της Δήμητρας Γκουντούνα
Κρύο… και γκρίζα Ανατολή σήμερα. Ζεστός καφές ,τσιγάρο τα βιβλιαράκια μου και πάμε…Λίγο ξέφυγε η κουβέρτα μου κι ένιωσα την ανατριχίλα της ‘’δροσιάς’’ του δωματίου η γατούλα μου σήκωσε για λίγο το κεφάλι και μ΄ έψαξε με τσέκαρε και ξανάχωσε την μουσούδα της στις κουβέρτες της… Να πάρω ,στην εφημερίδα να δω αν έχουμε καμιά έκτακτη είδηση …
Τα γνωστά μου λέει ο Νίκος που είχε τη νυχτερινή βάρδια. Σφαγμένες βάρκες . Ναυάγια. Γέμισε η θάλασσα πτώματα …Πόσοι ενήλικες, πόσα παιδιά άκουσα να βγαίνει η φωνή μου ως ευσυνείδητου λογιστή που βλέπει μόνο αριθμούς… Κι αναστέναξα με τη σοφία και την καρτερία που μου δίνει η εμπειρία και η ηλικία μου ανοίγοντας το ‘’κουτάκι’’ του προοδευτικού μου μυαλού, ξεστομίζοντας την δήθεν φιλοσοφική μου ρητορεία ,‘’αχ ανάπηρη αστική Ελλάδα… πώς να βοηθήσεις τόσες ψυχές με την ένδεια που σ΄ έχει τυλίξει… κι΄ αφού ησύχασα την συνείδηση μου με τους αναστεναγμούς συνέχισα να πίνω τον καφέ μου. Αχ τι καλά άνοιξε και το καλοριφέρ…
Πετάω μπροστά στα μάτια μου κι΄ έναν Σεφέρη κι ησυχάζει η ψυχή μου…
Το τηλέφωνο όμως είχε άλλη άποψη…σιωπή από την άλλη άκρη αλλά και κάτι σαν λυγμός, όπου επιτέλους άκουσα τη φωνή του Σταύρου. Ο Σταύρος είναι ο ανιψιός μου φοιτητής στην Κρήτη. Κατά κοινή ομολογία τον έχω ‘’χαλάσει’ εγώ, αφού προέρχεται από μια αστική οικογένεια, αλλά δεν δέχεται τίποτα από τους δικούς του και δουλεύει πότε σ΄ οικοδομή πότε σ΄ ένα εργαστήριο δερμάτων γιατί όπως υποστηρίζει εμείς οι προλετάριοι πρέπει να ζούμε απ ΄τα δικά μας χέρια… ε είναι η αλήθεια ότι τον έπαιρνα μαζί μου όταν ήταν μικρός σε κάποιες πορείες …και φωνάζαμε ‘’ποιος τη ζωή μου ποιος την κυνηγά’’
… Τι γίνεται μου λέει ο Σταυράκης, με σπασμένη φωνή.
…Τι γίνεται παιδί μου του λέω όλο άγχος –μπα ερωτική απογοήτευση θα έχει το παιδί σκέφθηκα…
… Καλά δεν βλέπεις, δεν ακούς, μου απαντάει …
…Τι να δω παιδάκι μου;
Το Αιγαίο μου λέει ο ανιψιός μου, δεν θα είναι ποτέ πια όπως μας το έμαθε ο Ελύτης…Τι έχεις πάθει; Πως εσύ δεν έχεις βγει στους δρόμους πωΣς δεν έχεις βγει έστω στο μπαλκόνι σου μόνη σου να φωνάζεις ‘Δολοφόνοι σταματήστε αυτή την γενοκτονία.’’
…Βρε παιδάκι ,μου του λέω και τι να κάνω εγώ μόνη μια γυναίκα; Δεν πονάω που τα βλέπω δεν τα γράφω στην εφημερίδα τι άλλο να κάνω;
… Να έρθεις μαζί μου να πάμε στον Έβρο να κατεβάσουμε το φράγμα ,μου απαντάει
… οι δυό μας του λέω;
Ναι μου απαντάει θα ακολουθήσουν κι΄ άλλοι .Κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή…
Τι να σου πω βρε παιδί μου. Υπάρχουν οι αρμόδιοι για αυτή τη φριχτή κατάσταση.
Κάτσε ρε θεία στην ζεστασιά σου και ας τους άλλους να πεθαίνουν μέσα στην παγωμένη θάλασσα και μη μου πεις ότι δεν συμβάλλεις και εσύ στο στραβοπάτημα της ιστορίας. Κάτσε να σε φοβίζουν οι συνάδελφοί σου για τον ΕΝΦΙΑ, για την επικουρική και την σύνταξή σου. Και όταν έρθει η ώρα να τα χάσεις όλα και μένα μαζί θα λες δεν έκανα τίποτα απ΄ ότι θα μπορούσα να κάνω και τώρα ήρθε η σειρά μου…
Αυτά μου είπε ο ανιψιός μου και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Πήρα τη μάνα του αναστατωμένη και της είπα τα καθέκαστα. Άστα μου λέει φεύγει για την Μυτιλήνη πάει με κάτι συμφοιτητές του ως εθελοντής.
Πάλι καλά της λέω γιατί ήθελε να πάρει και μένα να πάμε στον Εβρο… Τέλος πάντων το παλιόπαιδο πήγε να μου χαλάσει την ημέρα.
Ναι έχει 8 μποφόρ σήμερα …
και λοιπόν τι να κάνω εγώ;; Τι να κάνω εγώ, άλλο από το να ντρέπομαι …