“Στο Εργαστήριο του Χριστόφορου Κατσαδιώτη”
Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς – 28 Μαΐου με 27 Ιουλίου 2025
Γράφει για την Avecnews ο ιστορικός και επιμελητής της Έκθεσης Γιώργος Μυλωνάς
Χριστόφορος Κατσαδιώτης, πλάνης στο σύνορο του κόσμου
Στα μάτια μου, ο Κατσαδιώτης μοιάζει με περιπλανώμενο, μεσαιωνικό τροβαδούρο που, με λοξή ματιά και βιτριολικό χιούμορ, γίνεται κοινωνός μιας πικρής αλήθειας. Την πηγή των ανορθόδοξων χαρακτικών του πρέπει ν’ αναζητήσουμε στα εκατοντάδες όνειρα που καταγράφει με τρόπο που θα ζήλευε κι ο πιο συνεπής ερευνητής – 500 αριθμεί έως σήμερα. Στο όνειρο, τη «βασιλική οδό» προς το ασυνείδητο, ο δημιουργός σκάβει και αποκτά πρόσβαση σε μια φλέβα ανεξάντλητη από σύμβολα και απόκοσμες μορφές. Μορφές που ξαφνιάζουν, που προκαλούν, που στη σιωπή τους ευαγγελίζονται αλήθειες πέρα από αυτό που αναγνωρίζουμε ως καθημερινή εμπειρία, πέρα από τη λογική. Το ίδιο το έργο τέχνης γίνεται έτσι μια γέφυρα ανάμεσα στον έσω κόσμο του καλλιτέχνη και σε εκείνον που μας περιβάλλει.
Χωρίς μια σταθερά – λες και η περιπλάνηση είναι ταυτοτικό στοιχείο της δουλειάς του – ο Κατσαδιώτης ταλαντεύεται σε δύο χώρες. Στο Παρίσι προετοιμάζει τις χαρακτικές μήτρες και στην Αθήνα, όπου διατηρεί το ατελιέ του με την πρέσα, τυπώνει τα χαρακτικά. Έτσι μοιάζουν και οι ήρωές του. Απάτριδες, κυκλοφορούν στην πόλη μόνοι ανάμεσα στο πλήθος, φιγούρες ξέμπαρκες που δεν ανήκουν πουθενά, μένοντας ερμητικά κλειστές στ’ απ έξω του κόσμου. Στρεβλές φάτσες – ζωόμορφες ή ανθρωπόμορφες – που δεν φέρουν τίποτα το ηρωικό επάνω τους. «Είναι οι άνθρωποι της παρακμής, της υπερβολής, της κραιπάλης και του περιθωρίου», μου λέει. Κι ωστόσο, σ’ αυτούς αναγνωρίζει «τη λύσσα για ζωή. Κάπως έτσι μπορώ να φανταστώ τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του, Αυτοί οι άνθρωποι είναι διχασμένοι μεταξύ ομορφιάς και πόνου. Θα ήταν αδύνατον να μην είναι Αυτοί, οι απόλυτοι ήρωές μου».
Γνήσιος επίγονος του Μαξ Ερνστ – του πρώτου που δημιούργησε κολάζ με χαρακτικό (περί το 1910) – ο Κ. τεμαχίζει, δίχως να λυπάται, πολλά από τα χαρακτικά του, ώσπου να βρει την ιδανική σύνθεση. Τα κομμάτια που είναι παλιά συμπληρώνουν τα καινούργια, καθώς τα προσαρμόζει μεταξύ τους, ράβοντας κάθε κομματάκι χαρτιού με το αντίστοιχο χρώμα κλωστής. Τίποτε από αυτά, όμως, δεν είναι ορατό στον θεατή (μονάχα στην πίσω όψη του έργου φαίνονται οι ραφές). Όπως ο Τζέιμς Ένσορ, έτσι κι ο Κ. αγαπά την καυστική τέχνη – από οξέα και σάτιρα – υπηρετώντας και εξελίσσοντας την οξυγραφία. Στο έργο του θα συναντήσεις την ειρωνεία και τον γκροτέσκο ρεαλισμό του Ότο Ντιξ, ραμμένο με εικόνες από το Νταντά, τα παιδικά παιχνίδια της κόρης του ή τα χαρακτικά του Μπρύγκελ, που απηχούν τα ζωόμορφα στοιχεία σε ανθρώπους. Σε αντίθεση, όμως, με τον Ντιξ, ο Κ. δένει το άγριο, την ωμότητα, με απαλά χρώματα που παραπέμπουν σε θρησκευτικά ημερολόγια τσέπης ή σε εικόνες – ανθίβολα ρωσικής τεχνοτροπίας.
Στο Μπενάκη της Πειραιώς, ο χαράκτης στήνει – πρώτος αυτός – ένα ψηφιακό cabinet de curiosités, έναν πολυχώρο παραδοξοτήτων, όπου αποκαθιστά τους περιθωριακούς του ήρωες στους θεσμικούς χώρους του μουσείου. Στο animation μπόρεσε ευφάνταστα να εμπλουτίσει τις οξυγραφίες του με κίνηση και φωνή, διεκδικώντας την αυτονομία ενός κινηματογραφικού στόρι. Μου θυμίζει την περίπτωση του πρωτοπόρου Τσέχου Γιαν Σβανκμάγιερ, ο οποίος, βαθιά επηρεασμένος από τον σουρεαλισμό, μετέτρεψε στις stop-motion ταινίες του καθημερινά αντικείμενα σε υπάρξεις του ασυνειδήτου που περιφέρονται ανάμεσά μας.
Καθώς από τη φύση του απεχθάνεται τις στολές και τολμηρά δείχνει την ανυπακοή του σε δόγματα και νόρμες, ο Κ. στο μοναχικό του ταξίδι πορεύεται ως ταπεινός προσκυνητής. Όχι κάποιου θεού, αλλά της βαθιάς ανάγκης του ανθρώπου να βρει απάντηση στα αγωνιώδη του ερωτήματα. Δεν πιστεύει στον Άη Γιώργη, δεν μπορεί να σταθεί στο πλευρό του. Είναι με τον Δράκο. Με εκείνον που δεν εξημερώθηκε, που δεν έσκυψε το κεφάλι, που δεν έγινε σύμβολο της νίκης των πολλών. Οι ήρωές του είναι άγνωστοι, αθέατοι—τα ονόματά τους δεν γράφτηκαν σε κανένα έπος. Μα ήταν εκεί, στο πλήρωμα του Οδυσσέα, προσκυνητές του Διόνυσου, παιδιά της Περσεφόνης. Και αν υπάρχει μια αλήθεια σε όλα αυτά, είναι ότι το να μάχεσαι ενάντια στον Δράκο σημαίνει πως ήδη τον φοβάσαι.