Κώστας Βάρναλης 14 Φεβρουαρίου 1884- Κ α ι Κρασανός κύκλος -Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου

ΒΑΡΝΑΛΗΣ 2023 02
Facebook
Twitter
LinkedIn
Κώστας Βάρναλης 14 Φεβρουαρίου 1884-
κ α ι Κρασανός κύκλος
Farakou 2 1Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου
   Πάλι μεθυσμένος είσαι, δυόμιση ώρα της νυχτός/ Κι αν τα γόνατα σου τρέμαν, εκρατιόσουνα στητός/ μπρος σε κάθε τραπεζάκι. – Γεια σου, Κωνσταντή βαρβάτε!/ – Καλησπερούδια, αφεντικά, πώς τα καλοπερνάτε;/ Ένας σού δινε ποτήρι κι άλλος σού δινε ελιά/ Έτσι πέρασες γραμμή της γειτονιάς τα καπελιά/ Κι αν σε πείραζε κανένας,- αχ, εκείνος ο Τριβέλας!-/ έκανες, πως δεν ένιωθες και πάντα εγλυκογέλας./ Χθες και σήμερα ίδια κι όμοια, χρόνια μπρος, χρόνια μετά…/ Η ύπαρξη σου σε σκοτάδια όλο πηχτότερα βουτά./ Τάχα η θέλησή σου λίγη, τάχα ο πόνος σου μεγάλος;/ Αχ, πού ΄σαι νιότη, πού δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος”.*
Ο πατέρας, όταν μάς διάβαζε αυτό το ποίημα του Βάρναλη, πάντα έλεγε:”Τριβέλας” ήταν ο ίδιος. Κανέναν και τίποτα δεν άφηνε ανέγγιχτο με τα πειράγματα του. Στον “Κρασανό κύκλο”** και στην παρέα της οδού Σαπφούς 49, στην Καλλιθέα, στο σπίτι των Αλεξίου, στην οποία μέλος – νεολαίος είναι και ο πατέρας μας, οι φάρσες, τα παιχνιδιάρικα αστεία του πάνε κι έρχονται. Όταν οι άλλοι αμύνονται:”Έλα Μπουμποϋ”,*** εκείνος κάνει τον κουφό, ώσπου όντως κουφάθηκε, δίχως πια να τον πιστεύουν. “Τον κουφό” συμφωνεί και ο αδελφός της γιαγιάς μας της Καρύδαινας, Κωνσταντίνος Ακριβόπουλος, συνεξόριστος του Βάρναλη στον Άη- Στράτη. “Μέγας εραστής του ωραίου φύλου, και μέγα πειραχτήρι”. Έχει καταφέρει με τις λεκτικές ταχυδακτυλουργίες του να κάνει τον δεσμοφύλακα του τον Θύμη, που καημό τό ΄χει να έλθει στην Αθήνα, να τού ανοίγεται, να τα τσούζουν, να τραγουδάει μαζί του:”Εγώ Άη Στράτη, Άη Στράτη δεν φοβάμαι είναι κι αυτή μια ελληνική γωνιά ../Θά ΄ρθουν καιροί ευτυχισμένοι/ σκλάβοι δε θά ΄ναι τότε οι λαοί”**** Άρα, συλλογιέται ο Θύμης, ελληνική γωνιά ο Άη – Στράτης, θα ΄ρθουν και καιροί ευτυχισμένοι δεν είναι απίθανο το ταξίδι στην Αθήνα.
   Μια μέρα όμως, ο Θύμης κρατάει αποστάσεις. Συνεχίζει την επαύριο και τη μεθεπομένη. Ο Βάρναλης, έκπληκτος από την μεταστροφή, επιστρατεύει όλα τα τεχνάσματά του. Ο Θύμης σπάει: “Μα, καημένε, δεν είσαι μόνο κομμουνιστής. Είσαι και δάσκαλος και ποιητής! Έτσι γράφει το χαρτί πο ‘ρθε”.— “Πο ΄ρθε; Πότε;”ρωτάει ο Βάρναλης κι αρχίζει να γελάει βροντερά, όπως συνήθιζε να μιλάει ή να απαγγέλει ποιήματα. Στα έγγραφα που είχε στείλει η Ασφάλεια στο νησί εξορίας, συνιστώντας ιδιαίτερη προσοχή στους παρακάτω….Οι ιδιότητες δάσκαλος και ποιητής ήταν τριπλά υπογραμμισμένες. Επομένως, δάσκαλος και ποιητής περισσότερο επικίνδυνος και από κομμουνιστής!
  Αυτοί που μπαίνανε στα σπίτια μας κι αρπάζανε τα πιο ογκώδη βιβλία ή εκείνα που είχαν κόκκινο ή βυσσινί εξώφυλλο (από πονηριά άμυνας δεμένα σε τόμο τα περιοδικά “Θησαυρός” και “Ρομάντσο”) κι άφηναν τα λεπτεπίλεπτα φυλλάδια της “18ης Μπρυμαίρ” του Μαρξ, του Ένγκελς “Την καταγωγή της οικογένειας, της ιδιοκτησίας και του κράτους”.***** Σωστά είχαν καταλάβει, μπορεί να είναι πρόξενος μεγάλης συμφοράς ένας δάσκαλος, ένας ποιητής.
”  Πάλι μεθυσμένος είσαι…Αχ, που ‘σαι νιότη πού ΄δειχνες πως θα γινόμουν άλλος”. Όταν μιλάμε για τζάμπα ανάλωση ζωής, αυτό, νομίζω, ξομολογιόμαστε χωρίς να το ξεστομίζουμε. Μα, οι πραγματικοί δημιουργοί-τεχνίτες, έχοντας το παντοδύναμο ένστικτο της αυτογνωσίας δεν διστάζουν μπρος στην αποκάλυψη της αλήθειας αντίκρυ στον εαυτό τους, αντίκρυ στους άλλους. Στρατευμένος ποιητής, λένε πολλοί για τον Βάρναλη. Προσπερνώ. Όχι βέβαια, γιατί αποφεύγω τη συζήτηση περί στρατευμένης και αστράτευτης Τέχνης, αλλά γιατί θα ‘θελα να ρωτήσω. Πόση απόσταση χωρίζει: “Αχ, που ΄σαι νιότη που ΄δειχνες…”* από “Τα Τείχη” του Καβάφη: “…διότι πολλά έξω να κάμω είχον/…Α, όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω;../ Ανεπαισθήτως μ’ έκλεισαν από τον κόσμο έξω”.
  Καμία, θα απαντούσα απερίφραστα. Απλώς ο καθένας με την τεχνική του, τη φόρμα που οι λέξεις τού υπαγορεύουν, μάς εκμυστηρεύεται, όπως ο Auguste Angellier: “Όταν τους στίχους έδωκα στον κόσμο/ την καρδιά μου κρέμασα σ΄ενός χασάπη τα τσιγκέλια”.
Μα και πάλι, κάποιους τους θέλαν μονίμως κρεμασμένους. Πού να φανταστεί ένας σημερινός ευρωπαίος και νεοέλληνας, πως στα κρυφά τραγουδούσαμε τα απαγορευμένα στους δρόμους και στο ραδιόφωνο, δύο από τα πιο λυρικά κατορθώματα της νεοελληνικής ποίησης. “Είχε την τέντα ξομπλιαστή η βάρκα του καμπούρη Αντρέα/ Γερμένος πλάι στην κουπαστή/ Ονείρατα έβλεπεν ωραία./ Η Κατερίνα κι η Ζωή/ Τ’ Αντιγονά κι κι η Ζηνοβία/ Ω! Τί χαρούμενη ζωή”******. Ή “΄Ηλιε και θάλασσα γαλάζια/ και βάθος τ΄άσωτ’ ουρανού/ λάμπετε σβήνετε μακριά μας/ χωρίς να μπείτε στην καρδιά μας” ********
Κι ίσως καλύτερα να μην το φανταστεί. Και ακόμα καλύτερα να μην το ζήσει. ” Του ενού ο πατέρας χρόνια δέκα/ παράλυτος ίδιο στοιχειό/ τ΄ άλλου κοντοήμερ’ η γυναίκα/ στο σπίτι λύωνει από χτικιό/ Στο Παλαμήδι ο γιος του Μάζη/ κι η κόρη του Γιοβή στο Γκάζι”*******. Μακάρι, να μην έφτανε ποτέ να ρωτήσει: ” -Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!/-Φταίει ο Θεός που μάς μισεί/ Φταίει το κεφάλι το κακό μας!/-Φταίει πρώτα απ΄όλα το κρασί!/ Ποιος φταίει; Ποιος φταίει; Κανένα στόμα / δεν τό βρε και δεν τό πε ακόμα/ Έτσι στη σκοτεινή ταβέρνα/ πίνουμε πάντα μας σκυφτοί/ Σαν τα σκουλήκια κάποια φτέρνα/ όπου μάς έβρει μάς πατεί/ Δειλοί μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,/ προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα”.******* “Είν΄οι προσπάθειές μας, των συφοριασμένων/ είν΄η προσπάθειές μας σαν των Τρώων../ Θαρρούμε πώς με απόφασι και τόλμη/ θ΄άλλάξουμε της τύχης την καταφορά…/ Μα πάντα κάτι βγαίνει και μάς σταματά…/ ταράττεται η ψυχή μας παραλύει../ κι ολόγυρα απ΄τα τείχη τρέχουμε/ ζητώντας να γλυτώσουμε με τη φυγή/ Όμως η πτώσις μας είναι βεβαία/ στα τείχη, άρχισεν ήδη ο θρήνος” λέει ο Αλεξανδρινός στους “Τρώες του”. ΄
Ποιος από τους δυο είναι ο στρατευμένος; Και ποιος ο αστράτευτος; Ποιος λιγότερο και ποιος περισσότερο. Ρίχνει τ ΄αγκίστρι στα σωθικά μας, ψαρεύει κρυμμένα μυστικά. Και τα σωριάζει ματωμένα ένοχα ή αθώα μπρος μας;
  Τα κεφάλια μας κουνιούνται με το ρυθμό του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου σε ξεχαρβαλωμένα βαγόνια, καθώς ο Σπύρος (Δανέλλης) μάς πηγαίνει από την Χερσόνησο Ηρακλείου στο Κράσι. Θέλει οπωσδήποτε να γνωρίσουμε τον Ρουσέτο ζωγράφο και φίλο του Μανόλη Ρασούλη. Να φάμε, να πιούμε και να τα πούμε μαζί του. Το τοπίο ξαλλάζει κάθε λίγο, ξαλλάζουν και οι σκέψεις και τα συναισθήματα. Δεν είμαστε στο σήμερα. Είμαστε στο χθες. Ο Σύντροφός μου (Γρηγόρης Φαράκος) γιατί έχει ζήσει την πολιτική προσφυγιά με την Λιλίκα (Έλλη Αλεξίου) στην Ρουμανία. Εγώ γιατί έχω μεγαλώσει με τις διηγήσεις του πατέρα μας και του μπάρμπα Ακριβόπουλου. Αλλά και γιατί στη γιορτή της Γαλάτειας ζούμε παιδιά με τον Μάρκο Αυγέρη, την Δώρα Μοάτσου και τον Κώστα Βάρναλη. Αργότερα, ώρες και στιγμές, που μακάρι ο χρόνος να μπορούσε να τις σταματήσει, με την Λιλίκα. Όταν πια έχει φύγει η Γαλάτεια και η Λιλίκα ζεί με τον Αυγέρη, Θεσπρωτέως 1- κάθετος ο δρόμος στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, διαγώνια απέναντι από το ζαχαροπλαστείο “Σόνια”.
   Για διαφορετικούς λόγους ο καθένας απ΄τους τρεις μας, θέλουμε οπωσδήποτε να φτάσουμε στο Κράσι. Να βρούμε χιλιάδες θύμησες. 30 Ιουλίου 1912 ο Λευτέρης Αλεξίου γράφει στις “Μπαγκατέλες” του:”Από το Κράσι επιστολή λαβένω/ και χίλια πράγματα μαζί μαθένω/ Πήγεν ο Βάρναλης γράφει η Λιλίκα/ και πλέρια εσυμπληρώθηκεν η κλίκα”. Η κλίκα! Όλοι εκείνοι που μαζεύονται τα καλοκαίρια στο σπίτι, της παλιάς συνοικίας που οι Κρασανοί τη δείχνουν “Στων Αλεξανώ”. Δηλαδή άνθρωποι των γραμμάτων, ποιητές, λογοτέχνες φίλοι της οικογένειας Αλεξίου: Βάσος Δασκαλάκης, Κώστας Βάρναλης, Νίκος Καζαντζάκης, Μάρκος Αυγέρης, Κώστας Σφακιανάκης, η κόρη του θρυλικού Ζορμπά Αναστασία. Και, φυσικά τα παιδιά του βιβλιοπώλη και διανοούμενου Στυλιανού Αλεξίου ο Λευτέρης, η Γαλάτεια, η Έλλη, ο Ραδάμανθυς τοπογράφος μηχανικός και ερασιτέχνης φιλόσοφος του οποίου γνωστή είχε γίνει η ρήση:”Σκέπτομαι άρα η φύσις σκέπτεται”. “Και δεν ερωτεύεσαι ποτέ; Μόνο σκέπτεσαι;”. Τον τσιγκλάει ο Βάρναλης και το χοροστάσι με πειράγματα δεν έχει τελειωμό.
   Ατέλειωτος και ο συναγωνισμός για τα γραψίματα που διαβάζει ο ένας στον άλλον. Αλλά, με τις ώρες και το χαρτοπαίγνιο. Μόνο ο Καζαντζάκης απαρέγκλιτα πιστός στο πρόγραμμα της δουλειάς του, δε συμμετέχει σε άσκοπες χαρές. Μια μέρα τους βάζει πόστα:” Δεν ντρέπεστε; Άνθρωποι των γραμμάτων είσαστε σεις;”–“Σκέτοι άνθρωποι” η απάντηση του Βάρναλη, που ρίχνει χαρτί, φωνάζει:”Βγήκα”, και ανάβει φωτιές:”Ω, τί χαρούμενη η ζωή, χτυπάς φτωχή καρδιά με βία”.
Η παρέα με χτυποκάρδι σηκώνεται. Πανηγυριώτες στις 26 Ιουλίου χορεύει κάτω από τον Πλάτανο και την Καρυδιά, ενώ όλη η νύχτα αντηχεί μεθυστική η λύρα. Πανηγυριώτες και στις 29 Αυγούστου, με τα γαϊδουράκια που περπατούν προσεκτικά άκρη- άκρη του φοβερού γκρεμού περνούν το Σελλί με τους μύλους και κατεβαίνουν στο οροπέδιο του Λασιθιού, για το πανηγύρι του Άη- Γιάννη. Τα παιδιά του χωριού που τους ακολουθούν έχουν να πουν διάφορες ιστορίες για τη σπηλιά της Σελένας και τη φλογέρα του βοσκού. Στο Μοναστήρι της Κεράς όπου ακούουν “φως ιλαρόν”, ο ηγούμενος τους κερνά, καθώς τα χελιδόνια μπαίνουν και βγαίνουν από τα παραθύρια της παλιάς εκκλησιάς.**
Κλεφτά φιλιά στο σούρουπο του γυρισμού, κάποιοι πιασμένοι χέρι- χέρι. Μια ατέλειωτη γραμμή των οριζόντων με σπίθες μοβιές και ρόδινες μακρυά. Πολύ μακριά, ως πέρα, στον Έρωτα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
*Κ. Βάρναλης, Σκλάβοι Πολιορκημένοι: Πρόλογος
**Κρασανός Κύκλος, Αλεξίου- Βάρναλης – Καζαντζάκης, Δήμου Μαλίων 2000*
***Το επίθετο του πατέρα του Κώστα Βάρναλη ήταν Μπουμπούς. Το επίθετο Βάρναλης, αν όχι καλλιτεχνικό δηλώνει τον τόπο καταγωγής Βάρνα Βουλγαρίας. Ο ποιητής γεννήθηκε 14 Φεβρουαρίου 1884 στον Πύργο Ανατολικής Ρωμυλίας, σημερινό Μπουργκάς Βουλγαρίας.
****Αντάρτικο τραγούδι, αγνώστου στιχουργού σε μουσική Βασίλι Σολοβιόφ
***** Παύλου Δελαπόρτα- Εισαγγελέα,Το ημερολόγιο ενός Πιλάτου
****** Κ. Βάρναλης, Η Μπαλάντα του Αντρίκου, μελοποιημένο από τον Μίκη Θεοδωράκη
*******Κ. Βάρναλης,Οι μοιραίοι, μελοποιημένο από τον Μίκη
Θεοδωράκη

Σχετικά Άρθρα