Γράφοντας για τον “Γκας τον Γκάνγκστερ” Αντώνη Σουρούνη Του Θανάση Κάππου

Thumbnail (44)
Facebook
Twitter
LinkedIn

 

Γράφοντας για τον “Γκας τον Γκάνγκστερ” Αντώνη Σουρούνη

 

Του Θανάση Κάππου

 Ώρα έξι και κάμποσο…

Γράφοντας για τον «Γκάς τον Γκάνγκστερ» και το δώρο του στο «Βουνό»

«Να είσαι ωραίος άνθρωπος»!

Είναι σπάνιο πράγμα οι ωραίοι άνθρωποι! Είναι μια πάστα ανθρώπων που μας τη στερεί η εποχή. «Οι τρελοί και οι ποιητές…» που λένε τα γραφτά κάνουν τα πιο ωραία και μεγάλα πράγματα. Να, ένα παράδειγμα ωραίου ανθρώπου, ο «Γκας ο γκάνγκστερ», κατά κόσμο Αντώνης Σουρούνης.

Ευθύς αμέσως.

Πέθανε ο Αντώνης. Ο Σουρούνης .Ο φίλος μου. Εξαιρετικός συγγραφέας, πότης καί γυναικάς. Τον πήρα θυμάμαι κείνο το βράδυ να πάμε για Επίδαυρο, όπου έμενε για κάποια χρόνια. Ήρθε με παραμάσχαλα μια μποτίλια με τσίπουρο καί μια προειδοποίηση “Ετσι και σε δω να κρατάς με το να χέρι το τιμόνι κατέβηκα στό μπιτς φυτίλι“. Μέχρι να φτάσουμε Επίδαυρο η μπουκάλα είχε ….στεγνώσει.

Ο Αντώνης! Περιπλανώμενος μια ζωή. Στην Επίδαυρο αίφνης έμεινε πέντε χρόνια γιατι γούσταρε μια γυναίκα. Ποτέ δεν έμενε σ’ ένα μέρος. Μια φορά μου τηλεφώνησε από την Ικαρία. Μια άλλη έβαλε τ΄ ακουστικό κοντά σε τρεχούμενα νερά και μου είπε ότι την είχε κατά βρει στο…Καϊμακτσαλάν!!

Από γυναίκες δεν καταλάβαινε…Χριστό.

Ένα φεγγάρι, που τα ΄χε με μια φίλη ηθοποιό πέρασε με το ταξί να την πάρει για ένα ταξίδι.. Εκείνη κατέβηκε με δυο τεράστιες βαλίτσες. Του ζήτησε να την βοηθήσει και της απάντησε “αγάπη μου όταν σε γνώρισα σου είπα ό,τι καθένας μας κουβαλάει μόνο τα βάρη που μπορεί να σηκώσει”.

Σύχναζε σε διάφορα μπαράκια, αλλά το αγαπημένο του ήταν το Low Profile.

Συνήθως μάλιστα σε προχωρημένη ώρα ζητούσε από κάποια ξέμπαρκη κυρία να χορέψουν ένα ταγκό.

Αγαπημένος ήταν ο Κοέν! Από το μπαράκι με πήρε ένα βράδυ να μου ζητήσει να γράψω κάτι κι εγώ στη συλλογή «Ο Δρόμος για την Ομόνοια», που εξέδωσε ο Καστανιώτης και τα λεφτά πήγαν στον μετανάστη που τραυμάτισε ένας φασίστας στην Ομόνοια.

Έγραψα τότε το πρώτο μου διήγημα «Μια πεταλούδα στο Μπίτ Μπαζάρ.»

Ο Αντώνης χαιρόταν να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται. Δε ντυνόταν ακριβά, αλλά πάντα ήταν κομψός. Προτιμούσε τις καμπαρτίνες που προμηθευόταν μαζί και μ΄ άλλα ρούχα από την Αμερικανική Αγορά, της Αιόλου.

Υπήρξε μέγας εραστής του καζίνο κι ειδικά της ρουλέτας. Πάνω εκεί έγραψε το έξοχο «Ο χορός των Ρόδων».

Τελευταία φορά τον είδα πριν από χρόνια σ’ ένα δυαράκι στη Λυκαβητου, οπου τον συντρόφευε ένα ολόδροσο κορίτσι της Γαλλικής Φιλολογίας. Την τελευταία φορά  τον συνάντησα στου «Γαβριηλίδη» της κοινής μας αγαπημένης Δέσποινας Τομαζανη.

 

 

Εκεί έμαθα οτι ο Αντώνης έπαθε εγκεφαλικό και έμενε σ’ έναν Οίκο ευγηρίας. Της μιλούσε τραυλίζοντας στο τηλέφωνο κι έκανε πλάκα. Του ζήτησε να πάει να τον δει, αλλά εκείνος αρνήθηκε. Για μένα από τότε είχε τελειώσει ο Αντώνης κάθε παρτίδα με την ζωή.

Δυο μάγκες γνώρισα στη ζωή μου που ήξεραν πότε να αποχωρήσουν: Τον Αλέκο Αλεξανδράκη καί τον Αντώνη Σουρούνη. Ο Αντώνης δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος συγγραφέας. Είναι ο ίδιος ένας από τους ήρωες του Ζενέ, του Ντοστογιεφσκυ, του Μπουκόφσκυ. Ο Αντώνης Σουρούνης πέθανε. Τι καλό ταξίδι και μαλακίες.

Πέθανε και τέρμα.

Συμπέρασμα «Α δεν ψηλαφίσεις τα όρια, δεν έχει νόημα η ζωή!» Kind Reminder

Υ.Γ(χωρίς δεύτερο), Η μάρκα είναι δώρο του Αντώνη, ένα βράδυ – προχωρημένη – ώρα που αντί να παίζει μου εξηγούσε τον «Χορό των Ρόδων».

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.