Μάνος Χατζηδάκις Διονύσης Σαββόπουλος -Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου

Det savvo
Facebook
Twitter
LinkedIn
Μάνος Χατζηδάκις
Διονύσης Σαββόπουλος
Farakou 2Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου
      “Ο Φρανκενστάιν έγινε πόστερ και στολίζει το δωμάτιο ενός όμορφου αγοριού. Το αγόρι ονομάζεται Πινοσέτ ή Βιντέλα και χορεύει με πάθος ένα ταγκό. Ένας ρυθμός κι ατέλειωτοι αριθμοί. Χίλιοι πεντακόσιοι, πέντε χιλιάδες, δέκα, εκατό χιλιάδες. Όχι εντελώς αποσαφηνισμένοι των εξαφανισθέντων, βασανισμένων και νεκρών.Και το ταγκό συνεχίζεται, το δε ποδόσφαιρο στις φάσεις, κόβει την αναπνοή εκατομμυρίων θεατών επί γης. Εκατομμύρια περισσότεροι απ΄όσους εννοούνε να αντιδράσουνε στο τέρας και εξαφανίζονται μες τα χαντάκια, σε ρεματές ή στις αγροτικές ερημιές.
Από την ώρα που ο Φρανκεστάιν γίνεται στόλισμα νεανικού δωματίου, ο κόσμος προχωράει μαθηματικά στην εκμηδένισή του. Γιατί δεν είναι που σταμάτησε να φοβάται, αλλά γιατί συνήθισε να φοβάται”.
Να! ένα από τα σχόλια στο “Τρίτο Πρόγραμμα”, του γεννημένου σαν σήμερα 23 Οκτωβρίου Μάνου Χατζηδάκι.
Κι εγώ δεν ξέρω αν έχει μείνει μέσα μου από το ραδιοφωνικό Πρόγραμμα του Τρίτου. Δεν ξέρω αν έχει μείνει μέσα μου, απ΄όταν η μάνα κι ο πατέρας μας μάς κατέβαζαν στο Υπόγειο του Θεάτρου Αθηνών, όπου από το θίασο Μυράτ – Ζουμπουλάκη γινόταν ανάγνωση- διδασκαλία του έργου του Πιραντέλλο “Απόψε αυτοσχεδιάζουμε”. Εκείνος, καθόταν στο πιάνο. Η Ζωή Φυτούση χάιδευε με τη βραχνή φωνή της τα χέρια του πάνω στα πλήκτρα, “Κι ήταν παιδί στα 17, που τώρα έχει πεθάνει. Ποιος θα σού φέρει αγάπη μου το γράμμα πο ‘χω γράψει”. Κάθε νότα στα δάχτυλά του Χατζηδάκι μια νέα αρχή. Πραγματικά Απόψε Αυτοσχεδιάζουμε. Δεν ξέρω αν έχει μείνει μέσα μου από τις νυχτιές, όπου όλα μεταμορφώνονταν σ΄ένα χαμόγελο ανεξάντλητης ανθρώπινης ζεστασιάς και εμπιστοσύνης, στο σπίτι του Τζούλη και της Μελίνας με την Φλέρυ Νταντωνάκη, να αποζητάει την αποδοχή του με ένα αδιόρατο νεύμα του, όταν τραγουδάει:”Θες με ως σφραγίδα…/ κραταιός ως θάνατος αγάπη/ σκληρός ως Άδης ζήλος”.
Δεν ξέρω μπορεί να ΄ναι η κάθε στιγμή ξεχωριστά. Ή και όλες μαζί. Από ανάγκη και θέληση ανάπαυλας μέσα σε τόση άγρυπνη υπερένταση άγριων σαν στάβλοι καιρών. Από ανάγκη για εξευτελισμό κάθε ημερινού και νυχτερινού εφιάλτη. Για μια λύτρωση από το φόβο ηθικό, κοινωνικό, φυσικό.
Πάει κι ο Νιόνιος- Διονύσης Σαββόπουλος. Όπως ο κάθε θνητός όταν ξεχνάει ή δεν θέλει πια να αναπνέει. Από παντού ακούγονται ακατάσχετες θριαμβολογίες. Ολότελα ακατάλληλη η στιγμή για τις δυνατότητές μου να σταθώ απέναντί στην “Συννεφούλα”, απέναντι και στους “Κ@λ@έλληνες” και βάλε… Κι αν θα μπορούσα να πω,- έστω επιπόλαια μια κουβέντα,- θα ήταν μόνο: “Περισσότερο κι απ΄τους ανθρώπους, τα τραγούδια αγάπησε”.
Υπάρχει όμως και ο Μάνος Χατζηδάκις. Κι αυτόν! Τί ειρωνεία 21- 25 Οκτωβρίου θάνατος και ζωή. Κι αυτήν τη ζωή. Τη ζωή του Μάνου Χατζηδάκι. Μια ζωντανή αισθητική ηθική δεν μπορώ να την βγάλω από τα τζουέρια μου. Θα ήταν σαν να αυτοευνουχιζόμουν.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ο Μάνος Χατζηδάκις ως Διευθυντής του “Τρίτου Προγράμματος”της ΕΡΤ, χρησιμοποιεί το ραδιόφωνο ως καταφύγιο ελευθερίας και πολιτισμού. Τότε, μέσα στο αυταρχικό κλίμα της εποχής, η λογοκρισία απαγορεύει από το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου: «Μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο» την εξής στροφή:
«Καθώς διηγόταν τη ζωή του σε κουφούς
Θαρρούσα δεν θα αντέξω
Το δικαστήριο λειτουργούσε μέσα εκεί
Μα η δικαιοσύνη ήταν απέξω”.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος αναγκάζεται να κόψει τη στροφή από το τραγούδι, για να πάρει άδεια κυκλοφορίας στο βινύλιο, ενώ στο ραδιόφωνο το τραγούδι δεν παίζεται καθόλου. Ωστόσο, ο Χατζιδάκις δίνει εντολή να μεταδοθεί αυτούσιο στο “Τρίτο Πρόγραμμα”, αψηφώντας τις απειλές. Όταν, μάλιστα, πληροφορήθηκε ότι κάλεσαν από το Υπουργείο λέγοντας ότι θα διατάξουν ανακρίσεις. Ο ίδιος ο Χατζηδάκις, φέρεται να απάντησε: «Θα το ξαναπαίξετε και αύριο και αν σας πουν τίποτε, να τους πείτε ότι εγώ το ζήτησα γιατί θέλω να το ξέρω και θέλω να το ακούσω για να διαμορφώσω προσωπική γνώμη».
Μάνος Χατζηδάκις ένα δαιμόνιο πεισματάρικο και λεύτερο! Δεν βρίσκει πουθενά σύνορο. Περπατεί αποφασισμένος να μην απιστήσει ποτέ απέναντι στον εαυτό του.
Στα 1986, ακριβώς γιατί δεν τον χωράει η απιστία του εαυτού του. Ο Μάνος Χατζηδάκις με επιστολή του στην εφημερίδα ”Ελευθεροτυπία” θα πει:
“Ο κ. Σαββόπουλος, θέλοντας να κοινοποιήσει δημοσίως, την όχι δημοσίως εκφρασθείσα επιθυμία μου, να μην μεταχειριστεί τη μουσική μου στις εκπομπές του, βρήκε την ευκαιρία να ειρωνευτεί την άρθρωσή μου με την κάπως ανορθόδοξη προφορά μου στο γράμμα Ρο. Τόσα χρόνια μιλούσα από το”Τρίτο Πρόγραμμα “του ραδιοφώνου και κανείς δε βρέθηκε -φίλος κι εχθρός- να σταθεί στην ιδιοτυπία της προφοράς μου. Και μόνον ο κ. Σαββόπουλος την επισήμανε. Τί οξυδέρκεια! Πρέπει ακόμη να προσθέσω πως δεν μού διέφυγε η ισχυρή δόση ειρωνείας και αναίδειας που περιείχε ο ίδιος στη συνομιλία του με τον κ. Θεοδωράκη.
Κατόπιν αυτών, του απαγορεύω όχι μόνο τη χρήση της μουσικής μου, αλλά και την απλή αναφορά του ονόματός μου, στις τόσον εγωπαθητικές εκπομπές του. Θα φροντίσω και νομικά να κατοχυρωθώ. Είναι όμως θλιβερό, άτομα που κάποτε ξεκίνησαν με κάποιο ταλέντο, να καταλήγουν σε μια εξυπνάδικη χυδαιότητα για να καλύψουν έτσι τη ραθυμία τους και τη μουσική τους απραξία”.
Χρόνια μετά, σε συνέντευξη του ο Διονύσης Σαββόπουλος μιλάει στον Αργύρη Παπαστάθη και το ΒΗΜΑmagazino (21.9.2012) για τη σχέση του με τον Μάνο Χατζιδάκι.
Β.Μ. Ισχύει ότι όταν γνωρίσατε τον Χατζιδάκι τού κάνατε επίθεση;
Δ.Σ. Ήμουν αγενής. Εν ονόματι της ανεξαρτησίας του πνεύματος και της νεότητος, το ’παιξα αφ’ υψηλού και “εναλλακτικός”, ενώ τον θαύμαζα και είχα μεθύσει από τη χαρά, που το όνειρό μου να τον συναντήσω γινόταν πραγματικότης. Αντί να τού δείξω αυτό, εκστόμιζα διάφορες “απόψεις” ότι π.χ. η καινούργια ενορχήστρωσή του των “Ορνίθων” ήταν χολιγουντιανή ή ότι η “Μυθολογία” ήταν σαν τσιμπιδάκι στα μαλλιά. Εν τω μεταξύ, πρόσεξα ότι είχε λυθεί το κορδόνι του παπουτσιού του και ενώ ποθούσα να σκύψω και να του το δέσω, συνέχισα αγέρωχος με διάφορες “απόψεις”. Το κακό είναι ότι όσο ζούσε δεν τόλμησα να τού εκφράσω τα αληθινά μου αισθήματα για αυτόν. Τού μιλούσα πάντα σαν ισότιμος ντε και καλά, ενώ ένιωθα κατώτερός του. Ωσπου πέθανε και έχασα την ευκαιρία για πάντα. Ομως με άκουγε πάντα με χαμόγελο και συγκατάβαση. Ισως είχε καταλάβει την “πόζα” μου, τον βαθύ σεβασμό μου για αυτόν.Όταν με κάλεσε για ένα μήνα στον “Σείριο” το 1988 έσπευσα αμισθί. Μου έκανε δώρο μια κιθάρα. Ήταν πολύ γενναιόδωρος”.
Γενναιοδωρία και Θεός σχωρέστον!
Έτσι είναι η ζωή φίλες και φίλοι μου. Μια ενότητα και πάλη αντιθέτων!

Σχετικά Άρθρα