Χριστούγεννα 2024 – Μια άρια σταματημένη
η καρδιά του γιατρού Γιώργου Γρηγοριάδη
Ένα πέρασμα είναι. Και δεν ξέρεις πότε ο βαρκάρης, θα πιάσει τα κουπιά και θα αρχίσει να λάμνει για σένα.
Για καθετί σοβαρό υγείας, ο Γιώργος είχε τη λύση.” Α, μη σε νοιάζει. Δεν είναι τίποτα. Πες ότι πέθανες χθες”. Για κάμποσα χρόνια, λες σαν πανδημία, οι αιμορροϊδες θερίζουν. Δεν υπάρχει ζωντανός που δεν βογγάει. Ο Γιώργος διαβεβαιώνει: “Μερικών λεπτών υπόθεση”και με αυτοπεποίθηση αυτοδιαφημίζεται: “Είσαστε στα καλύτερα χέρια. Είμαι ο Γιαγκούπ του κ@λου!”
Κουτσοί στραβοί, με ή χωρίς αιμορροϊδες. Με ή χωρίς λεφτά. Πού αλλού; Στην κλινική του Γρηγοριάδη στο Ν. Ηράκλειο. Μόνο η γιαγιά μας η Καρύδαινα, προσωποποίηση της πονεμένης αξιοπρέπειας τον αρνείται πεισματικά. Στα 80 της σπάει τη λεκάνη της. Έχοντας ήδη θάψει τρία από τα πέντε παιδιά της. “Θα χειρουργηθώ” λέει. “Δηλαδή τί άλλο χειρότερο μπορεί να μού συμβεί. Όμως θα με χειρουργήσει ο Σπανουδάκης. Τον τρελό δεν τον θέλω”.
Τρελός είναι ο χειρουργός Γιώργος Γρηγοριάδης. Φοράει πράσινα, ρόμπα και σκούφο χειρουργείου. Ο ασθενής επί της κλίνης, με τη λάμπα που τον στραβώνει από πάνω του, ανάμεσα στον ύπνο και στον ξύπνιο τον ακούει με το νυστέρι στο χέρι: “Προσέξτε! Προσέξτε! Τίποτε άλλο δεν έχω να σάς πω.Προσέξτε τί θα ψηφίσετε”. Ανατριχιάζει η Καρύδαινα. “Δεν έχω έλθει σε Κλινική, σε κομμουνιστική γιάφκα έχω πέσει. Δεν τον θέλω τον τρελό”
Λίγα χρόνια αργότερα παθαίνει εγκεφαλικό η νόνα μας. Άλλο είδος γιαγιάς από την Καρύδαινα. Γαλλικά, Όπερα, jours fix με την Μέλπω Μερλιέ, την Λητώ Κατακουζηνού. Συνεννοείται μια χαρά μαζί του. Δεν ξέρω αν υπάρχει νότα από άρια που τού διαφεύγει. Αστός καρα-αστός ο Γιώργος, ” Αξιωματικός -Γιατρός του βασιλικού Ναυτικού, λατρεύει την κλασική μουσική και το bel canto. Δεν ξέρω πόσα χιλιόμετρα είναι η βιβλιοθήκη του. Τραγουδάνε με τη νόνα “Libiamo, libiamo libiam” από την Traviata. “Πάμε” μού λέει “Τη γιαγιά την τακτοποιήσαμε. Σε λίγο θα ξεστραβώσει και το στόμα της. Τώρα έχουμε εκλογές. Δεν υπάρχει καιρός για χάσιμο. Θα με πας ως το σπίτι;”— “Με προσβάλλεις. Και, βέβαια, θα σε πάω”
Στέλεχος του ΚΚ εσ. ο Γιώργος. ΚΚΕ, ένα είναι το Κόμμα εγώ. Μια μέρα ομιλητής απ΄ την εξέδρα με παίρνει το μάτι του να είμαι στο ακροατήριο. Μέγας προβοκάτορας με φωνάζει με το ονοματεπώνυμό μου: “Πολύ χαίρομαι που σε βλέπω”. Τίποτα και ποτέ δεν μάς χώρισε. Πότε χώρισαν τους ανθρώπους οι Μότζαρτ, Μπαχ, Ντονιτσέτι, Ρεμπώ, Βερλαίν, Λειβαδίτης, Ο’ Νηλ, Μπρεχτ, Καραγάτσης, Ρίτσος, Σταντάλ και Ρίλκε; Πότε; Όταν συμφωνούν: “Προσφέρω ό,τι μπορώ. Παίρνω ό,τι χρειάζομαι”. Έτσι έλεγε ο Γιώργος.
Εκείνη την ημέρα παραπατάει. Όλα είναι μπρος του θολά. Στη χούντα τον συλλαμβάνουν δεν είναι απλώς καρα-αστός αλλά και αξιωματικός. Διπλά αποστάτης της τάξης του. Τού δίνουν και καταλαβαίνει με τον υποκόπανο.”Με λυμένα τα χέρια , δεν σάς επιτρέπω”. Σηκώνεται και αντεπιτίθεται. Τον δένουν χειροπόδαρα. Παθαίνει αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς. Γι αυτό μού ζητάει να τον συνοδεύσω. Πρέπει οπωσδήποτε να χειρουργηθεί. Μα είναι και οι εκλογές.
Επιστρέφω σπίτι. “Τί σού είπε;” ρωτάνε όλοι μ΄ένα στόμα. “Η γιαγιά είναι μια χαρά. Τώρα έχουμε εκλογές” απαντώ. Παρευθύς η μάνα μας: “Απ΄το ξύλο που έφαγε τού την έχει σβουρίξει”. Ατάκα ο πατέρας μας: “Δεν κατάλαβες. Πρώτα στη σβουρίζει. Κι ύστερα κάθεσαι και τις τρως”
Ο περίεργος κόσμος μας, Γιώργο, σιγά-σιγά αραιώνει. Σήμερα εσύ. Αύριο εγώ.
Γειά σου, φίλε.