Η «Οικιακή βοηθός» και τα μαργαριτάρια!
Μια ματιά στη ζωή των «οικιακών βοηθών» στα σπίτια των Αθηναίων μεγαλοαστών, στο 19ο και στις αρχές – μέσα του 20ου αιώνα
Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση
Την έσφαξε ένας δυνατός πόνος στο στομάχι. Όμορφη και λυγερή η Σταυριανή σχεδόν λύγισε και κόπηκε στα δυο. Σύρθηκε με κόπο στο δωμάτιο, τυφλό[1] το δωμάτιο χωρίς παράθυρο στο πίσω μέρος του μεγάλου σπιτιού. Θα μπορούσαν να είχαν ανοίξει ένα παράθυρο, αν μη τι άλλο θα έβλεπε στην πίσω αυλή και θα μπορούσε να ονειρευτεί τι υπήρχε πίσω από τη μάντρα. Στα σπάνια ρεπό της είχε δει πολλές φορές δει τα μεγάλα σπίτια, τα παράθυρα με τις βαριές κουρτίνες, αναρωτιόταν μάλιστα τι μανία είχαν όλοι αυτοί με τις βαριές κουρτίνες μπροκάρ( είχε ακούσει τη λέξη από την κυρία) και τα βελούδα που έκρυβαν το φως. «Εγώ στο σπίτι μου θα έβαζα κουρτίνες λεπτές, να με λούζει ο ήλιος» σκεφτόταν μελαγχολικά. Αλλά σήμερα την έπιασε ένας δυνατός πόνος και έκανε τις δουλειές με κόπο, η κυρία δεν ήθελε το σφουγγάρισμα με σφουγγαρίστρα αλλά με βρεγμένο πανί και έπρεπε να σφουγγαρίζει χίλια τετραγωνικά διπλωμένη στα δύο, με τη μέση της να την πεθαίνει.
Δεκατριών χρονών την είχαν φέρει «εσωτερική» από το χωριό στην Αθήνα. Δηλαδή σταματούσε τις δουλειές μόνο για να κοιμηθεί. Ο πατέρας σκοτωμένος στον Δημοκρατικό Στρατό και η μητέρα της νεκρή. Αντάρτισσα του ΕΛΑΣ και αυτή, σκοτώθηκε από τις πρώτες. Πρόλαβε η νεκρή πια γιαγιά της να της μάθει να διαβάζει και η Σταυριανή έπαιρνε ένα βιβλίο από την τεράστια βιβλιοθήκη του μεγάλου σπιτιού στα κρυφά, έσβηνε τη λάμπα, ξαγρυπνούσε και με το φως ενός κεριού το διάβαζε μέσα σε μια νύχτα. Μετά το έβαζε προσεκτικά στη θέση του.
Σήμερα όμως πονούσε από το πρωί. Φοβόταν να το πει στην κυρία. Ετοιμάζονταν, βλέπεις, για το χορό στη «Μεγάλη Βρετανία» και μόνο αυτό τους ενδιέφερε, είχαν φέρει και τον κομμωτή από το πρωί. Ρόδινο μεταξωτό η δεσποινίς, ροδακινί η κυρία. Του Ντεσσές, βέβαια! Που να τολμήσει η Σταυριανή να τους πει ότι πονάει. Όμως ο πόνος δυνάμωνε, την πέθαινε. Δεν άντεξε. Σύρθηκε με κόπο έξω από το «δωμάτιο υπηρεσίας», το τυφλό, χωρίς παράθυρο και φώναξε «Βοήθεια» με όση δύναμη της απέμενε. -«Βοήθεια», «Βοήθεια», «Βοήθεια», ούρλιαζε από τον πόνο. Η πόρτα του διαδρόμου άνοιξε. Φάνηκε ο κύριος. Πιο ευγενικός αυτός, -«Ελάτε», φώναξε, «Η Σταυριανή λιποθύμησε». Έτρεξε η Ρόζα, η μαγείρισσα. –«Κάτι σοβαρό έχει, κύριε» ψέλλισε η Ρόζα. -«Θα την πάω εγώ στον «Ευαγγελισμό», είπε ο κύριος. Άφησε τις ανθοδέσμες που είχε φέρει για τις κυρίες σ’ έναν καναπέ και σήκωσε το λυγερό κορμάκι της Σταυριανής στην αγκαλιά του. Κάτω από το σπίτι ήταν η μερσεντές. Η Ρόζα του άνοιξε την κάτω πόρτα και ξάπλωσε όπως- όπως τη Σταυριανή στο πίσω κάθισμα. Ξεκίνησε και πάτησε το γκάζι, άδειοι οι δρόμοι, μπήκε στο προαύλιο του Ευαγγελισμού σ’ ένα πεντάλεπτο. Από τη Στησιχόρου στη Μαρασλή σε χρόνο μηδέν. Την άρπαξε στην αγκαλιά του και έτρεξε στα επείγοντα. «Είναι αναίσθητη», είπε στη νοσοκόμα. Κάθισε ιδρωμένος στον άσπρο καναπέ, « Θα περιμένω εδώ», σκέφθηκε. Η ώρα περνούσε. Την είχαν πάρει τη Σταυριανή στο χειρουργείο. Πέρασαν οι ώρες, δυο, τρεις. Πλησίαζε η ώρα που έπρεπε να γυρίσει να πάρει κόρη και μαμά και να τις συνοδεύσει στη «Μεγάλη Βρετανία». Ξαφνικά είδε μπροστά του τη Ρόζα. –«Με στέλνει η κυρία», είπε η Ρόζα. Μου είπε να πάτε αμέσως στο σπίτι, να τις συνοδεύσετε στο χορό».- «Πες τους να πάνε μόνες τους», της απάντησε. Κάποια στιγμή ήρθε ο γιατρός. –«Δυστυχώς τη χάσαμε», είπε. «Περιτονίτιδα, Μια απλή σκωληκοειδίτιδα ήταν. Αν την είχατε φέρει λίγο νωρίτερα…» Η καρδιά του κυρίου πάγωσε. Μια φλέβα χτυπούσε στο μέτωπό του, δεν έλεγε να σταματήσει.- «Θα φροντίσω εγώ για όλα», είπε του γιατρού. –«Δεν έχει οικογένεια». Προχώρησε προς το αυτοκίνητο αργά. Ζαλιζόταν. Γύρισε στη Στησιχόρου, πάρκαρε και ανέβηκε στο σπίτι. Πάνω στο τραπέζι του σαλονιού ένα σημείωμα σε αρωματισμένο χαρτί. «Μας χάλασες το χορό», έγραφε η κυρία. « δεν ντρέπεσαι, να μας αφήσεις ασυνόδευτες για μια υπηρέτρια». Ο κύριος δεν άντεξε. Σωριάστηκε στον καναπέ. Ύστερα σηκώθηκε αργά και πήγε στην κρεβατοκάμαρα. Άνοιξε τη μπιζουτιέρα της γυναίκας του και έψαξε τα σκουλαρίκια. Βρήκε δύο απλά μαργαριτάρια και φώναξε τη Ρόζα.
-«Πάρε ένα φόρεμα της δεσποινίδος και εσώρουχα, πάρε και τα μαργαριταράκια και έλα να πάμε στον «Ευαγγελισμό» της είπε.
Κατέβηκαν στο αυτοκίνητο. Είχε βραδιάσει πια. «Την κηδεία θα την κάνουμε στον Άγιο Διονύσιο», είπε στη Ρόζα. Εγώ αποφασίζω». Άφησαν τα πράγματα στο χώρο που θα έντυναν την Σταυριανή. Την είχαν σκεπάσει με ένα σεντόνι αλλά δεν άντεχε να τη δει.
Κατέβηκαν στο αυτοκίνητο. Τώρα ο κύριος οδηγούσε αργά, Ανέβηκαν στο σπίτι και κλείστηκε στο γραφείο του. Τηλεφώνησε στο Γραφείο και έδωσε τα στοιχεία της Σταυριανής. Τον έπιασε μια εξάντληση και έβαλε ένα ουίσκι. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν από το Γραφείο Κηδειών. « Μα στείλατε και ένα ζευγάρι αληθινά μαργαριτάρια. Θα την ενταφιάσετε με αυτά;» ρώτησε μια φωνή – «Ναι να της τα φορέσετε, να της τα φορέσετε, να της τα φορέσετε», απάντησε. Έκλεισε το τηλέφωνο. «Να της τα φορέσετε», μονολόγησε. Έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του. «Θα είναι σαν τον πίνακα, σαν το «Κορίτσι με το μαργαριτάρι»[2] μόνο που θα φοράει δύο αντί για ένα» μονολόγησε. Έκλαιγε τώρα με λυγμούς…
[1] Το δέκατο ένατο αιώνα αλλά και σε μεγάλο μέρος του εικοστού στην Αθήνα, τα «δωμάτια υπηρεσίας» ήταν τα μικρότερα δωμάτια του σπιτιού, στο πίσω μέρος και συχνά χωρίς παράθυρο.
[2]!! Ο «κύριος» αναφέρεται στον πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Johannes Vermeer. Ο πίνακας είναι έργο ζωγραφισμένο το 1665. Ο τίτλος «Κορίτσι με μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» δόθηκε στον πίνακα στον εικοστό αιώνα, λόγω του σκουλαρικιού με το μαργαριτάρι που φέρει η κοπέλα του πίνακα.
*Η Τιτίκα-Μαρία Σαράτση είναι φιλόλογος και δημοσιογράφος