Τσάρλι Τσάπλιν, Μοντέρνοι Καιροί
Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου Στην οδό Πανεπιστημίου της Αθήνας, κάτω από το σημερινό θέατρο REX, βρισκόταν κάποτε το Σινεάκ. Κινηματογραφική αίθουσα για παιδιά.Εκεί, είδαμε” ταινίες με Χοντρό – Λιγνό, την Παναγία των Παρισίων και τους Αθλίους του Ουγκώ. Εκεί πρωτοείδαμε έναν αλητάκο με καπέλο, μουστάκι και μπαστούνι. Να περπατάει κλόουν του τσίρκου της ζωής. Τον Σαρλό- Τσάρλι Τσάπλιν!
Σαρλό χαμίνι. Σαρλό πεινασμένος να τρώει τα κορδόνια των παπουτσιών του, περνώντας τα για μακαρόνια. Σαρλό “Ο μεγάλος δικτάτορας” να παίζει την παγκόσμια σφαίρα σαν μπάλα κι εμείς οι πολλοί εν υπνώσει. Σαρλό που βλέπει μια κόκκινη σημαία να πέφτει καταγής και χ ω ρ ί ς να ξέρει γιατί, την μαζεύει και βρίσκεται μπλεγμένος, πίσω από της φυλακής τα σίδερα. Γιατί το να μαζέψεις έστω ένα κόκκινο κουρέλι, δίχως άλλο είσαι κομμουνιστής. Σαρλό στο αριστούργημα της κινηματογραφικής κάμερας:”Μοντέρνοι Καιροί”.
Ορίστε η υπόθεση. Ένας εργάτης της φάμπρικας. Νευρικό άθυρμα, μετά από δεκατρείς και βάλε…. ώρες δουλειάς, παραπατώντας βγαίνει από το εργοστάσιο όπου δουλεύει, με ένα κλειδί για σύσφιξη βίδας ή και μπουλονιού στο χέρι. Βλέπει να περπατάει στο πεζοδρόμιο μια εύσωμη, βυζαρού κυρία, που φοράει φουστάνι με κουμπιά. Περνάει τα κουμπιά του φουστανιού της για μπουλόνια και την κυνηγάει με το κλειδί για να της τα σφίξει. Τρέχει μπρος η κυρία έντρομη, τρέχει ξοπίσω της κι ο εργάτης Σαρλό. Ξεκαρδιζόμαστε, παιδιά εμείς, στα γέλια.
“Τί ωραία που γελάτε” μάς λένε καταχαρούμενοι η μάνα κι ο πατέρας μας” Πάντα να γελάτε, πάντα.Μα, μην ξεχνάτε να μαντεύετε τί κρύβεται πίσω απ΄ό,τι βλέπετε κι ακούτε”. Μάντεμα στο μάντεμα. Αρχίσαμε να ακούμε βόγγο μέσα μας, βόγγο κι απέξω.Και, τελικά…Τελικά, όπως λέει και ο φίλος Τassos Karvouniaris”Στρατός στο Σύνταγμα. Στρατός στην Ομόνοια. Στρατός σε όλες τις πλατείες… κοιμόμαστε με τα παράθυρα ανοιχτά!”.Να! Γιατί πρέπει να υπάρχει στρατός και μπρος στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, για να μάς φυλάει να κοιμόμαστε. Να κοιμόμαστε ήσυχοι! Πιο ήσυχοι κι από τους ησυχασμένους στα νεκροταφεία.
Μόνος ανήσυχος, ο Σαρλό- Τσάρλι Τσάπλιν. Ο γνωστός αλητάκος, με το χαρακτηριστικό μουστάκι, αγωνίζεται να επιβιώσει σ΄ένα βιομηχανοποιημένο κόσμο. Στους “Μοντέρνους Καιρούς”, μετά από την παγκόσμια οικονομική κρίση, κραχ του 1929. Όπως συμβαίνει πάντα σε τέτοιες, αν και δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ές συνθήκες, φτώχεια, ανεργία, ανασφάλεια και ταμπούρλα πολέμου. Το αφεντικό όμως,- πες στις μέρες μας καπιταλιστής Έλον Μασκ,- δεν μπορεί ούτε στιγμή να σταθεί στην ίδια θέση. Πρέπει να προχωρεί κι όλο να προχωρεί και να κερδίζει, ενώ ο ανταγωνισμός με τους ομοίους του, για το ποιος θα κερδίσει τα πιο πολλά, ολοένα και οξύνεται. Άρα, εκτός από τα γνωστά:”Δουλεία” και χαρά 13ωρα, 15ωρα,αχάραγα και μέχρι του ήλιου τη δύση, πρέπει να εφευρίσκει ολοένα και νέα μέσα για να φτηναίνει την παραγωγή, να αβγατίζει τα κέρδη του.
΄Ενα απ΄ αυτά τα μέσα είναι και το σύστημα Τέιλορ. Πρωτοεμφανίζεται, πού αλλού; Μα, στα πόδια του αγάλματος της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο, στην Αμερική. Για να έχει τέλεια εφαρμογή ο Τεϊλορισμός, οι κερδοσκόποι οπαδοί του ακολουθούν την παρακάτω μέθοδο. Στο χέρι ενός βιομηχανικού εργάτη, ενός εφαρμοστή ας πούμε, δένουν μια ηλεκτρική λαμπίτσα. Φωτογραφίζουν τις κινήσεις του εργάτη και μελετούν τις κινήσεις της λαμπίτσας. Διαπιστώνουν ότι ορισμένες κινήσεις είναι “παραπανίσιες”. Οπωσδήποτε ο εργαζόμενος πρέπει να αποφεύγει τις κινήσεις αυτές, ώστε να μην χάνει ούτε ένα δευτερόλεπτο. Βάζουν, λοιπόν,τον εφαρμοστή να κάθεται σε ένα ειδικό κάθισμα. Τόσο ψηλό ώστε να μη χάνει χρόνο για σκύψιμο. Τού εξασφαλίζουν κι ένα παιδί για βοηθό που τού δίνει με κατάλληλο τρόπο, ένα απόλυτα συγκεκριμένο κομμάτι μηχανής. Ενώ, στο υποτιθέμενο διάλειμμα μια ταϊστρα περνάει από μπρος του με ταχύτητα αστραπής. Τα ζώα στο παχνί έχουν λίγη ώρα ανάπαυλα. Ο ανθρωπάκος σπαστικά τρώει ό,τι τον ταϊζουν, ενώ το αφεντικό ως άλλος “Μεγάλος Αδελφός”παρακολουθεί το καθετί μέσα από μόνιτορ. Σε λίγες μέρες ο εφαρμοστής εκτελεί τη συναρμολόγηση της μηχανής στο 1/4 του χρόνου που κατανάλωνε προηγούμενα.
Επιτυχία στην αύξηση της παραγωγικότητας! Τεράστια ανυπολόγιστα κέρδη.΄Ομως η αμοιβή του εργαζόμενου δ ε ν ανεβαίνει στο τετραπλάσιο, αλλά το πολύ-πολύ κατά μιάμιση φορά. Μόλις οι εργαζόμενοι συνηθίσουν το καινούριο σύστημα κατεβαίνει ξανά το μεροκάματο. Νεύρα, μυς, εγκέφαλος του εργαζόμενου, γίνονται ένας κατευθυνόμενο ρομπότ που το γυρνάνε ταινία. Τους εργάτες που πρωτοπιάνουν δουλειά τους πηγαίνουν στον κινηματογράφο του εργοστασίου ώστε να δουν στην ταινία, τί θα πει υποδειγματικό πρότυπο και να ευθυγραμμιστούν με αυτό. Διαφορετικά απόλυση!
Μειωμένος μισθός, απολύσεις, τα κέρδη που εισπράττουν οι μεσάζοντες για να φτάσουν τα προϊόντα στα ράφια, μειώνουν τις πωλήσεις. Τα υπερσυσωρευμένα κέρδη δεν βρίσκουν αγοραστές και λιμνάζουν. Ζητούν αλλού διέξοδο. Σε όπλα, στην εποχή μας και σε εξελιγμένα drones θανάτου.Ο ανθρωπάκος παραλοϊσμένος μέσα στο χάος, με το κλειδί σφικτήρα προέκταση πλέον του χεριού του βλέπει την εύσωμη βυζαρού κυρία και την κυνηγάει. Αυτή είναι πια όλη του η ζωή. Το σφίξιμο μιας βίδας.
Η εναρκτήρια σκηνή της ταινίας “Μοντέρνοι Καιροί” είναι η εικόνα των εργαζομένων και ενός κοπαδιού προβάτων. Έτσι το υποκριτικό και σκηνοθετικό μεγαλείο του Τσάρλι Τσάπλιν ξεδιπλώνει τις αιτίες της δυστυχίας, της πείνας, του άστεγου στο παγκάκι, των οικονομικών ανισοτήτων, της αδιάλλακτης πολιτικής συμφερόντων των ολίγων, που για να κρατηθεί στην εξουσία ασκείται με ρόπαλα. Εσχάτως με ΜΑΤ. ΜΑΤ στα σχολεία χωρίς δασκάλους, ΜΑΤ στους δρόμους, στα Πανεπιστήμια. ΜΑΤ μπρος στον Άγνωστο Στρατιώτη. Του Στρατιώτη του Σαραντάπορου, της Πίνδου, του 1821, του Γοργοπόταμου.
Ε! Ως εκεί όμως. Ο ανθρωπάκος θύμα συναντάει και ερωτεύεται μια ορφανή κοπέλα του δρόμου. Οι δυο τους χέρι-χέρι ονειρεύονται πιο όμορφες μέρες. Μακριά απ΄ όπου η τυραννία καταντάει την ανθρώπινη εργασία δουλεία. Ο ανθρωπάκος ναυάγιο παύει τότε να είναι γελοιογραφία.Το ατομικό του δράμα χάνεται. Από δω και μπρος, όπως στο χορό της αρχαίας τραγωδίας, το κύριο πρόσωπο θα είναι ο λαός, οι λαοί. Οι κυνηγημένοι, οι διωγμένοι που προχωρούν ο ένας πλάι στον άλλον. Αρνούμενοι να τους ξεριζώσουν απ΄τη ζωή.
“Ο Σοπενχάουερ είπε πως η ευτυχία είναι μια αρνητική κατάσταση, αλλά εγώ διαφωνώ” λέει στην “Αυτοβιογραφία” του ο Τσάρλι. Ο Τσάρλι Τσάπλιν.
Εσείς; Εμείς;















