|
Κείμενο και σκίτσο Γιάννης Κουτσοκώστας
Τον χαρακτήρισαν “ποιητή του φωτός”, “ποιητή της θάλασσας και του Αιγαίου”. O Οδυσσέας Ελύτης, που έφυγε από τη ζωή στις 18 Μαρτίου, το 1996, ήταν όλα αυτά. Κυρίως ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, ο δεύτερος Έλληνας μετά τον Σεφέρη, που τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, το 1979. Κορυφαίο έργο του θεωρείται το “Άξιον Εστί”, που μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη και έγινε κτήμα όλων των Ελλήνων.
Ο Ελύτης, Οδυσσέας Αλεπουδέλης ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της σπουδαίας για τον ελληνικό πολιτισμό “γενιάς του 30”. Ο ίδιος έλεγε ότι «από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ’ την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος».
Αυτή η ακροβασία ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και στον Ευρωπαϊκό μοντερνισμό σημάδεψαν το έργο του και τον οδήγησαν να αναπτύξει ένα ξεχωριστό ύφος γραφής, λυρικό, γλωσσικά πλούσιο και ταυτόχρονα παραδοσιακό και εθνικό. Άλλωστε σε αυτόν ανήκει η φράση “Εάν αποσυνδέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις”.
Σε ηλικία μόλις 16 ετών έρχεται σε επαφή με την ποίηση του Καβάφη, δύο χρόνια αργότερα διαβάζει Λόρκα και Ελιάρ και στέλνει με ψευδώνυμο τα πρώτα του ποιήματα σε περιοδικά της εποχής. Σημαντικό ρόλο στην πορεία του θα παίξει η γνωριμία του με τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τη λογοτεχνική παρέα των Σεφέρη, Θεοτοκά, Κατσίμπαλη και Καραντώνη, που εξέδιδε το πρωτοποριακό περιοδικό Νέα Γράμματα αλλά και τον Νίκο Γκάτσο με τον οποίο συνδέθηκε με μακρόχρονη και στενή φιλία.
Το πρώτο του ποίημα με τίτλο “ Του Αιγαίου” και μετο όνομα Ελύτης δημοσιεύεται στα Νέα Γράμματα, ακολουθούν το 1939 οι “Προσανατολισμοί”, η επιστράτευση ως ανθυπολοχαγού στην πρώτη γραμμή του πυρός στην Αλβανία, η ποιητική συλλογή “Ήλιος ο Πρώτος” το 1943 και το “Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας” το 1945.
Στη διάρκεια του εμφυλίου μετακομίζει στην Ελβετία και τελικά εγκαθίσταται στο Παρίσι, όπου γνωρίζει την αφρόκρεμα της γαλλικής τέχνης και διανόησης (Πωλ Ελιάρ, Αλμπέρ Καμί, Πικάσο, Ματίς Σαγκάλ κ.α.).
Πιο ώριμος από ποτέ επιστρέφει το 1952 στην Ελλάδα, αναλαμβάνει διευθυντής προγράμματος στο τότε ΕΙΡ και κυκλοφορεί το 1959 το “Άξιον Εστί”, το κορυφαίο έργο του, το οποίο θα γίνει ευρύτερα γνωστό όταν θα “συναντηθεί” με τη μουσική μεγαλοφυΐα του Μίκη.
Ήταν η κορυφαία στιγμή της συνάντησης λογοτεχνίας και μουσικής και θα αποτελέσει το “διαβατήριο” του Ελύτη για το Νόμπελ. Η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνοντας την απονομή θα χαρακτηρίσει το “Άξιον Εστί” ως “ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα”. Στην τελετή της απονομής στις 10/12/1979, ο Ελύτης παραλαμβάνοντας το βραβείο, θα πει μεταξύ άλλων:
“ …Μου εδόθηκε να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλ’ αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι διόλου για να υπερηφανευθώ αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος”.
Και θα προσθέσει: “…Δεν αρκεί να ονειροπολούμε με τους στίχους. Είναι λίγο. Δεν αρκεί να πολιτικολογούμε. Είναι πολύ. Κατά βάθος ο υλικός κόσμος είναι απλώς ένας σωρός από υλικά. Θα εξαρτηθεί από το αν είμαστε καλοί ή κακοί αρχιτέκτονες το τελικό αποτέλεσμα. Ο Παράδεισος ή η Κόλαση που θα χτίσουμε. Εάν η ποίηση παρέχει μια διαβεβαίωση είναι ακριβώς αυτή: ότι η μοίρα μας παρ’ ολ’ αυτά βρίσκεται στα χέρια μας…”.
Ο Ελύτης θα φύγει από τη ζωή σε ηλικία 85 ετών. Ήταν 18 Μαρτίου του 1996.