Ένας ιδιοφυής κλοσάρ που κέρδισε την αθανασία
Αντόνι Γκαουντί
Της Δέσποινας Μακρινού
Ένας κλοσάρ, ένας “αλήτης” της αρχιτεκτονικής ιδιοφυίας. Ένας κλοσάρ εμπνευσμένος, που δημιούργησε αρχιτεκτονικά αριστουργήματα με διαχρονική αξία.
Ήταν 8 Ιουνίου του έτους 1926, όταν ένας αφηρημένος ρακένδυτος, διέσχισε τις γραμμές του τραμ στο κέντρο της Βαρκελώνης. Το χτύπημα ήταν θανατηφόρο, αλλά κανείς δεν νοιάστηκε να του προσφέρει τις πρώτες βοήθειες. Οι οδηγοί ταξί αρνήθηκαν να μεταφέρουν τον τραυματία, γιατί πίστευαν ότι πρόκειται για κάποιον άστεγο ζητιάνο.
Δύο μέρες μετά, στις 10 Ιουνίου, ο “ζητιάνος” Αντόνι Γκαουντί, άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο σε ηλικία 74 ετών.
Ο θάνατος του έγινε αμέσως γνωστός και η κηδεία του συγκέντρωσε πλήθος κόσμου.
Ο Αντόνι Γκαουντί γεννήθηκε σε μία μικρή πόλη της Καταλονίας, κοντά στη Βαρκελώνη το 1852. Ο πατέρας του ήταν χαλκουργός και τα πρώτα χρόνια της ζωής του υπήρξαν αρκετά δύσκολα.
Η υγεία του μικρού Αντόνι ήταν προβληματική και η σοβαρή αρθρίτιδα από την οποία υπέφερε, με φρικτούς πόνους στα οστά, δεν του επέτρεψαν να ζήσει μία φυσιολογική παιδική ζωή.
Ως μαθητής υπήρξε μέτριος και οι σπουδές του στην Αρχιτεκτονική, ολοκληρώθηκαν με μεγάλα ενδιάμεσα κενά, λόγω στρατιωτικών υποχρεώσεων και λόγω οικονομικών δυσχεριών.
Ο Γκαουντί εισήγαγε ένα εντελώς δικό του αρχιτεκτονικό στυλ, με επιρροές από την παραδοσιακή αρχιτεκτονική ξένων λαών κυρίως της Ανατολής, συνδυάζοντας γλυπτική, ζωγραφική και νατουραλιστική απεικόνιση. Η παρατηρητικότητά του σε όλες τις εκφάνσεις της φύσης, του δημιούργησε εμμονές τις οποίες βλέπουμε στα περισσότερα έργα του.
“Το δέντρο απέναντι από το παράθυρό μου, είναι για μένα το καλύτερο βιβλίο αρχιτεκτονικής” συνήθιζε να λέει.
Ο Γκαουντί αναλάμβανε έργα συνήθως με παραγγελίες για να μπορεί να εξασφαλίζει και τις λιγοστές υλικές ανάγκες που είχε ως άνθρωπος.
Αναλάμβανε το έργο από τα θεμέλια ώς και την τελική εσωτερική και εξωτερική του διακόσμηση.
Δεν χρησιμοποιούσε τσιμέντο παρά μόνο τούβλα και άλλα φυσικά υλικά.
Οι προσόψεις των κτιρίων, που έως σήμερα παρουσιάζουν υψηλό ενδιαφέρον, αποτυπώνουν έννοιες, σκέψεις αλλά και βιωματικές εκφράσεις συναισθημάτων, πάντα με σαφείς αναφορές στη φύση και στην σχέση της με την ανθρώπινη ζωή. Τα σουρεαλιστικά μοτίβα στα σχολαστικά επιλεγμένα πλακάκια, σημεία γοτθικής επιρροής, εντυπωσιάζουν με τον όγκο και την έντονη χρωματική τους παλέτα.
Ένα από τα πρώτα έργα του Γκαουντί υπήρξε το Κάζα Μηλά ή η Πεντρέρα, που σημαίνει λατομείο στα καταλανικά, αφού η υπερβολική χρήση πέτρας θυμίζει εργασιακό χώρο επεξεργασίας της πέτρας. Προσλαμβάνουσα μνήμη απο την παιδική του παρουσία στο πατρικό εργαστήριο.
Το Πάρκο Γκουέλ, ένα από τα μεγαλύτερα έργα του Γκαουντί βοήθησε στην αστικοποίηση της πόλης της Βαρκελώνης και έως σήμερα συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των ξένων επισκεπτών.
Το Κάζα Μπατλό, με την εντυπωσιακή πρόσοψη και την εξαντλητική λεπτομέρεια στους εσωτερικούς χώρους, στην λεωφόρο Γκράσια, έργο απαράμιλλης αξίας και αισθητικής ομορφιάς και τέλος η Σαγράδα Φαμίλια.
Ο Γκαουντί υπήρξε πολύ θρησκευόμενος και όταν ανέλαβε την υλοποίηση του έργου παραιτήθηκε από όλα τα άλλα και αφοσιώθηκε αποκλειστικά στην κατασκευή της συγκεκριμένης εκκλησιαστικής δημιουργίας.
Η Σαγράδα Φαμίλια αποτελεί ένα σπάνιο σύμβολο θρησκευτικής απεικόνισης. Οι τρεις πύλες της είναι αφιερωμένες στην ελπίδα, την πίστη και την φιλανθρωπία. Οι τρεις όψεις αποτυπώνουν την ιστορική διαδρομή του Χριστού στη Γη. Οι δώδεκα πύργοι αναφέρονται στους δώδεκα αποστόλους.
Η Σαγράδα Φαμίλια εκφράζει πλήρως την υπαρξιακή επιθυμία του δημιουργού της που ήθελε το έργο να είναι “ένα ζωντανό δάσος προσευχής”.
Το θανατηφόρο ατύχημα τον Ιούνιο του 1926, το άδοξο τέλος ενός από τους μεγαλύτερους “εργάτες” αρχιτέκτονες του 20ου αιώνα, διέκοψε προσωρινά τις εργασίες του μεγαλειώδους αυτού έργου. Συνεχίστηκε αργότερα από τους μαθητές του.
Σήμερα έχει σχεδόν ολοκληρωθεί και σύμφωνα με τις προβλέψεις αναμένεται να παραδοθεί στην τελική του μορφή το 2026 , εκατό χρόνια από το θάνατό του Αντόνι Γκαουντί.
“Μέσα από πολυβασανισμένα θαλάσσια κύματα ο Γκαουντί χτίζει ένα ολόκληρο οικοδόμημα”.
Αυτός ήταν ο Γκαουντί για τον Νταλί.¨Ένας ανόητος” που ο χρόνος απέδειξε ότι ήταν μιά διάνοια.