του Βαγγέλη Γιαννελάκη
Στα Γάδαρα της Συρίας εγεννήθη
δούλος εχρημάτισε μικρός
σε αφέντη κύριο·
Πόντιο μεγάλο και τρανό.Μένιππο τον βάφτισαν
οι ιερείς της εποχής,
σε αρχαία κολυμβήθρα.
Μεγάλωσεν ο Μένιππος·
παλλήκαρος ών
τη λευτεριά του αγόρασε,
ποιός ξέρει πόσο;
Στη Θήβα τοκογλύφος,
επενδύσεις έψαχναν αι Θήβαι τότε.
Πώς; Δέν αναφέρεται.
(Σάμπως κι αυτοί που σήμερα δανείζουν δικά τους είναι;)
Πτώχευσεν η τράπεζα του Μένιππου
κι ως μή έχων και κατέχων
ακολούθησε κι αυτός τον κύνα Διογένη
( βίοι παράλληλοι).
Ώ Μένιππε·
Ξεγέλασες το Χάροντα
τον καημένο δέν ελυπήθης,
τόσο κουπί όλη μέρα
τον οβολό δέν έδωσες;
Εφέρθης ως τοκογλύφος γνήσιος,
αυτό το χούι μόλυνε την ψυχή σου.
-Πρώτα η βαρκάδα
μετά η πλερωμή.
(πονηρός ο Βλάχος!)
Κι αφου ώ ψυχή
συνειδητά τον γέλασες,
“πάρ’ τ’ αρχίδια μου” τον είπες.
Έμ; τέτοια γα·ι·δούρια πάντα έβγαζαν τα Γάδαρα
κι ο Χάρων πιάστηκε αδιάβαστος μα,
ποιός το ίδιο μπορεί να πεί για τους λαούς
(φτώχεια κατηραμένη!)
που τους μένιππους και τόσους αλλους τοκογλύφους
κωπηλατώντας μεταφέρουν
στην άλλη όχθη του Αχέρωντα
το ταμάχι τους να ηρεμήσει;
Λαοί αδιάβαστοι κατηραμένοι:
Σταματήστε την περιφορά των πεθαμένων!
Θάψτε τους.