Της Τιτίκας-Μαρίας Σαράτση
Oι υποψιασμένοι αναγνώστες/ αναγνώστριες θα καταλάβουν ότι υπονοώ τον αποχαιρετισμό του Οράτιου στον Άμλετ του Σαίξπηρ, το Goodnight Sweet Prince (Άμλετ, Πράξη 5η, Σκηνή 2η ). Η άφιξη στην ιδιαίτερη πατρίδα μας στη Θεσσαλία μοιάζει λίγο με αποχαιρετισμό. Δεν είναι αυτή η πόλη που γεννηθήκαμε, λείπει η φρεσκάδα του σαλκιμιού, λείπουν τα πέτρινα δίπατα σπίτια, λες και η πόλη έχει «στριμωχτεί» από τις πολυκατοικίες.
Όμως ο αέρας είναι ο ίδιος και τον αναπνέουμε βαθιά, έτσι, με δύναμη για να μπορέσουμε να αισθανθούμε την ίδια γλυκιά γεύση από το αγιόκλημα που το ρουφούσαμε μικρές. Έτσι κι εγώ. Τότε η μόλυνση ήταν άγνωστη, η ατμόσφαιρα καθαρή, ο «κόσμος έλαμπε σαν δωμάτιο με σόμπα» που θα έλεγε και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Έτσι κι εγώ ρουφούσα τα άνθη από το αγιόκλημα πλάι στην πόρτα που έβγαζε στον κήπο. Και κρατούσα πολλή ώρα αυτή τη γλυκιά γεύση σαν μυστικό. Τα μυστικά της παιδικής ηλικίας. Βέβαια η μεγάλη καταστροφή έγινε επί χούντας.
Τότε γκρεμίστηκαν τα περισσότερα δίπατα σπίτια. Έγιναν πολυκατοικίες σε μια πόλη που δεν τις χρειάζονταν καθόλου. Είχε και επαρκή χώρο και περιέργως καλή ρυμοτομία. Όμως… λες και μια μανία τους είχε καταλάβει όλους, να αλλάξουν την μορφή της πόλης, να καταργήσουν την χάρη της. Όμως η χάρη μένει αραιά και που. Αυτό βοηθάει στην «επιστροφή» στην δική σου ιδιαίτερη πατρίδα. Στα πρώτα σου ερωτήματα, στην πρώτη αθωότητα. Νιώθεις πάλι παιδούλα που προσμένεις με περιέργεια και χτυποκάρδι το μέλλον. Γιατί μεγάλωσες μέσα στον κήπο της Ειρήνης – Βικτωρίας, με τις τουλίπες, την αχλαδιά και τη ρεγκλοτιά. Ρεγκλότα, δαμάσκηνα. Ίσως γι αυτό αγάπησες τόσο το δαμασκηνί χρώμα. Και όταν αργότερα σου χάρισαν ένα δαχτυλίδι με τον αμέθυστο στο χρώμα του δαμάσκηνου το αγάπησες πολύ. Ήθελες να χαράξεις δύο ονόματα και δύο ημερομηνίες στο εσωτερικό του, αλλά δίσταζες να το δώσεις στο χρυσοχόο.
Γιατί η πιο δυνατή αίσθηση της καλλονής, της ομορφιάς είναι αυτή που δεν είναι κραυγαλέα, αλλά αυτή που υπονοείται. Και ταυτίζεται με την ομορφιά της πόλης σου. Γιατί αυτή είναι η πόλη σου και ας άλλαξε. Θυμώνεις ξαφνικά για το μέλλον της πόλης που δεν εξελίχθηκε όπως περίμενες. Για τη βαρβαρότητα που συνόδεψε την κατεδάφιση των μικρών και μεγάλων σπιτιών. Κατεδαφίζοντας μαζί και τα όνειρά σου. Όμως χαμογελάς. Γέρνεις πίσω το κεφάλι σου και μισοκλείνεις τα μάτια. Μπορείς τώρα να δεις τις φίλες σου μικρούλες στο Παυσίλυπο, να τρέχετε γύρω από τις λιμνούλες, να θαυμάζετε τα ζαρκάδια. Είχατε μόλις διαβάσει τον Χωκ Φιν του Μαρκ Τουέιν και τις «Μικρές κυρίες» της Λουΐζα Μέι Άλκοτ και ζούσατε τις ιστορίες των βιβλίων στο χώρο του πάρκου, ταυτιζόσαστε με τον κατατρεγμένο Τζιμ στο βιβλίο του Τουέιν και με τα κοριτσάκια στο βιβλίο της Άλκοτ. Και ξαφνικά συνειδητοποιείς πως το «χαμόγελο» της πόλης σου δεν άλλαξε. Και σε πιάνει μια αγωνία να το μεταδώσεις σε όσους περισσότερους μπορείς, να τους μιλήσεις για την εποχή που οι εξώπορτες και οι αυλόπορτες δεν ήταν κλειδωμένες. Για τους κήπους που μοσχομύριζαν. Για τους πελεκάνους, για το σαλκίμι στις γειτονιές. Γιατί αυτή δεν είναι μόνο η δική σου ιδιαίτερη πατρίδα. Είναι η ιδιαίτερη πατρίδα όλων όσων κατάφεραν να κρατήσουν τις διαχρονικές τους αξίες, την αγάπη για την ομορφιά και την πίστη στην ανθρωπιά των πόλεων, που απομυζούν ακόμη στα όνειρά τους τα άνθη του αγιοκλήματος και προσπαθούν, προσπαθούν σταθερά για ένα καλό, αστικό περιβάλλον. Γιατί δημιουργώντας το σώζουν και την ψυχή τους. Και το «εγώ» γίνεται «εμείς».
Farewell Sweet Home Town, λοιπόν….