Υπάρχει και μια άλλη πτυχή του μεγάλου μας ποιητή Γιώργου Σεφέρη, που λίγοι από τους παλιούς θυμούνται και πολλοί από τους νεότερους δεν γνωρίζουν. Το μεγάλο δέσιμο του ποιητή με την Κύπρο.
Όπως γράφει ο Κώστας Σταματίου στο «Βιβλίο και Χρόνος»(Εκδόσεις Καστανιώτη), η μεγάλη ανακάλυψη του Σεφέρη το 53, ήταν η Κύπρος. Δυο βήματα, μια δρασκελιά από τη Βηρυτό το όμορφο και ακέραιο νησί, θα μαγέψει με μιας το ζεύγος Σεφέρη που θα περάσει εκεί ένα μήνα Διακοπών. Λευκωσία και «Λήδρα Πάλλας», ένα ξενοδοχείο όνειρο, όπου παίρνεις το πρωινό σου και πέφτουν μέσα στον καφέ σου μοσχοβολιστά γιασεμιά
Στο ίδιο ταξίδι, ο Σεφέρης γνώρισε τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Αφουγκράστηκε το νησί, το φωτογράφησε. Εμπνεύστηκε από το περιβάλλον του, επισκέφθηκε τα μνημεία και «μίλησε» με την ιστορία του όσο κανένας άλλος Έλληνας ποιητής.
«Πρώτη φορά που έρχομαι στην Κύπρο… απ εδώ νιώθει κανείς την Ελλάδα, (ξαφνικά) ευρύχωρη, πιο πλατιά. Το αίσθημα πως υπάρχει ένας κόσμος που μιλά ελληνικά, είναι ελληνικός. Ελληνική, χωρίς Έλληνα χωροφύλακα ή δημόσιο υπάλληλο – μετατόπιση της παράδοσης: πιο αρχαία και πιο ντοπιολαλιά…»
Στην Κύπρο ο ποιητής δημιουργεί ένα νέο ποιητικό ύφος
Το ανεξήγητο αυτό δέσιμο του με το νησί, κάνει τον ποιητή να δημιουργήσει ένα νέο ποιητικό ύφος. Φτιάχνει μια ποίηση πιο ώριμη, διαφορετική, ανανεωμένη. Ο Σεφέρης με τα Κυπριακά ποιήματα «συνομιλεί» με τους μεγάλους Δυτικούς ποιητές, τον T.S. Eliot και τον Σαρλ Μπωντλαίρ. Με τα Κυπριακά ποιήματα, τον «βλέπουμε» να συνομιλεί με τον Άγγελο Σικελιανό. Στα ποιήματα του «Μνήμη Α» και «Μνήμη Β», συνομιλεί με τον Καβάφη ενώ στα υπόλοιπα ποιήματα του, με τους Κύπριους χρονογράφους. Στην ουσία ανανεώνει την νεοελληνική ποίηση, γεγονός που έφερε αντιδράσεις στο χώρο των ομοϊδεατών του.
Όταν ο Σεφέρης κυκλοφόρησε τις τρεις τελευταίες συλλογές του «Ημερολόγιο Καταστρώματος Α – Β – Γ», ο πολύ στενός του φίλος Γιώργος Κατσίμπαλης – περίφημος ως αρχηγός του 30, ο Γιώργος Θεοτοκάς, αλλά και ο Ζήσιμος Λερετζάτος, του μιλάνε αρνητικά γι΄ αυτές τις κυκλοφορίες, γιατί θεωρούν ότι έχει ξεφύγει από το δρόμο της καθαρής ποίησης και προσπαθεί να γράψει πατριωτική – πολιτική ποίηση.
Στην πορεία αποδείχθηκε ότι, ο Γιώργος Σεφέρης, βοήθησε αρκετούς Κύπριους λογοτέχνες να «ανακαλύψουν» τον τόπο τους. Το σεφερικό έργο επηρέασε σε μεγάλο βαθμό την κυπριακή ποίηση και λογοτεχνία γενικότερα, αφού μέσα από αυτήν, εντοπίζονται σεφερικά μοτίβα, σύμβολα, θέματα, εκφράσεις και τεχνικές
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο χαρακτήρας της νεότερης λογοτεχνίας της Κύπρου ήταν κυρίως πολιτικός. Η νεότερη κυπριακή ποίηση αρδεύεται αδιαλείπτως από μιαν ιστορική διαδικασία, που ο μεν Καβάφης την ονόμασε ‘ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών’.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιός το γνωρίζει τούτο το νησί;
Εζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων ή των θεών·
η μοίρα μου που κυματίζει ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
ΕΛΕΝΗ «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ»
Ο Γιώργος Σεφέρης…αντιδρά σας Κύπριος:
Το ενδιαφέρον του Γιώργου Σεφέρη για την Κύπρο, άρχισε το 1931. Ως υποπρόξενος στο Λονδίνο ενδιαφέρθηκε για την εξέγερση των Οκτωβριανών. Δηλαδή την εξέγερση των Κυπρίων κατά του Αγγλικού αποικιακού καθεστώς, που είχε επισημοποιηθεί το 1929.
Το πρώτο ταξίδι του ποιητή έγινε το Νοέμβριο του 1953. Στην πρώτη έκδοση της συλλογής «Κύπρον ου μ’ εθέσπισεν», ο Σεφέρης γράφει: «Τα ποιήματα της συλλογής αυτής, εκτός από δύο (Μνήμη, α΄ και β΄), μου δόθηκαν το φθινόπωρο του ’53 όταν ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου δράματος που, όποιες και να ‘ναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας. Ξαναπήγα στο νησί στα ’54. Αλλά και τώρα ακόμη που γράφω τούτο σ’ ένα πολύ παλιό αρχοντικό στα Βαρώσια — ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό —, μου φαίνεται πως όλα κρυσταλλώθηκαν γύρω από τις πρώτες, τις νωπές αισθήσεις εκείνου του αργοπορημένου φθινοπώρου. Η μόνη διαφορά είναι που έγινα από τότε περισσότερο οικείος, περισσότερο ιδιωματικός. Και συλλογίζομαι πως αν έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, είναι ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση, και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει κανείς σήμερα· η Κύπρος είναι ένας τόπος που το θαύμα λειτουργεί ακόμη. Εδώ αρχίζω να βλέπω τις αντιδράσεις να με πλησιάζουν και θα έπρεπε να ‘λεγα πολλά για να εξηγηθώ. Δεν είναι αυτός ο σκοπός μου…» (Βαρώσια, Σεπτέμβρης 1955).
Το 1954, επισκέπτεται για δεύτερη φορά την Κύπρο. Από την Βηρυτό, απ΄ όπου ήταν το Δεκέμβρη της ίδια χρονιάς, αλληλογραφεί με το Γιώργο Θεοτοκά, ορμώμενος από το άρθρο του Θεοτοκά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, που αναφέρετε στην ανάγκη για μια λειτουργική πολιτική στο Κυπριακό που θα άνοιγε το δρόμο για τη μελλοντική Ένωση, επέσειε παράλληλα τον κίνδυνο οι άστοχοι και βιαστικοί χειρισμοί να αποκόψουν την Ελλάδα από τον δυτικό κόσμο.
Χαρακτηριστικά ο Σεφέρης του γράφει: «Από το καλοκαίρι του 1953 που πήγα στην Κύπρο, ξαναπήγα και φέτος και προσπάθησα να προσέξω και να ιδώ όσο μπορούσα από πιο κοντά, τούτο με βασανίζει: Υπάρχουν σε μια γωνιά της γης 400 χιλιάδες ψυχές από την καλύτερη, την πιο ατόφια Ρωμιοσύνη, που προσπαθούν να τις αποκόψουν από τις πραγματικές τους ρίζες και να τις κάνουν λουλούδια θερμοκηπίου. Σ’ αυτή τη γωνιά της γης δουλεύει μια μηχανή που κάνει τους Ρωμιούς σπαρτούς-Κυπρίους-όχι-Ελληνες, που κάνει τους ανθρώπους μπαστάρδους, με την εξαγορά και την απαθλίωση των συνειδήσεων, με τις κολακείες των αδυναμιών ή των συμφερόντων. Απόκριση σ΄αυτό το αίτημα της συνείδησης περίμενα να βρω στο άρθρο σου, Γιώργο. Το να αναγνωρίσει ο κόσμος ο ελεύθερος, με τον οποίο συνταχθήκαμε – μαζί μ αυτόν και οι Βρετανία – ότι οι Κύπριοι είναι Έλληνες καθαρά και παστρικά και τίμια… Αν θέλεις να στο πω αλλιώς, η περιλάλητη ένωση υπάρχει, ήταν, είναι από τη φύση των πραγμάτων. Οι Κυρίαρχοι κάνουν ό, τι μπορούν για να καταστρέψουν αυτή την ένωση με διάφορες εφευρέσεις, που θα έπρεπε κάποια στιγμή να ιδείς από κοντά. Εκείνο που παρακαλώ να σκεφθείς, είναι ότι αυτά σου τα λέω εγώ, που αγαπώ την Αγγλία περισσότερο από κάθε άλλον ξένο τόπο και που έχω τους περισσότερους πραγματικούς φίλους μου εκεί. Η γνωριμία μου με την Κύπρο μου κόστισε, γιατί είδα από κοντά τι ομορφιές μπορούν να σκαρώσουν τα καμώματα των colonials και σε πόσο οδυνηρή σύγκρουση μπορεί να φέρουν αυτά τα καμώματα».
Γιατί αποκλείστηκε από τις συνομιλίες Ζυρίχης – Λονδίνου:
«ο ασθενής μπήκε στο χειρουργείο»
Στις 11 Φεβρουαρίου 1959 υπογράφτηκαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας, Ελλάδας, Τουρκίας, ελληνοκυπριακής και τουρκοκυπριακής κοινότητας. Ήταν οι Συνθήκες με τις οποίες τερματίστηκε η βρετανική κυριαρχία επί της Κύπρου και ιδρύθηκε ανεξάρτητο Κυπριακό κράτος.
Η συνθήκη κατοχύρωνε την ανεξαρτησία της Κύπρου, καθόριζε το Σύνταγμα του νέου κράτους και τα δικαιώματα κάθε εθνοτικής κοινότητας όσον αφορά το κράτος και τη διακυβέρνηση. Η πολιτειακή οργάνωση του νεοσύστατου κράτους ήταν πολύπλοκη και απαιτούσε ομοφωνία και των δύο κοινοτήτων σε μια σειρά από θέματα. Ο πρόεδρος θα ήταν Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος.
Μια συμφωνία που μετέπειτα αποδείχθηκε ότι ήταν η κερκόπορτα που θα άνοιγε για να μπει ο «Αττίλας» στο νησί.
Ο Σεφέρης επιδιώκει να μετατεθεί στο Λονδίνο με σκοπό την καλύτερη εξυπηρέτηση, εκ μέρους του, της Κυπριακής υπόθεσης. Το Ιούνιο του 1956, ο Υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Αβέρωφ, τον τοποθετεί στη Διεύθυνση του υπουργείου, με αρμοδιότητα την Κύπρο. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, συμμετέχει στη αντιπροσωπεία της Ελλάδος που προσπαθεί να προωθήσει την αυτοδιάθεση της Κύπρου μέσω του Ο.Η.Ε. Στις 15 Ιουνίου του 1957, φτάνει στη Βρετανική πρωτεύουσα για να αναλάβει τα καθήκοντά του ως πρέσβης της Ελλάδος.
Ο Σεφέρης αποκλείστηκε από τις συνομιλίες της Ζυρίχης, λόγω της φιλίας του με τον Μακάριο και των φιλοκυπριακών του απόψεων, αλλά και στην διαφωνία του, στο σημείο εκείνο των συμφωνιών, που η Τουρκία είχε το δικαίωμα για μονομερή επέμβαση στο νησί. Ήταν τόσο έντονη η διαφωνία του, που κάθεται και ετοιμάζει σημείωμα στον Αβέρωφ, και επειδή ξέρει τις αντιρρήσεις και τις διαφωνίες του και υπάρχει το ενδεχόμενο να μην τις λάβει υπόψη του, στέλνει αντίγραφο του σημειώματος, στην γυναίκα του στην Αθήνα. Την στέλνει, να πάει να το πρωτοκολλήσει στο υπουργείο εξωτερικών.
Αυτά που καταθέτει στο υπόμνημα του είναι συγκλονιστικά. Προειδοποιεί, ότι “με αυτό που κάνετε φέρνετε την Τουρκία στην Κύπρο και κάποτε θα εισβάλει και θα καταβάλει το νησί.”
Τα γράφει όλα αυτά το 1958. Είναι διορατικός, όσον αφορά το μονομερές δικαίωμα επέμβασης που παραχωρείται στην Τουρκία. Ξέρουμε τις αντιδράσεις του Σεφέρη από τα γράμματα που έστελνε στην Μαρώ, την γυναίκα του. Και επειδή γνωρίζει ότι τα γράμματα του παρακολουθούνται, της γράφει σχεδόν συνθηματικά.
Λόγω χάρη, για το Κυπριακό γράφει στην γυναίκα του: « ο ασθενής μπήκε στο χειρουργείο» ή «…Τ’ απόγευμα είχα νέα από την Ελβετία· το παιδί χειροτερεύει· οι γιατροί της Αθήνας έκαμαν ασυγχώρητες ανοησίες… Είναι απίστευτο τι στραβομάρες μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι κι’ επειδή πήραν μια φορά τον κατήφορο, να επιμένουν να κατρακυλήσουν ώς τον πάτο. Τώρα δεν είναι απίστευτο να φέρουν το παιδί και εδώ (εντός των ημερών). Τους εδώ γιατρούς τους ξέρεις. Ο Θεός να βοηθήσει…»
Στις 4 Φεβρουαρίου οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας Κωνσταντίνος Καραμανλής και της Τουρκίας Αντνάν Μεντερές, μαζί με τους υπουργούς Εξωτερικών Αβέρωφ και Ζορλού μετέβησαν στη Ζυρίχη της Ελβετίας για την επίλυση του Κυπριακού. Ο Σεφέρης σημείωσε στο ημερολόγιό του την επόμενη μέρα:
«Καραμανλής-Αβέρωφ πάνε να συναντήσουν Ζορλού-Μεντερές Ζυρίχη· Ο,τι και να λένε νομίζω νύμφη κουκουλώθηκε· δε λυπάμαι για τίποτε απ’ ό,τι έκανα – εύχομαι να μη λυπούμαι γι’ αυτούς».
Ο Σεφέρης είναι μάρτυρας και καταγράφει όλους τους εκβιασμούς και τις πιέσεις πάνω στον Μακάριο για να αποδεχθεί τις συμφωνίες της Ζυρίχης. Γράφει για την συνάντηση Μακαρίου – Καραμανλή. Με τον Καραμανλή να τον πιέζει και να του λέει, αν δεν υπογράψετε, τότε θα εγκαταλείψουμε κάθε συμπαράσταση.
Η Συμφωνία υπογράφηκε. Η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να την εμφανίσει ως μεγάλη νίκη για να εξουδετερώσει όσο ήταν δυνατόν τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης και για να γίνει πιο εύκολα δεκτή στην Κύπρο. Μετά την υπογραφή ετοίμαζαν μεγαλειώδη υποδοχή στον Καραμανλή κατά την επιστροφή του από τη Ζυρίχη.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1959 ο Μακάριος έφτασε στο Λονδίνο. Στο αεροδρόμιο τον υποδέχθηκε μόνο ο Σεφέρης. Ο Αβέρωφ απέφυγε να πάει μαζί του.
Άρχιζε η επιχείρηση αποδυνάμωσής του.
Την επόμενη μέρα ο Μακάριος, αφού ενημερώθηκε για όλες τις πτυχές της Συμφωνίας και τις πρόσθετες απαιτήσεις που είχαν οι Άγγλοι, αρνήθηκε να προσυπογράψει τη Συμφωνία. Ο Σεφέρης από τη μια βλέπει έναν αποκαμωμένο και ταπεινωμένο Μακάριο και από την άλλη οργίζεται με την ομαδική επίθεση εναντίον του από Άγγλους, Τούρκους και Έλληνες. Γράφει στο ημερολόγιό του στις 16 Φεβρουαρίου ανάμεσα σε άλλα:
«…Ο Ζορλού επέμεινε: να τεθεί ο Μακάριος ενώπιον των ευθυνών του· να μην του επιτραπεί να γυρίσει στην Κύπρο.
Ο Σεφέρης στο ημερολόγιό του κατέγραψε βήμα – βήμα την τριήμερη πορεία για υπογραφή των Συμφωνιών και τις πιέσεις προς τον Μακάριο, ο οποίος απέφευγε να προσέλθει στην κοινή συνάντηση για υπογραφή της Συμφωνίας. Σημειώνει στις 18 Φεβρουαρίου 1959 ανάμεσα σε άλλα:
«…Από Μακάριο κανένα νέο – Επιμένει. Τηλεφώνημα Βασιλίσσης προς Αβέρωφ. Τηλεφώνησε λέει Μακάριο και τον έκαμε έκκληση Ως προς Ιερωμένο. Αβέρωφ και Καραμανλής τάχουν χαμένα. “Τι fiasco” λέει κάθε τόσο Αβέρωφ. Καραμανλής μαίνεται. Τα ‘χουν χαμένα. Αβέρωφ υπαγορεύει Μπότσην ό,τι μπορεί κατά Μακαρίου στην κρεββατοκάμαρα του Καραμανλή. Λέω ότι αυτές οι εκδηλώσεις είναι πρόωρες. “Πρέπει προλάβουμε κοινή γνώμη” λέει Μπότσης».
Στις 28 Μαρτίου του 1969, δύο χρόνια πριν τον θάνατό του, ο Γιώργος Σεφέρης θα «σπάσει» τη σιωπή του και θα κάνει μία ιστορική δήλωση κατά της χούντας στο βρετανικό δίκτυο BBC, η οποία του στοιχίζει τον τίτλο του «πρέσβυ επί τιμή» και οδηγεί στην αφαίρεση του διπλωματικού του διαβατηρίου.
Το τελευταίο ποίημα:
«Επί Ασπαλάθων»
Στις 31 Μαρτίου του 1971, γράφει το τελευταίο του ποίημα «Επί Ασπαλάθων». Είναι το τελευταίο που συνέθεσε ο Γιώργος Σεφέρης και αποτελεί μια καταγγελία κατά της δικτατορίας και -πολύ περισσότερο- ένα πρόκριμα για τη βίαιη τιμωρία που θα έπρεπε να αποδοθεί στους μυσαρούς δικτάτορες.
«Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη …»
Το Τέλος ενός Μεγάλου Ποιητή – 20 Σεπτέμβριου 1971:
Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Σεφέρης ετοιμαζόταν να επισκεφθεί την Κύπρο για τελευταία φορά. Είχε βαρύνει. Αποχαιρετούσε τις αγάπες του. Αντί για Λευκωσία και Αμμόχωστο, πήγε στον Ευαγγελισμό για να πεθάνει.
Στις 20 Σεπτεμβρίου, στις 6:00 το απόγευμα, η καρδιά του πρώτου Έλληνα ποιητή, που τιμήθηκε με βραβείο Νόμπελ, σταμάτησε να χτυπά.
22 Σεπτεμβρίου 1971:
Δύο ημέρες μετά η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων θα γεμίσει με κόσμο, κατά πλειοψηφία, νέους και φοιτητές. Η ημέρα της κηδείας του Γιώργου Σεφέρη, εξελίχθηκε σε μεγάλη διαδήλωση κατά της Χούντας.
Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη, σε στίχους Γιώργου Σεφέρη από το ποίημα «Άρνηση»
«Στο περιγιάλι το κρυφό, κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι, μα το νερό γλυφό.
Με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος
πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή.»