Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου
Του έχουν δώσει πολλούς τίτλους. Το όνομά του Αλμπέρ Καμύ, δεν χρειάζεται κανέναν. Όταν παίρνει το Νόμπελ λογοτεχνίας για τον Ξένο, την Πανούκλα, τον Σίσσυφο, τους Δικαιίους, τον Καλλιγούλα και άλλα που ανορθώνουν την τραυματισμένη ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Την πρώτη του συνέντευξη θα τη δώσει στο Γήπεδο της Παρί Σαιν Ζερμαίν. Ίσως από την ίδια εξέδρα που φώναξε στον διαιτητή ”Αυτό το οφ-σάιντ είναι παράλογο ρε μ@λάκ@! ” κι ας ευνοούνταν η ομάδα του. Νομπελίστας πλέον λέει στον δημοσιογράφο: “Δύο είναι τα Πανεπιστήμια μου το Θέατρο και το Γήπεδο Ποδοσφαίρου. Το Ποδόσφαιρο αναιρεί τους θεούς και υψώνει τους βράχους. Στο ποδόσφαιρο έμαθα ότι η μπάλα δεν σου έρχεται ποτέ από εκεί που την περιμένεις. Αυτό με βοήθησε πολύ κυρίως στις μεγάλες πόλεις, όπου ο άνθρωπος δεν είναι συνήθως αυτό που δείχνει. Στο ποδόσφαιρο έμαθα για δικαιοσύνη και καθήκον άγνωστα στο ιερατείο και τους πολιτικάντηδες”.
Eπτά χιλιόμετρα από το Opap – Arena ΑΕΚ όπου σήμερα ο τελικός Ολυμπιακός -Fiorentina, για το κύπελλο Conference League, oι δρόμοι γύρω από το σπίτι ήσυχοι, σχεδόν άδεια και η Καποδιστρίου. Περπατάω και ο νους μου τρέχει στον Καμύ να συμπληρώνει τη συνέντευξή του: “Η κοινωνία του χρηματιστηρίου και της εκμετάλλευσης δεν έχει αναλάβει ποτέ απ΄όσο ξέρω, να εγκαθιδρύσει την ελευθερία και την δικαιοσύνη. Επομένως όταν φανατίζουν, καταπιέζουν και εκμεταλλεύονται κάνουν απλώς τη δουλιά τους”.
Χωρίς να το θέλω η μνήμη βυθίζεται σ’ ένα ποίημα άλλοι λένε του διεθνούς αμυντικού Ενρίκε Ερνέστο, άλλοι του δημοσιογράφου Βάλτερ Σααβέντρα:
“Πώς να ξέρεις τί είναι αγάπη,/ αν δεν ήσουν ποτέ οπαδός μιας ομάδας;/ Πώς να ξέρεις τί είναι στοργή/ αν δεν την θώπευσες με φάλτσο,/για να την βάλεις με το εξωτερικό/ και να την αφήσεις λαχανιασμένη στα δίχτυα;/ Πώς να ξέρεις τί είναι ποίηση,/ αν δεν έχεις κάνει μια γκαμπέτα; / Πώς να ξέρεις τί είναι εξευτελισμός,/ αν δεν σου έχουν περάσει την μπάλα κάτω από τα πόδια; / Πώς να ξέρεις τί είναι να πεθαίνεις λίγο,/ αν ποτέ δεν πήγες να μαζέψεις την μπάλα από την εστία σου;/ Πες μου, γέρο,/ πώς να ξέρεις τί είναι μοναξιά,/ αν δεν έχεις βρεθεί κάτω από τα τρία δοκάρια, στα 12 βήματα/ από κάποιον που θέλει να σουτάρει/ και να τελειώσει τις ελπίδες σου; / Πώς να ξέρεις τί είναι εγωισμός,/ αν ποτέ δεν έκανες ακόμα μία, ενώ το 9άρι περίμενε μόνο του / την μπάλα/ Πώς να ξέρεις τι είναι μουσική,/ αν δεν έχεις τραγουδήσει ποτέ μπροστά στο πέταλο;/ Πώς να ξέρεις τί είναι αδικία, / αν δεν σου έχει βγάλει κόκκινη ένας διαιτητής που παίζει/ έδρα;/ Πες μου, πώς να ξέρεις τι είναι αϋπνία,/ αν ποτέ δεν έχεις υποβιβαστεί;/ Πώς να ξέρεις αγαπημένε φίλε, / πώς να ξέρεις πώς είναι η ζωή,/ αν δεν έχεις παίξει ποτέ ποδόσφαιρο;”
Πώς να ξέρεις τί είναι ζωή αν δεν έχεις ερωτευτεί το ποδόσφαιρο; Μια άμιλλα δηλαδή, που διωγμένη από αργυρώνητους ξαναβρίσκει τη θέση της με ζωηρόχρωμα χειροκροτήματα για ηττημένο και νικητή, Ολυμπιακό ή Φιορεντίνα.