βιβλική, εβραϊκή λέξη που σημαίνει αρχέγονο βάθος, άβυσσος. Ανοίγει με τη φωτογραφία του τρένου στη Θεσσαλονίκη και κλείνει με την ανάδυση στο φως από τα βάθη της Αβύσσου.
Περιλαμβάνει φωτογραφίες με κείμενα, βίντεο σε οθόνες και βιντεοπροβολές στον χώρο, που τις συμπληρώνει η πρωτότυπη μουσική του Μιχάλη Σιγανίδη.
Την επιμέλεια της έκθεσης, που θα διαρκέσει έως τις 19 Μαΐου, έχει ο ομότιμος καθηγητής Φωτογραφίας του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Κωστής Αντωνιάδης.
Έκδοση
Την έκθεση συνοδεύει καλαίσθητο, φωτογραφικό λεύκωμα, Renée Revah, TEHOM, από τις εκδόσεις Καπόν. Κι όπως γράφει στο βιβλίο, ο ερευνητής ανθρωπίνων συστημάτων, Γιώργος Βουζουλίδης:
«Όσοι επιζούν, θέλουν να ξεχάσουν, επιζητώντας το ανέφικτο. Τα παιδιά τους θέλουν να φύγουν και να ελευθερωθούν από τη βαριά ιστορία, και μόνο η Τρίτη Γενιά, τα εγγόνια, σε “απόσταση” από το τραυματικό γεγονός, μοιάζει να ωθείται από την ανάγκη αποκατάστασης και κάθαρσης»