του Διονύση Μεσσάρη
Ρίχνω μία στοργική ματιά στα βιβλία μου. Περάσαμε πολλά μαζί, αγωνία, μόχθο, επιβεβαίωση, ρομαντισμό και άλλα πολλά από αυτά που αποτελούν την παρακαταθήκη μίας μακράς πνευματικής εργώδους ζωής.
Βρίσκομαι στο στενό επαγγελματικό μου «κελί» και τα παρατηρώ ασφυκτικά στριμωγμένα, γεμάτα σκόνη και ταλαιπωρημένα γεμάτα παρωχημένη γνώση να σήπονται αργά, άδικα περιμένοντας το στοχευμένο νευρικό ψάξιμο του αφεντικού τους που τυρβάζει πλέον στα Ηλύσια πεδία. Μα τι να κάνω; Λυπάμαι πολύ να τα πετάξω. Βέβαια έχω τάξει μερικά στους φοιτητές μου, άλλα στην καλή μου Περσεφόνη, ακόμη και την βιβλιοθήκη την έχω υποσχεθεί σαν προίκα σε μία πικρή μου φίλη για το εξοχικό της, τουλάχιστον αφού δεν με θέλει ας την χαρεί με κάποιον άλλο.
Το τηλέφωνο κτυπάει. Δεν το σηκώνω. Αν είναι επαγγελματικό θα ξαναπάρει, αν είναι από πιστωτές δεν είμαι εδώ, έτσι κι αλλιώς ένα χαρμόσυνο νέο που θα ήθελα να ακούσω μάλλον χλωμό το βλέπω. Έχω σοβαρότερα θέματα να ασχοληθώ, με την διαθήκη μου. Διαθήκη! Ακούγεται στα αυτιά μου πολύ επίσημη φράση. Πάντως έχει πλάκα, κλαυσίγελος, γιατί μόλις τώρα διαπιστώνω ότι τα υπάρχοντα μου είναι πολύ λίγα. Νοιώθω ντροπή, στρέφομαι στον αόρατο συμβολαιογράφο δίπλα μου που με κοιτάζει με επιτιμητική ματιά. Με έφερες εδώ για μία τόσο μικρή λίστα; Περιφέρω με αγωνία το βλέμμα μου, πρέπει να βρω και κάτι άλλο. Ηλεκτρονικά, άστα αυτά απαξιώνονται ένα μήνα μετά την αγορά τους, κουζινικά, χαρτιά υγείας, φρίκη! Νοιώθω τον εκπρόσωπο του κράτους πίσω μου να δυσανασχετεί ή να αδημονεί ή και τα δύο. Βρες κάτι άλλο και γρήγορα. Μα τι στο καλό, ένα «κελί» τι μπορεί να χωρέσει; Πράγματι για σκεφτείτε πόσο αναγκαστήκαμε όλοι μας να περιορίσουμε τον ζωτικό μας χώρο και επομένως την επαγγελματική μας ικανότητα, ως συνέπεια της τρέχουσας οικονομικής κρίσης και να ήταν μόνο αυτό, εγώ επιπρόσθετα έχασα εξαιτίας αυτού και την γλυκύτερη ύπαρξη που είχα γνωρίσει ποτέ, και γνωρίζω πολλές! Ηρεμία! Συνεχίζουμε!
Το βρήκα! Την προσοχή μου τράβηξαν τα δωράκια. Αυτά και αν είναι ανεκτίμητα! Γύρισα το κεφάλι μου θριαμβευτικά αλλά ο αόρατος νοδάρος είχε γίνει άφαντος, ηττημένος κατά κράτος. Φαίνεται πήρε παραμάσχαλα το τεράστιο βιβλίο του και χάθηκε σαν καπνός, σαν τον Θανάση Βάγια του Βαλαωρίτη. Έπεσε πολύ δουλειά για αυτόν. Τα δώρα που μας κάνουν πιάνουν τόπο και είναι πολύτιμα, αρκεί να γίνονται με καλή καρδιά και όχι από υποχρέωση. Έχουν αύρα γιατί τα περιβάλλει ειλικρινής αγάπη. Ας τα απογράψω, θα ναι διασκεδαστικό. Έχουμε και λέμε. Η γλυκιά μου Καρμέλα, μία μεταλλική ελασμάτινη κουκλίτσα που προσφέρει καραμελίτσες στους επισκέπτες μου, δώρο της Αντριάνας και της Πάτρας. Μου είναι απαραίτητη γιατί εκτός από δύο – τρεις όλοι οι άλλοι επισκέπτες νοιώθουν τον τόπο βαρύ και καταθλιπτικό. Βρε μπας και τον στοίχειωσα; Θα φέρω την Μελπομένη που ξέρει από αυτά. Μπιμπελό, βιβλία, αναμνηστικά από ταξίδια, όλα τους εκπέμπουν χαρούμενες δονήσεις από μία ανέμελη χαρούμενη ακίνητη στο παρελθόν στιγμή, προ-μνημονιακή βεβαίως – βεβαίως.
Αμ αυτές οι γλαστρούλες! Πραγματικοί εκπρόσωποι από τον ζωντανό κόσμο, κουνούν τα φυλλαράκια τους προς το τζάμι, προς του περαστικούς και παίζουν με τις λίγες φευγαλέες ηλιαχτίδες που καταφέρνουν να εισδύσουν στο «κελί». Ανάμεσα τους η Πιπερίτσα της Περσεφόνης, στην προεδρική θέση. Ξαφνικά έπεσα σε δύο δώρα από τα «άλλα». Σε μία κολόνια από αυτές που τις προσφέρουν δυο-δυό, δηλαδή σε δύο διαφορετικά πρόσωπα σαν τα μονήρη ηλεκτρόνια με το αντιπαράλληλο spin που όσο μακριά και αν είναι γνωρίζουν έτσι το ένα την παρουσία του άλλου και σε μία γλάστρα, εντυπωσιακά παράταιρη, με ένα ψεύτικο φυτό λείψανο που το πότιζα και δεν μπήκε στον κόπο ούτε καν να βρικολακιάσει. Ίσως έφταιγε που έγινε δώρο σε ξένου αγίου γιορτή, του Βαλεντίνου. Ποιος ξέρει, πάντως σας ορκίζομαι ρίζες δεν είχε. Σημαδιακό; Μπορεί.
Νοιώθω να πνίγομαι. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στην γειτονιά. Τι τα ήθελα αυτά; Ποιο καλή είναι η πολιτική αρθρογραφία. Ξαναγυρίζω μέσα και παρατηρώ από το παράθυρο μου τον κόσμο της γειτονιάς μου να περνά. Έχουν και αυτοί υπαρξιακά άγχη και αγωνίες; Είμαστε δέκα εκατομμύρια και βάλε, συγκάτοικοι στην δυστυχισμένη Ελληνίδα βάρκα που δεν λέει να βουλιάξει με τίποτε. Η πόλη μου έχει τους μισούς. Η γειτονιά μου, παρόλο που εδώ κτυπά η πνευματική καρδιά της χώρας μας, αριθμεί μόλις μερικές δεκάδες χιλιάδες από αυτούς, τους υπόλοιπους τους έδιωξε η ακυβερνησία και τα κακά μέσα ενημέρωσης. Από το παράθυρο μου περνούν καθημερινά μέχρι και χίλια άτομα (δυστυχώς, ένα που θα ήθελα όσο τίποτε άλλο, όχι). Επομένως το δείγμα που βλέπω αντιστοιχεί στο ένα τοις δεκάκις χιλίοις και είναι αντιπροσωπευτικό για όλους σας. Ά ρε Στατιστική! Αποδεικνύεις ότι θέλεις, αρκεί να ήσουν καλός φοιτητής!
Περιμένω να μου κάνετε την ερώτηση, καλά και τι παρατηρείς; Καλό ερώτημα! Κατ’ αρχάς βλέπω οικονομική εξαθλίωση, δύο άστεγους να κοιμούνται στα χαρτόκουτα στην στοά απέναντι μου. Δεν τους ενοχλεί κανείς, απλά επειδή τα καταστήματα της στοάς παραμένουν ξενοίκιαστα. Βλέπω τον φίλο μου τον Τέρη να τρέχει στην κυριολεξία σαν τρελός να εξυπηρετεί πελάτες γιατί οι βοηθοί κοστίζουν. Δεκάξι ώρες συνέχεια και απ’ ότι φαίνεται τα έχει τα χρονάκια του, πόσο θα αντέξει; Βλέπω φουριόζα, την Δέσποινα, την ταχυδρόμο μου με τα ωραία μάτια, να παίρνει μειωμένη σύνταξη για να προλάβει τα νέα μέτρα. Παράπονα και δύο λογάκια παρηγορητικά κάθε πρωί, τι να της πεις; Βλέπω την τρυφερή μου Λωξάντρα με το φθαρμένο παλτουδάκι, πάντα φοβισμένη από το οικονομικό φάντασμα, εγκλωβισμένη σε αδιέξοδα, έδωσε όλες τις μάχες της ζωής της και τις έχασε όλες, εγκλωβισμένη σε μία απέραντη θλίψη που θα έρθει πολύ αργότερα. Βλέπω την γλυκιά μου Μένη να παραληρεί από την ανέχεια, όντας δύο χρόνια στην ανεργία με μηδαμινό εισόδημα, πόσο θα αντέξει; Βλέπω την καλή μου την Φωτεινή να δουλεύει εβδομήντα ώρες την εβδομάδα χωρίς ΙΚΑ, δεν έχει χρόνο ούτε να βρει γαμπρό, τουλάχιστον να εξασφαλιστεί όταν πια θα καταρρεύσει.
Αυτά ήταν ένα δείγμα από τα κατ’ αρχάς. Δυστυχώς υπάρχουν και παράπλευρες απώλειες, δύσκολα καταγράψιμες αλλά υπαρκτές. Τι γίνεται σε συναισθηματικό επίπεδο; Πόσοι έχασαν τον σεβασμό των υπολοίπων μελών της οικογενείας τους αναγορεύοντας τους σε κηφήνες επειδή δεν μπορούν να βρουν δουλειά; Πόσοι θα εγκαταλειφθούν ερωτικά και πόσα ζευγάρια θα χωρίσουν επειδή δεν παρέχουν οικονομικές εγγυήσεις ασφάλειας; Πόσα παιδικά όνειρα θα καταστραφούν επειδή η οικογένεια δεν μπορεί να υποστηρίξει τις ειδικές σπουδές που απαιτούνται; Πόσοι χάνουν την υπόληψη τους επειδή δεν μπορούν να πληρώσουν τις υποχρεώσεις τους; Και της λίστας αυτής ουκ έστιν τέλος. Αγαπητοί μου αναρωτηθείτε το εξής: μετά από κάμποσα χρόνια θα ανακάμψουμε οικονομικά, θα έχουν γιατρευτεί οι τσέπες μας, με τις καρδιές μας τι γίνεται; Όποιος έχει ενδιαφέρουσα άποψη περί τούτου, ας μου το κοινοποιήσει και εμένα.