Αιμίλιος Βεάκης! Ένα από τα ιερά τέρατα του θεάτρου
Κείμενο και σκίτσο Γιάννης Κουτσοκώστας
Υπήρξε ένα από τα “ιερά τέρατα“ του θεάτρου, για πολλούς ο κορυφαίος Έλληνας ηθοποιός στην ιστορία του νεοελληνικού θεάτρου.
Ήταν ο Αιμίλιος Βεάκης, που έφυγε από τη ζωή στις 29 Ιουνίου, το 1951, αφήνοντας πίσω του αξεπέραστες ερμηνείες σε έργα του κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, ερμηνείες που έμειναν στην ιστορία και αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους νεότερους ηθοποιούς. Ο Βεάκης, σύμφωνα με τον Κώστα Γεωργουσόπουλο, «υπήρξε ηθοποιός πλήρης: τραγικός, δραματικός και χυμώδης κωμικός. Με τεχνική εκπληκτική, κατόρθωνε να εισέρχεται στην ουσία των προσώπων που υποδυόταν, με άνεση, αίσθηση του ύφους και αφοπλιστική ευχέρεια. Εκτός των μεγάλων ρόλων που εφώτισε με απαράμιλλη τέχνη, ανέδειξε πληθώρα μικρών χαρακτηριστικών ρόλων, αποδεικνύοντας πως ο μεγάλος ηθοποιός μπορεί να λάμψει και μέσα στα μικρά και απειροελάχιστα”.
Ο Αιμίλιος Βεάκης γεννήθηκε τον Δεκέμβρη του 1884 στον Πειραιά, έμεινε ορφανός από μικρός και μεγάλωσε με συγγενείς του, οι οποίοι τον προόριζαν για το εμπόριο. Παρά τις αντιδράσεις τους φοίτησε κατ’ αρχάς στη Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θεάτρου και στη συνέχεια εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών. Το 1901 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο με το θίασο της Ευαγγελίας Νίκα, σε μία κωμωδία του Σαρντού στο Βόλο. Υπηρετώντας τη θητεία του πήρε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), πήρε μάλιστα και προαγωγή επ’ ανδραγαθία.
Από το 1914 και ως το 1918 συνεργάστηκε με όλους σχεδόν τους θιάσους της εποχής ( Κοτοπούλη, Κυβέλη, Λεπενιώτη, Καλογερίκου) παίζοντας ρόλους σε έργα Πιραντέλλο, Χέμπελ, Ευριπίδη, Χορν, Σαίξπηρ και Αντρέγεφ ενώ το 1919 καθιερώνεται ως ο πρώτος τραγωδός της εποχής του όταν πρωταγωνίστησε στην ιστορική παράσταση «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή, της «Εταιρείας Ελληνικού Θεάτρου» με σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη.
Με τον ίδιο θίασο έπαιξε, μεταξύ άλλων, τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ, τους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι, τους «Φοιτητές» του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Ως το 1930 συνεργάστηκε με την Κυβέλη και τη Μαρίκα Κοτοπούλη και με προσωπικό θίασο ανέβασε το 1921 για πρώτη φορά το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν. Το 1931 συγκρότησε θίασο με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή και ανέβασαν έργα, όπως «Ο Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» του Ο’ Νηλ και «Θείος Βάνιας» του Τσέχωφ ενώ έγινε βασικό στέλεχος του Εθνικού Θεάτρου από την ίδρυσή του ανεβάζοντας πολλές παραστάσεις του ελληνικού και διεθνούς ρεπερτορίου μέχρι τον πόλεμο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ο Βεάκης οργανώθηκε στο ΕΑΜ και μετά τα «Δεκεμβριανά» (1944) ακολούθησε την πορεία των δυνάμεων του ΕΛΑΣ κατά την υποχώρησή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα, παίζοντας με άλλους ηθοποιούς στις πόλεις, όπου περνούσε. Με τη Συμφωνία της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945) επέστρεψε στην Αθήνα και υπέστη διώξεις για την πολιτική του δράση. Σε υπόμνημά του στις 27 Μαρτίου 1945 έγραψε μεταξύ άλλων: «… Μισώ τα τυραννικά καθεστώτα, το φασισμό και τη βία. Πιστεύω ότι ο ιμπεριαλισμός οδηγεί και διαιωνίζει την αλληλοσφαγή των εθνών. Επιζητώ και εύχομαι την ειρηνική συμβίωση των λαών της Γης κάτω από ελεύθερα δημοκρατικά καθεστώτα. Είμαι δημοκράτης και ανθρωπιστής».
Παρά τις διώξεις και την κλονισμένη υγεία του, υπήρξε ιδρυτικό μέλος των «Ενωμένων Καλλιτεχνών» και συμμετείχε στις παραστάσεις «Ιούλιος Καίσαρας» του Σαίξπηρ, «Αδελφοί Καραμαζόφ» του Ντοστογιέφσκι, «Θεοδώρα» του Δημήτρη Φωτιάδη και «Εχθροί» του Γκόρκι (1945-1946). Αλλά καταβεβλημένος ψυχικά και σωματικά αποφάσισε να αποχωρήσει από το θέατρο, παίρνοντας μία πενιχρή σύνταξη το 1947 ενώ το 1948 απολύθηκε και από το Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε. Επανήλθε στο θεατρικό σανίδι ένα χρόνο μετά ενισχύοντας με την παρουσία του κυρίως νεανικούς θιάσους.
Οι εμφανίσεις του Βεάκη στη μεγάλη οθόνη ήταν λιγοστές με χαρακτηριστικούς ρόλους στις ταινίες «Αστέρω» (1929), «Η φωνή της καρδιάς» (1943), “Το λιμάνι των δακρύων”, “Οι απάχηδες των Αθηνών“. Ο σπουδαίος ηθοποιός έγραψε ποιήματα, διασκεύασε για το θέατρο τους «Ταπεινούς και Καταφρονεμένους» του Ντοστογιέφσκι κι έγραψε και μερικά πρωτότυπα θεατρικά έργα.
Ο Αιμίλιος Βεάκης πέθανε στην Αθήνα στις 29 Ιουνίου 1951, σε ηλικία 66 ετών.