Είχα την ελπίδα πως η υπόσχεση που είχαμε δώσει δεν θα ήταν εφήμερο όνειρο. Όταν κάποτε θα λέγαμε την εφηβική ιστορία μας, αφτιά θα την άκουγαν σαν παραμύθι μακριά από την φρίκη εξαθλιωμένης πραγματικότητας, παιδιά θα ζούσαν ευτυχισμένα σε ευτυχισμένες εποχές.. “Ά, ζωή ένα ξένο καπέλο φορεμένο βιαστικά, μέσα στον πανικό”* μας παράτησες.
Κυνηγημένος ο ένας, ο αντεθνικώς δρών .Επρεπε να του βρεις κρυψώνα. Πού και για πόσο; Εξόριστος ο άλλος. Στα σχολεία υπάρχουν παιδιά και αποπαίδια. Μια μέρα, και μια άλλη και μια άλλη μέρα, αποβάλλεται όποιος τολμάει να πει δυνατά “Τόσα άστρα κι εγώ λιμοκτονώ”* ” Όταν ξημέρωνε“‘ η λάμπα φωτίζει ανυπόφορα σα μια γελοία παρέμβαση”**τους παραμαγκομαχαλάδες. Τσιμεντόλιθοι οι τοίχοι, πατημένη καβαλίνα το πάτωμα καλυμμένη με ασβέστη, μουσαμάδες και λαμαρίνα η σκεπή. Αρχιτεκτονική της ” léans” -πες την Ανάγκη περίτρομη. Στην Νέα Ιωνία, την Κοκκινιά, στο Κερατσίνι, την Δραπετσώνα, στα κάτω Πετράλωνα στον Ασύρματο.
Ασύρματος ! Αλλιώς Ατταλιώτικα γεμάτο από πρόσφυγες από την Αττάλεια. Αλλά και πεινασμένους, απόκληρους, τρελούς απ΄το παράλογο της ζωής μεροκαματιάρηδες. Χωμάτινοι οι δρόμοι, χαμοκέλες τα δωμάτια όπου στριμώχνονται οκτώ- δέκα άνθρωποι. Αυτοί ,το 1961, γίνονται εθελοντές κομπάρσοι της πρώτης ταινίας του ελληνικού νεορεαλισμού ”Συνοικία το Όνειρο.” Άλλος αφήνει να μπει το κινηματογραφικό συνεργείο στην παράγκα του. Άλλος φέρνει μια κουρελού ή μια σανίδα για τον υπαίθριο λουτρό. Από εκατό μπαλώματα φτιάχνεται η ποδιά που φοράει η Σαπφώ Νοταρά, διηγείται η εξαίρετα εξαίρετη ηθοποιός Αλίκη Γεωργούλη, σύντροφος τότε του Αλέκου Αλεξανδράκη που σκηνοθετεί το έργο. Του Κώστα Κοτζιά και Τάσου Λειβαδίτη το σενάριο. Ένα ποίημα ουσιαστικά φτιαγμένο από εικόνες ζοφερής πραγματικότητας, που καθαγιάζεται από τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη.
“Τί πράγματα είναι αυτά; Δεν υπάρχουν πεινασμένοι λίγα μέτρα πιο κει απ΄ την Λεωφόρο Συγγρού και τα κοσμικά Αστέρια Γλυφάδας. Ούτε τρελοί κυκλοφορούν ελεύθερα. Οι τρελοί είναι στα άσυλα. Πρόκειται για κομμουνιστική προπαγάνδα εναντίον του έθνους”. Η ταινία απαγορεύεται να προβληθεί. Με παρέμβαση της Ελένης Βλάχου της εφημερίδας Καθημερινή, επιτρέπεται η προβολή , αφού όμως λογοκριθεί. Στην τελετή πετσοκόματος καλείται και ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Είναι κι αυτός ένας τρόπος για να γίνει κατανοητό τι θα πει δίκαιο της πυγμής. Αξιοπρεπής όσο η γοητεία και το ποιείν- ήθος του. Ο Αλέκος Αλεξανδράκης αρνείται να παραβρεθεί. Όταν, επιτέλους γίνεται, στο Ράδιο Σίτι η πρώτη προβολή της λογοκριμένης ταινίας , ξένοι πρεσβευτές και άλλοι επίσημοι είναι προσκεκλημένοι, ενώ στους γύρω δρόμους ο κόσμος μεταρσιωμένος γελάει, τραγουδάει. Στο πρώτο 20λεπτο αστυνομικοί κατεβάζουν τις ασφάλειες με το έτσι θέλω. Οι συνειδήσεις,- υπήρχαν ακόμη,- αναταράζονται. Ο Μάριος Πλωρίτης, ο Γιώργος Πηλιχός αντιδρούν έντονα. Πιο καυστική η Ελένη Βλάχου θα πει: “Αν θέλετε να απαντήσετε σε μια κομμουνιστική ταινία. Κάντε κι εσείς μία με τη δική σας ιδεολογία”
Ο Τάσος Λειβαδίτης με το ψηλό λιγνό σώμα που πιστεύει “στους τρελούς την ώρα που προσεύχονται”*** θα πει στον Αλέκο Αλεξανδράκη “Χάσαμε τη συνοικία, μας έμεινε το όνειρο”
Όσοι τυχεροί έχουν δει την ταινία την διηγούνται στους άτυχους. Τα στόματα στους δρόμους, στις γιορτές δίνουν όλα τα στοιχεία που θέλει ο ποιητής Λειβαδίτης ”Μικρά και ανήλιαγα στενά και σπίτια χαμηλά μου/ βρέχει στη φτωχογειτονιά/ βρέχει και στην καρδιά μου/Αχ, ψεύτικε κι άδικε ντουνιά…/ είσαι μικρός και δεν χωράς τον αναστεναγμό μου.”
Αυτοί που ξέρουν από κλασική μουσική λένε πως ορατόριο σημαίνει κυριολεκτικά τόπο προσευχής, που στην πορεία γίνεται μια σύνθεση για χορωδία, σολίστες κι ορχήστρα με κοσμική ή θρησκευτική υπόθεση. ”Παίχτε” λέει ο φτωχοδιάβολος, άρτι αποφυλακισθείς Ρίκο (Αλέκος Αλεξανδράκης) στην ταβέρνα της Συνοικίας που απ΄ τ΄ ανοιχτά παράθυρα “των καπηλειών ερχόταν η μυρουδιά του κρασιού σαν θεία συγχώρεση”****Παιδιά άντρες και γυναίκες κοιτούν μέσα από τα τζάμια όταν δίνει την παραγγελιά “Αχ, ψεύτη κι άδικε ντουνιά”.
Αν το βρέχει στην φτωχογειτονιά δεν είναι ζεϊμπέκικο ορατόριο, αν το ζευγάρωμα Λειβαδίτη – Θεοδωράκη στην Δραπετσώνα δεν είναι ένα άλλο ρεμπέτικο ορατόριο τότε…Τότε όλοι οι αγράμματοι ιδάλγοι , καινούργια κρούστα στο ελληνικό μιλφέιγ νεόπλουτων, με την ευγενική προσφορά της εθνικόφρονης κυβέρνησης για αντιπαροχή , δεν αφήνουν τίποτα όρθιο. Συνομιλούν οι εργολάβοι μεταξύ τους “Κάθε δυο μήνους, κάθε τρεις μήνους. Κατεδαφίζω κι από ένα σαράβαλο”. Στην Αθήνα, κυρίως σ΄ αυτήν, αλλά και σε άλλες πόλεις τα νεοκλασικά, τα αρ νουβώ κτίσματα γίνονται πολυκατοικίες .Στα κλουβιά διαμερίσματα τους, στα ημιυπόγεια και υπόγεια τους βρίσκουν καταφύγιο οι κυνηγημένοι πολιτικά , γιατί συμμετείχαν στην Εθνική Αντίσταση. Στοιβάζονται οι ριτιδιασμένοι εργάτες γης που ψάχνουν καλύτερη ζωή. Στα μπαλκόνια με τα φουρούσια και τις γαρδένιες εμφανίζονται κοτέτσια. Οι φωταγωγοί στο πίσω μέρος των πολυκατοικιών πηγάδες του σκότους που χάσκουν να σε καταπιούν. Χωρίς πολεοδομικό σχέδιο, χωρίς προγραμματισμό μετεγκατάστασης, χωρίς κάποια αποζημίωση, μπουλντόζες σαρώνουν τις φτωχογειτονιές. Στην Δραπετσώνα από τα κτισμένα “μ’ αίμα και καημό” χαμόσπιτα που “τα ΄δερνε αγέρας και βροχή” φορτώνονται σε γκαζοζέν φορτηγά, μια κουρελού, δυο κατσαρόλες, το κλουβί με το καναρίνι. “Παρ΄ το στεφάνι μας, παρ΄ το γεράνι μας/ στην Δραπετσώνα πια δεν έχουμε ζωή/ Κράτα το χέρι μου και πάμε αστέρι μου/ εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί”
20 Απριλίου 1967, Πέμπτη του Λαζάρου λάσκα τα μαθήματα, η αδελφή μου και η αφεντιά μου έχουμε την φαεινή ιδέα για πάρτι. Παρακινούμε τα συγκατοικάκια μας Δημήτρη και Γιάννη Διακογιάννη να ανεβούμε στην ταράτσα για τραγούδι. Ο Γιάννης, σοβαρός ,εγγράμματος, δημοκράτης, πολιτικός συντάκτης , που έφυγε δυστυχώς νωρίς, επικροτεί χοροπηδώντας. Το κουαρτέτο της οδού Παιωνίου 11α (προέκταση της Χέυδεν) ακούγεται μέχρι την Πλατεία Βικτωρίας “Μιλώ για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες/ Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους / Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα/ Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα”*****”
Προς τιμήν του Τάσου Λειβαδίτη, που σήμερα είναι τα γενέθλια του, δεν αφήνουμε τραγούδι για τραγούδι του “Μάνα Παναγιά”, ”Σαββατόβραδο”. Αχ, να ‘ταν η ζωή μας Σαββατόβραδο.
Το ρεπερτόριο περνάει κι αλλού “Εμπρός ΕΛΑΣ – ΕΛΑΣ για την Ελλάδα” “Oh! Bella ciao”‘ ” Avanti popolo alla riscorsa/Padiera rossa triomferá”. Ο τόνος όλο κι ανεβαίνει. Και γιατί να μην ανεβεί το αυριανό πρωτοσέλιδο της εφημερίδας μας Αυγή, θα έχει τίτλο “Γιατί δε θα γίνει δικτατορία”. Το βεβαιώνω κι εγώ η Λαμπράκισσα, η Αργυρώ της παρέας. Αποθηκεύοντας χαρά, φιλία και αδελφοσύνη πάμε για ύπνο “μέσα σε κάθε πλάνη μας”******
Την επαύριο με το που ξυπνάμε, ανοίγουμε το ράδιο και μπαίνουμε για μπάνιο. Ο θερμοσίφωνας μας, είναι όπως ο θερμουσίφωνας της Παγώνας στην ταινία Η δε γυνή να φοβήται τον άντρα. Δουλεύει με γκάζι. Αδύνατον μέσα στους ατμούς να μη μαστουρωθείς. Μα πόσο μαστούρωμα πια, σήμερα. Στα ραδιοκύματα “Ιτιά-Ιτιά λουλουδιασμένη”, .”Παπάκι, ω! ρε παπάκι πάει στη ρεματιά”. Αλλάζουμε σταθμό “Των εχθρών τα φουσάτα περάσαν”. Κι από πίσω ζήτω η Επανάστασις. Κίνημα λέει η μαμά. Επανάστασις το ράδιο. Έπεται το διάγγελμα του αδελφού συνταγματάρχη της χούντας Γεωργίου Παπαδόπουλου ” Υπάρχει το ιδανικόν μας και το ιδανικόν είναι ένα: Ελλάς -Ελλήνων-Χριστιανών.. Και δια τούτον ο ελληνικός στρατός έκρινε να αποτρέψει τον δρόμον προς τον κρημνόν ….Ως άλλος χειρούργος ( χειρούργος κατά το κακούργος!!!!). Ο χειρούργος προσδένει τον ασθενή επί της χειρουργικής κλίνης. Διότι αν ο χειρούργος δεν προσδέσει αυτόν έως αποκαταστάσεως του, μπορεί να οδηγήσει αυτόν εις θάνατον”
Επί επτά ολόκληρα χρόνια εις θάνατον ο Σπύρος Μουστακλής και όποιος δεν καταδέχεται να είναι υποχείριο. Να καταπατιέται το Σύνταγμα αυτής της έρμης της αστικής -καπιταλιστικής Δημοκρατίας. Οι άλλοι, οι πολλοί; Φοβάμαι γράφει ο ποιητής- ιατρός Μανόλης Αναγνωστάκης “Φοβάμαι τους ανθρώπους που επτά χρόνια/ έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι / και μια ωραίαν πρωϊαν …βγήκαν με σημαιάκια κραυγάζοντας “Δώστε τη χούντα στον λαό”/ Φοβάμαι τους ανθρώπους που με καταλερωμένη τη φωλιά τους/ πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική μου”
Είχα την ελπίδα πως το όνειρο δεν θα ήταν εφήμερο πως τα παιδιά θα ζούσαν ευτυχισμένα. 20 Απριλίου 2024 παντού πόλεμοι, ξεριζώματα, οικονομική εξαθλίωση, προσφυγιά. Είσαι ένοχη μου λέει “Ο άνθρωπος με το ταμπούρλο”. Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος “Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος/ δε θα πάψεις ούτε μία στιγμή να αγωνίζεσαι για Ειρήνη και Δίκιο/ Θα βγεις στους δρόμους θα φωνάξεις/ τα χείλια σου θα ματώσουν από τις φωνές/ Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια πολεμοκάπηλων/….Πρόσεξε μην ξεχαστείς ούτε στιγμή /…Έτσι και σταματήσεις μία στιγμή να ονειρευτείς / εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη/ Δεν έχεις καιρό…/Δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου/ αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος”*******
Θ έ λ ε ι ς;
****
*Τ. Λειβαδίτης, Εγχειρίδιο Ευθανασίας
** Τ. Λειβαδίτης,Ο τυφλός με τον λύχνο
***Τ. Λειβαδίτης, Βιολί για μονόχειρα
****Τ. Λειβαδίτης, Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα
*****Μ. Αναγνωστάκης, Μιλώ
******Τ. Λειβαδίτης, Ο άνθρωπος με το ταμπούρλ0
Ο τίτλος του άρθρου είναι παρμένος απο το ποιήμα του Τάσου Λειβαδίτη ”ο τυφλός με το λύχνο΄’