Σε ηλικία 88 ετών πέθανε ο Αλέν Ντελόν, μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες της μεγάλης οθόνης. Θρύλος της ομορφιάς και του έρωτα του γαλλικού κινηματογράφου !
Ανακοίνωση οικογένειας:
«Ο Αλέν Φαμπιάν, η Ανούσκα, ο Αντονί, καθώς και ο (σκύλος του) Λούμπο, με απέραντη θλίψη ανακοινώνουν πως έφυγε ο πατέρας τους. Έσβησε ειρηνικά στο σπίτι του στο Ντουσί, έχοντας γύρω του τα τρία παιδιά του και τους δικούς του. (…) Η οικογένειά του σας παρακαλεί να σεβαστείτε τις ιδιωτικές στιγμές τους αυτή τη στιγμή του εξαιρετικά οδυνηρού πένθους», αναφέρεται στην ανακοίνωση.
Ο μεγάλος αστέρας των δεκαετιών του 60 και του 70 άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στο πανί και έμεινε στην ιστορία ως ο απόλυτος γόης του σινεμά.
Ο σκηνοθέτης Ιβ Αλεγκρέ ήταν ο άνθρωπος που έπαιξε μεγάλο ρόλο στη ζωή του Αλέν Ντελόν,γιατί πρώτα γιατί τον συμβούλεψε πως να παίξει το ρόλο του στην πρώτη του ταινία ως νεαρός γκάνγκστερ «Quand la femme s’en mêle». Του είχε πει ”«Μίλα όπως μου μιλάς, Κοίταξε όπως με κοιτάζεις. Άκουσε όπως με ακούς. Μην παίζεις. Ζήσε».
Το 1960 ήταν η αρχή της χρυσής δεκαετίας για τον πανέμορφο νεαρό απέσπασε την προσοχή κοινού και κριτικών με τις ερμηνείες του στο θρίλερ του Ρενέ Κλεμάν «Γυμνοί στον ήλιο» («Plein soleil»), βασισμένο στο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» και την κοινωνική ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Ρόκο και τα αδέλφια του» («Rocco ei suoi fratelli», δίπλα στην Κατίνα Παξινού).
Πραγματικά η ζωή του κι οι επιτυχίες του, γεμάτη απο ανατροπές και συμπτώσεις, και όπως είχε δηλώσειο ίδιος «η ιστορία της ζωής μου είναι τόσο απίθανη, ώστε κανένας δημοσιογράφος δεν θα ήταν ικανός να την γράψει».
Και κατά καιρούς οι εφημερίδες έχουν γράψει εκατοντάδες άρθρα με σκοπό να προσεγγίσουν κάποια στοιχεία της ζωής του.
Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου του 1935 στη Σο, στα περίχωρα του Παρισιού. Μητέρα του ήταν η όμορφη Εντίθ και πατέρας του ο μποέμ καλλιτέχνης Φαμπιέν Ντελόν. Χώρισαν όταν ο Αλέν ήταν τεσσάρων ετών. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε έναν αλλαντοποιό και ο μικρός Αλέν ξέπεσε στις παραμάνες. Έτσι, επειδή ο σύζυγος μίας παραμάνας ήταν δεσμοφύλακας στη φυλακή της Μπουρ λα Ρεν, τα πρώτα του παιχνίδια τα έκανε στο προαύλιο της φυλακής, με τα άλλα παιδιά των δεσμοφυλάκων. Από τα 8 έως τα 14 του, άλλαξε 6 οικοτροφεία, με τη ζωηράδα ενός παιδιού που δεν κατάλαβε ποτέ την απόρριψη των γονιών του. Κακός μαθητής, ένας αληθινός «διαβολάκος», κατάφερε να αποβληθεί από σχεδόν όλα τα δημόσια σχολεία που πήγε. Στα 18 του κατετάγη εθελοντής στο Πολεμικό Ναυτικό, για να βρεθεί στη Σαϊγκόν, όταν η Ινδοκίνα φλεγόταν. Ευτυχώς γι’ αυτόν δεν επέδειξε κανέναν ηρωισμό και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του στα κρατητήρια, αφού είχε διάφορα μπλεξίματα. Γυρνώντας στο Παρίσι, μετά την απόλυσή του από το στρατό, δίχως φράγκο στην τσέπη, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού, ζούσε παρέα με φτωχοδιάβολους και πόρνες της πλατείας Πιγκάλ.
Για τις γυναίκες που τον λάτρεψαν είχε πει: «Για αυτές ήθελα να είμαι πάντα ο πιο όμορφος, ο πιο μεγάλος, ο πιο δυνατός και να το βλέπω στα μάτια τους. Οι γυναίκες υπήρξαν το μεγαλύτερο κίνητρο». Μια γυναίκα άλλωστε ήταν αυτή που τον έσπρωξε στον χώρο του θεάματος, στο σινεμά. Ήταν η ηθοποιός Μπριζίτ Ομπέρ (η μικρή που είναι ερωτευμένη με τον Κάρι Γκραντ στο «Κυνήγι του Κλέφτη» του Χίτσκοκ) που τον γνώρισε στη σύζυγο του σκηνοθέτη Υβ Αλεγκρέ.
Μεγάλος έρωτας ήταν η Ρόμι Σνάιτερ ζήσαν για πέντε χρόνια ενα παθιασμένο και παραμυθένιο έρωτα, Αλλά όπως ΄χει πει ο ίδιος ΄΄Δεν ήταν ο μεγάλος έρωτας, αλλά ο πρώτος έρωτας γι’ αυτόν και πρόσθεσε με νόημα ότι ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες. ΄΄Αυτός ουσιαστικά ένας άντρας που είχε μια σκληρή παιδική και νεανική ζωή, που είχε περάσει πολλά κι εκείνη μία Ευρωπαία σταρ, που παρέμενε παιδί. Το 1963 γνωρίζει τη Ναταλί, μια φλογερή γυναίκα, μαροκινής καταγωγής και λίγο μετά κυρία Ντελόν, αφού μαζί της έκανε τον πρώτο του γάμο, αποκτώντας τον Άντονι. Μετά από τρία χρόνια πάθους και μεγάλων καυγάδων θα χωρίσουν.