Ιάκωβος Καμπανέλλης 1921 – 2011 Κείμενο και σκίτσο Γιάννης Κουτσοκώστας

Thumbnail (40)
Facebook
Twitter
LinkedIn

 

Ιάκωβος Καμπανέλλης 1921 – 2011

 

Κείμενο και σκίτσο Γιάννης Κουτσοκώστας

 

 

Είναι μια από τις πλέον επιφανείς μορφές του σύγχρονου Ελληνικού πολιτισμού. Κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας αλλά και πεζογράφος, ποιητής, σεναριογράφος, ακόμα και σκηνοθέτης o Ιάκωβος Καμπανέλλης, άφησε πίσω του δεκάδες αξεπέραστα έργα στο θέατρο και όχι μόνο. Πολυσχιδής προσωπικότητα, ενεργός πολίτης, υπηρέτησε με ήθος και συνέπεια ιδέες που δημιουργούν πολιτισμό και αναγεννώνται από αυτόν. Θεωρείται και είναι ο πατριάρχης της μεταπολεμικής ελληνικής δραματουργίας, ο δημιουργός που έβγαλε το θέατρο από την ηθογραφία και την επιθεώρηση και το οδήγησε στον κοινωνικό ρεαλισμό. Τα έργα του αποτελούν «μάθημα» για όλους σχεδόν τους νεοέλληνες σκηνοθέτες, ο ίδιος δίδαξε μια ολόκληρη γενιά θεατρικών συγγραφέων και ηθοποιών ενώ τα κείμενά του έχουν μεταφραστεί και έχουν παιχτεί σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ μέχρι την Κίνα και την Αυστραλία.

Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου, το 1921, στη Νάξο, ήταν το πέμπτο παιδί μιας εννεαμελούς οικογένειας, που αναγκάστηκε νωρίς να μετακομίσει στην Αθήνα για βιοποριστικούς λόγους. Έτσι ο νεαρός Ιάκωβος φοίτησε μόνο στις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, με συμμαθητή τον Μανώλη Γλέζο και στη συνέχεια την ημέρα εργαζόταν, το βράδυ σπούδαζε σε τεχνική σχολή και διάβαζε ακατάπαυστα νοικιάζοντας μεταχειρισμένα βιβλία. Στα 18 του ήταν ήδη γνώστης μεγάλου μέρους της παγκόσμιας λογοτεχνίας ενώ στην περιοχή που έμενε, στο Μεταξουργείο, γνωρίστηκε και έκανε παρέα με συνομηλίκους του όπως οι Τάσος Λειβαδίτης, Κώστας και Αλέξανδρος Κοτζιάς, Δημήτρης Χριστοδούλου και Ρένος Αποστολίδης, που έμελλε να σημαδέψουν τα ελληνικά γράμματα.

Στον πόλεμο προσπάθησε να αποδράσει από την Ελλάδα αλλά συνελήφθη μαζί με έναν φίλο του και κρατήθηκε μέχρι τον Μάιο του 1945 στο ναζιστικό κολαστήριο του Μαουτχάουζεν, εμπειρία που αποτυπώθηκε στο ομώνυμο έργο, ποιήματα του οποίου μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη.

Με την επιστροφή του στην ελεύθερη Αθήνα μαγεύεται από μια παράσταση στο θέατρο Τέχνης, στρέφεται στο θέατρο και αφιερώνεται στη συγγραφή θεατρικών έργων. Η αρχή γίνεται με το “Άνθρωποι και ημέρες” (1945) και ακολουθούν δεκάδες έργα, όπως “Ο κρυφός ήλιος”, “Ο μπαμπάς ο πόλεμος”, “Οδυσσέα γύρισε σπίτι”, «Χορός Πάνω στα Στάχυα», που τον έκαναν ευρύτερα γνωστό. “Η αυλή των θαυμάτων (1957), που ανεβαίνει σε σκηνοθεσία Κ. Κουν στο Θέατρο Τέχνης, με σκηνικά Γ. Τσαρούχη και μουσική Μ. Χατζιδάκι, ενθουσίασε κοινό και κριτικούς, θεωρήθηκε καλλιτεχνικό γεγονός της χρονιάς και καθιέρωσε τον Καμπανέλλη ως αναμορφωτή της νεοελληνικής δραματουργίας. Το έργο αυτό μαζί με το «Παραμύθι Χωρίς Όνομα» (1959), θα αναδειχθούν στη συνέχεια ως τα δύο πιο αγαπητά και πολυπαιγμένα θεατρικά του έργα.

Αναζητώντας τις νέες τάσεις στη θεατρική δημιουργία ο Καμπανέλλης θα μετακομίσει για τρία χρόνια (1960-1963) στο Λονδίνο. Καρπός αυτής της εμπειρίας είναι το έργο “Η γειτονιά των αγγέλων” (1963), που ανεβαίνει μόλις έρχεται στην Ελλάδα από το θίασο Τζ. Καρέζη, με μουσική Μ. Θεοδωράκη.

Η γνωριμία του με την ανερχόμενη τότε ηθοποιό, Μελίνα Μερκούρη τον εμπνέει να γράψει το θεατρικό έργο «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που γίνεται η βάση για τη θρυλική «Στέλλα», που σκηνοθέτησε ο Μιχάλης Κακογιάννης. Ο Καμπανέλλης υπογράφει το σενάριο και στις ταινίες: «Ο Δράκος» (1955), του Νίκου Κούνδουρου, που θεωρείται ταινία – σταθμός στην ιστορία του νεοελληνικού κινηματογράφου, «Η αρπαγή της Περσεφόνης» (1956), «Το Αμαξάκι» (1957) και «Τα Κορίτσια στον Ήλιο» (1968), ενώ σκηνοθέτησε και ταινίας όπως «Η Χιονάτη και τα εφτά γεροντοπαλίκαρα» (1960) και «Το κανόνι και τ’ αηδόνι» (1968) κ.α.

Στη δικτατορία ο Καμπανέλλης, όπως και πολλοί άλλοι συγγραφείς επιλέγει να σιωπήσει. Επιστρέφει το 1972 με μια διασκευή για το θέατρο του έργου του Κάφκα «Αποικία των τιμωρημένων» και το εμβληματικό «Το μεγάλο μας τσίρκο» (1973), που ανεβάζει ο θίασος Καρέζη – Καζάκου, με μουσική Στ. Ξαρχάκου και κάθε παρασταση εξελίσσεται και σε μια αντιδικτατορική εκδήλωση. Ακολούθησαν με τον ίδιο θίασο «Το κουκί και το ρεβύθι» (1974) και «Ο εχθρός λαός» (1975), που μετέτρεψαν τον Καμπανέλλη σε σύμβολο αντίστασης κάθε μορφής φασισμού.

Στη μεταπολίτευση ο Καμπανέλλης έχοντας ήδη τελειοποιήσει το ύφος της γραφής του εργάζεται ακατάπαυστα χαρίζοντας στο κοινό δεκάδες υπέροχα θεατρικά έργα όπως τα «Πρόσωπα για βιολί και ορχήστρα» (1976), «Τα τέσσερα πόδια του τραπεζιού» (1978), «Ο μπαμπάς ο πόλεμος, (1980), «Ο Αόρατος θίασος» (1989), «Ο δρόμος περνά από μέσα» (1991), «Ο Επικήδειος (1997) και πολλά άλλα.

Εκτός από θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος, ο Καμπανέλλης υπήρξε και στιχουργός και αρθρογράφος σε πολλές εφημερίδες, ραδιοφωνικός παραγωγός και διευθυντής Ραδιοφωνίας στην ΕΡΤ (1981-1987), ενώ διαδέχθηκε τον Αντ. Σαμαράκη ως Πρόεδρος της Βουλής των Εφήβων (2003-2007). Για το σύνολο της προσφοράς του τιμήθηκε από την Πολιτεία, πολλά Πανεπιστήμια, δεκάδες Δήμους ενώ αναγορεύτηκε παμψηφεί και Ακαδημαϊκός (1999), εγκαινιάζοντας την έδρα του Θεάτρου στην Ακαδημία Αθηνών. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας του απένειμε το παράσημο του Ανώτερου Ταξιάρχη του τάγματος του Φοίνικα.

Ο Καμπανέλλης πέθανε στις 29 Μαρτίου 2011, λίγο μετά τον θάνατο της γυναίκας του σε ηλικία 90 ετών.

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.