Λουί Αραγκόν ο καβαλάρης της καταιγίδας – 3 Οκτωβρίου 1897 – 24 Δεκεμβρίου 1982 Της Δέσποινας Μακρινού

αρχείο λήψης
Facebook
Twitter
LinkedIn

Thumbnail 8 5 169x300 1Γράφει η Μακρινού Μακρινού

 

 

3 Οκτωβρίου 1897 – 24 Δεκεμβρίου 1982

 

Της Δέσποινας Μακρινού

 

Μέσα από την καταιγίδα της προσωπικής και της κοινωνικής επανάστασης ταξίδεψε η ιστορία ενός από τους πιο αξιόλογους πρωτοπόρους συγγραφείς της Γαλλίας. Ο Λουί Αραγκόν ο καβαλάρης της καταιγίδας, ο αρνητής της τέχνης για την τέχνη, ο επαναστάτης, ο μαχητής της αδικίας και του συστήματος που την τρέφει, πέθανε μία μέρα πρίν απο τα Χριστούγεννα στο Παρίσι το 1982.

Άφησε το αποτύπωμα του βαθειά στην ιστορική διαδρομή της παγκόσμιας ποίησης συμμετέχοντας ενεργά, αρχικά στο κίνημα του Νταντά και στην συνέχεια στην αφύπνιση του σουρεαλισμού.

Ο Αραγκόν μαζί με τον Αντρέ Μπρετόν, ασπάστηκαν τον Ντανταϊσμό καταθέτοντας  συνειδητά την υποστήριξή τους στο ανεπίτρεπτο της ανθρώπινης βίας. Μιά έκφραση βιαιότητας και απανθρωπιάς στα χέρια του συστηματος και της ιδιοτέλειας. Μετά το σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου “μας μένει η ελπίδα μιας καθαρής ανθρωπότητας”.

Ο Ντανταϊσμός ως κίνημα ανυπακοής και αναρχίας, βάδισε παράλληλα με τη ζωή των δύο σημαντικών διανοούμενων και αποτέλεσε τη βάση του ιστορικά αναγνωρισμένου επόμενου βήματος, που ήταν ο σουρεαλισμός. Η κυριαρχία του ονείρου. Σε έναν κόσμο αληθινό, βίαιο η σουρεαλιστική επανάσταση τάραξε τα νερά δίνοντας προτεραιότητα στο όνειρο.

Στη νέα επανάσταση της φανταστικής σκέψης πρωτοστάτησαν ο Αραγκόν, ο Νταλί, ο Μάρξ Ερνστ, ο Ελυάρ, ο Μπουνιουέλ, ο Μπρετόν. Ο σουρεαλισμός

“Υπαγορεύεται από τη σκέψη, ενώ απουσιάζει κάθε είδος ελέγχου από τη λογική, πέρα από κάθε αισθητικό ή ηθικό προβληματισμό. Ο σουρεαλισμός στηρίζεται στην πίστη μιας ανώτερης πραγματικότητας ορισμένων μορφών συσχετισμών που μέχρι τον ερχομό του είχαν παραμεληθεί, στην παντοδυναμία του ονείρου, σε ένα ανυστερόβουλο παιχνίδι της σκέψης. Τείνει να καταστρέψει οριστικά όλους τους άλλους ψυχικούς μηχανισμούς και να τους υποκαταστήσει στην επίλυση των κυριότερων προβλημάτων της ζωής” έγραφε ο Μπρετόν.

Ο Αραγκόν με οδηγό την συνείδηση του και την ευαισθησία του στην αδικία πίστεψε ότι “μπορεί να αλλάξει τον κόσμο” ότι μπορεί “να αλλάξει η ζωή”. Μία πίστη διπλής ανάγνωσης, που εκφράστηκε από τον Μάρξ και τον Ρεμπώ, τους οποίους λάτρεψε.

Εντάχθηκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας και έγραφε στην εφημερίδα Ουμανιτέ ως κύριος αρθρογράφος για πολλά χρόνια. Τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξαν καθοριστικά για τη σχέση του με τον Αντρέ Μπρετόν, ο οποίος διαφώνησε με το καθεστώς Στάλιν λόγω της πολιτικής εκδίωξης του Τρότσκι. Η διαφωνία αυτή ενισχύθηκε από την ρητορική υποστήριξη του Μπρετον στην εκδίωξη ενός άλλου σημαντικού Ρώσου συγγραφέα του Βίκτορ Σέρζ.

Ο Αραγκόν παρέμεινε πιστός στο σοβιετικό καθεστώς για μεγάλο διάστημα παρά τις επισημάνσεις της γυναίκας του Έλσας Τριολέ , αδελφής της ερωμένης του Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι. Η αποσταλινοποίηση του ολοκληρώθηκε με την δημοσίευση κειμένων του Σολζενίτσιν και του Μίλαν Κούντερα.

Στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο Αραγκόν με τη γυναίκα του, πέρασαν στην Αντισταση και εργάστηκαν για την πτώση του χιτλερικού φασισμού.

Ο Αραγκόν υπήρξε φίλος και υποστηρικτής του αντιδικτατορικού κινήματος στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της χούντας των συνταγματαρχών. Συμπαραστάθηκε στον Ρίτσο και στον Θεοδωράκη με τους οποίους ανέπτυξε μία μεγάλη φιλία.

Στα 75 χρόνια του ο Γιάννης Ρίτσος έγραψε για τον φίλο του το “Σιωπηλό εγκώμιο”

“Αυτός με μια κόμη από άσπρη φωτιά, με την ακραία κομψότητα του αρνούμενου, με τις πολύτιμες αντανακλάσεις φωταγωγημένων αεροδρομίων σε κάθε νύχι του χεριού του – Πού πας έτσι μόνος – είπε ο άλλος –σε τούτη την ατέλειωτη όχθη, κάτω απ’ τους σταυρούς ξεγυμνωμένων δέντρων, πλάι στο μαύρο ποτάμι, προσεχτικός, απρόσεχτος, ταΐζοντας με μεγάλα διαμάντια βιαστικά, ανυποψίαστα ψάρια; – εσύ που έσμιξες όλα τ’ αντίθετα στον έναν ρυθμό. Πού πας, λοιπόν, έτσι μονάχος, παρασημοφορημένος, μες στη θλίψη μακρινών επευφημιών; Το ξέρω μέσα στην τσέπη του καινούργιου βελούδινου σακακιού σου( γι’ αυτό πιο λυπημένου) κρατάς κρυμμένο όχι το μέτρο του αρχαίου Ξυλουργού, αλλά το ένα ατσάλινο πτυσσόμενο φτερό του. Το δεύτερο δεν κρύβεται,  αυτό σου σκιάζει τα δύο τρίτα του προσώπου σου και το μαβί πουκάμισό σου κάτω απ’ τους προβολείς της αγέρωχης νύχτας. Απ’ τον ίσκιο αυτού ακριβώς του φτερού σ’ αναγνωρίζουν τ’ αγάλματα, οι ποιητές, οι φοιτητές, η επανάσταση κι εγώ. Όμως εγώ καλύτερα απ’ όλους σε γνωρίζω, απ’ το πρώτο, πτυσσόμενο,το κρυμμένο φτερό”.

 

 

 

 

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.