Γράφει η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου
Δεν έχει συμβατική ταυτότητα ο Γρηγόρης Φαράκος. Όμως, σε αντίθεση με την αφεντιά μου, δεν τα βάζει κρυφά ή φανερά με τους ανθρώπους. Βρίσκει διάφορες εξηγήσεις για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά τους. Την παρασιτική κοινωνική τους παρουσία.Την αδιαφορία τους για όλους και όλα, πάρεξ, βέβαια, του εαυτού τους. Επιχείρημα του:”Δεν ορίζουν αυτοί τη συνείδηση μας. Στο κάτω-κάτω εν τέλει το καλό θα νικήσει”. Το επαναλαμβανόμενο με απόλυτα σίγουρη ηρεμία επιχείρημα – επιμύθιο κάνει τα μηνίγγια μου να χτυπάνε σαν ταμπούρλα.
Όλα εδώ πληρώνονται. Είναι φανερό από τον τρόπο που κρατάει την πίπα με τα δάχτυλα του,- δάχτυλα πιανίστα. Από τα μάτια του που παίζουν με τους κύκλους καπνού πως έχει διαταραχθεί η ισορροπία του. “Με συγχωρείτε” λέει “Δεν αισθάνομαι καλά. Πρέπει να φύγουμε”. Ήδη είχαμε μπει στην 15χρονη τελευταία θύελλα της ζωής του, που βήμα το βήμα παρακολουθούσαν μερόνυχτα, γιορτές και αργίες επιστήμονες.
Ποιον να σκεφτώ και ποιον να αφήσω από τόσους και τόσους. Απλώς βρίσκω την ευκαιρία να πω ευχαριστώ σε όλους για την ανυπόκριτη, ανιδιοτελή έγνοια τους, προσωποποιώντας τους με: τον Δημήτρη Kελέκη, τον Δημήτρη Κρεμαστινό, τον Σωτήρη Τσιόδρα, τον Πάρη Κοσμίδη. Δύο ήταν οι κυρίαρχες απόψεις. Η μία, να ζούμε σαν άρρωστοι: ” Μη και μη”. Η άλλη, να εξακολουθούμε τη ζωή σαν να μην τρέχει τίποτα. Τραβήξαμε το δεύτερο δρόμο. Έτσι βρεθήκαμε και στη συγγενική σύναξη.
Είναι γνωστό, τους φίλους τους επιλέγεις, γι αυτό τους χαρακτηρίζεις και σε χαρακτηρίζουν. Τους συγγενείς τους ανέχεσαι. Ως πού όμως η ανοχή; Και τί δεν ακούμε για την Επιστήμη, την Πολιτική, την τιμή της σαρδέλας. Όλες οι κουβέντες πασπαλισμένες με: “Εμένα θα μου πεις; Ξέρεις τί έχουν δει εμένα τα μάτια μου;”. Όλες οι παρόλες γύρω από τη διαδρομή:”Μαμ, κ@κ@ και νάνι”. Στο ίδιο μοτίβο και η αναφορά του….για την εκδρομή στην Πρέβεζα: —“Κάτι γαρίδες, να! Τί φαγί, τί πιοτί, τί θάλασσα. Πώς αυτοκτόνησε; Ανώμαλος ήτανε”—-“Ναι! Ναι! Ανώμαλος” συμφωνούν με χάχανα και οι απόδελοιποι άνδρες τε και γυναίκες.
Μόλις κλείνει η εξώπορτα πίσω μας, εξεμούμε. Δεν είναι μεταφορά, σχήμα από εκείνο που μας μαθαίνουν στο σχολείο. Είναι πραγματικό γεγονός, λες και τα στομάχια μας είχαν γίνει ένα. Πελιδνός, περισσότερο απ΄ό,τι οι μανιάτικες ρίζες -άκος,φτάνοντας σπίτι, ξεσπάει: ” Πώς είναι δυνατόν, και ποιοι αλήθεια; Με περισσή ευκολία μιλάνε για έναν Κώστα Καρυωτάκη; Ανώμαλος. Άκου ανώμαλος. Ακόμα και σήμερα,ανώμαλος ο διάτρητος από ευαισθησία Καρυωτάκης;”
Μπορεί τσίτσιδος να σπάει στην Ασφάλεια τα νεύρα του Μάλλιου και του Μπάμπαλη, απασχολώντας το μυαλό του με τον υπολογισμό των συντελεστών του διώνυμου (α+β) στη νιοστή αυξάνοντας διαρκώς το ν. Μα εύκολος στη μνήμη ο Φαράκος δεν είναι. Παίρνει από το ράφι τα ” Άπαντα” του Καρυωτάκη, ανοίγει στη σελίδα με την “Πρέβεζα“:“Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους/ αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…./ Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,/ θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία”. Προχωράει πιο κει στον “Κήπο της αχαριστίας”: ”Θα καλλιεργήσω το ωραιότερο άνθος. Στις καρδιές των ανθρώπων θα φυτέψω την Αχαριστία…Σιγά – σιγά οι κλώνοι θα πυκνώνουν, θα μπερδεύονται μεταξύ τους, θα περισφίγγουν το λαιμό μου…Κάτω από τη σταθερή τους ώθηση, θα βυθίζομαι στο χώμα./ Κι ο κήπος μου θα είναι ο κήπος της Αγάπης”
Από τα μάτια του τρέχουν δάκρυα. Δυο φορές έχει αφήσει έτσι ελεύθερο τον εαυτό του. Εκείνη την ημέρα, και όταν κρατούσαμε άψυχο τον τρισαγαπημένο Μπιμ. Τόσο δα κουτάβι – τυφλό το είχαμε μεγαλώσει με το bibéron. Και τώρα;… “Ξέρεις, Ευτυχούλι. Κι εγώ έχω κάνει απόπειρα αυτοκτονίας. Είμαι αριστούχος, έχω υποτροφία. Μου λένε να μαρτυρήσω για έναν συμμαθητή μου. Αρνούμαι. Με τιμωρούν με αποβολή. Είναι άδικο. Άδικο. Να ήταν το μόνο; Έχει δίκιο ο Καρυωτάκης όταν γράφει:”Είμαστε κάτι…”:“Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες / κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,/ στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει…/ Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε./ Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις/ είναι το καταφύγιο που φθονούμε”
Οι άνθρωποι εύκολα συγχωρούν τον κοινό ληστή Βαραβά. Πολύ δύσκολα έως ποτέ αυτόν που τους ξεσκεπάζει. Ο Κώστας Καρυωτάκης ένας απ΄αυτούς. “Ανδρείκελα” καταμαρτυρεί: ” Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό / ανδρείκελα, στης μοίρας τα δύο τυφλά χέρια/ χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,/ άτονα κοιτώντας παθητικά τ΄αστέρια”. Και στις “Σάτιρες” του:” Στο Άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο”: “Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ΄αγοράσουν/ έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι./ Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,/ πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν/ οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν / με το πορτραίτο του Dorian Gray”
Σιγά μην ξέρουμε το πορτραίτο του Dorian Gray, το ξεπούλημα του Φάουστ στον Μεφιστοφελή. Ίσα – ίσα με αυτήν την ηθελημένη άγνοια, με τα ορμέμφυτα ένστικτα μας αμυνόμαστε. Διαχρονικά και διατοπικά αμείλικτη είναι η κατακραυγή μας:“Ανώμαλος”. Ανώμαλος γιατί, ανάμεσα σε άλλα, λίγο πριν βάλει το πιστόλι στον κρόταφο του, η τελευταία του κραυγή- σημείωμα είναι:“Πληρώνω για όσους καθώς εγώ δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμεναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους και θεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα και περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ΄αυτούς απευθύνομαι…”
Με ένα πιστόλι κειμήλιο του στρατιώτη πατέρα του τινάζει τα μυαλά του στον αέρα και ο λεπταίσθητος Ναπολέων Λαπαθιώτης. Εξομολογείται στους “Αποχαιρετισμούς στη Μουσική”:…Μόνος ήρθα, κάποιο βράδυ- κι ήταν όλοι, γύρω μόνοι,/ κι όλοι ξένοι τραγουδάμε, μεσ΄τη νύχτα που σιμώνει…/ Μόνος ήρθα κάποιο βράδυ, μόνος πόνεσα για λίγο,/ μόνος έζησα του κάκου, κι όπως ήρθα και θα φύγω/ τ’ είναι τάχα, για τους άλλους, ο χαμός ενός ατόμου;- κι όπως ήρθα και θα φύγω, μόνος μες το θάνατο μου”
Μόνος! Το σπέρμα των λόγων του, η συνειδησιακή επαγρύπνηση του, οι δεικτικοί υπαινιγμοί του δεν αρκούν να μας ταρακουνήσουν. Χιλιάδες οι μόνοι, καθημερινά πληθαίνουν μες το θάνατό τους. Ο μεγάλος νικητής “Ο Νέρων ο τύραννος”* γυρνάει την πλάτη επιδεικτικά, απέχει. Ως άλλος τόπαρχος για να αποδείξει το άλλοθι του ακολουθεί την πανάρχαια τακτική του Πιλάτου: νίπτει τας χείρας. Κι αν τον ρωτούσε κανείς: —“Είναι τίμιο αυτό που κάνεις; Να νίπτεις τας χείρας μπρος στο Σφαγείο αθώων;” δίνει απροκάλυπτα την απάντηση:” Περισσότερο από τίμιο. Σκόπιμο”**
30 Οκτωβρίου γεννιέται ένα λυμφατικό, αδύναμο κλαρί αγόρι. Τον λένε Κώστα Καρυωτάκη. 31 Οκτωβρίου γεννιέται ο σιγαλόφωνος Ναπολέων Λαπαθιώτης. Η ζωντανή τους αλήθεια προορίζεται να αποκαλύψει το ψεύδος. Και ο έχων ώτα… Ήδη ακούμε την Καίτη Χωματά να τραγουδά “Το Νυχτερινό “του Λαπαθιώτη σε μουσική Γιάννη Σπανού: “Και μόνο ένα παράπονο μεγάλο / στα βάθη του μυαλού μου- τίποτ΄άλλο”.
Κι οι μέρες τότε εργάζονται με τη στρατηγική της τελευταίας θύελλας γράφοντας τις δικές τους μπαλάντες.
~~~~~~~~~~~~~~~
*Ν. Λαπαθιώτης:”Νέρων ο τύραννος”
**Παράφραση σκέψεων του Ε. Παπανούτσου από το βιβλίο του:”Ο νόμος και η αρετή”
Η Ευτυχία Καρύδη Φαράκου είναι εκπαιδευτικός-ξεναγός-συγγραφέας -ερευνήτρια- Μάστερ Ιστορίας Ινστιτούτου Βαλκανιολογίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ- École des Hautes Études Paris