του Θέμη Δημητρακόπουλου
Συγγραφέα – Πολιτικού Επιστήμονα
Το Πολυτεχνείο υπήρξε μια μοναδική και ανεπανάληπτη στιγμή.
Ένιωθες ζωντανός, πως είχες λόγο να είσαι ζωντανός, πως έπρεπε να είσαι εκεί γιατί δεν γινόταν αλλιώς, αυτός που ήσουν.
Και το ‘ζησες. Με όλο σου το είναι – αυτό των 18 σου χρόνων.
Και παραμένει μέχρι σήμερα η κορυφαία, η πιο ακριβή σου μνήμη.
Ανεξαργύρωτη και άθικτη.
Τα ωραία πρόσωπα, τα κορίτσια που μύριζαν επανάσταση, τα αγόρια που πετούσαν πέτρες στους πάνοπλους με τα κράνη, η έξαψη γύρω σου κι εντός σου, η ταύτιση, οι μυρωδιές καμένου, αυθεντικού καμένου, ο θόρυβος των παιδιών, ο θόρυβος από τις ερπύστριες στην Πατησίων. Ο λιγοστός ύπνος την προηγούμενη νύχτα πάνω σ’ ενα τραπέζι, πλάι σ’ ένα κορίτσι όμορφο, δίχως όνομα, που δεν το ξανάδες.
Ο θόρυβος των πουλιών φεύγοντας τον τρόμο.
Η αδιαφορία, ο φόβος του κόσμου. Όπως πάντα. Πλην λίγων, σαν τον γιατρό στη Στουρνάρη που άνοιξε την πόρτα του και πρόλαβες, μαζί με καμιά δεκαριά ακόμη, να μπεις και να λουφάξεις, να μη σε πιάσουν οι άγριοι κι εσένα.
Να λουφάξεις ενώ μέσα σου καιγόσουν, μέχρι τις 11 το άλλο πρωί που την έκανες κλεφτά, τοίχο τοίχο, γλιστρώντας σαν ίσκιος μέσα απ’ τους χαφιέδες και τους άλλους, με τις στολές και τα περίστροφα του Ντερτιλή.
Ο φόβος. Ο θυμός. Ο έρωτας.
Η ασχήμια κι η αμορφωσιά της δικτατορίας.
Η επανάσταση που πίστευες.
Το χαμόγελό της, το βλέμμα της όλο γλύκα και αψηφησιά.
Και πάλι ο φόβος – και η άγνοια κινδύνου.
Και τα ουρλιαχτά, οι κρότοι, οι πυροβολισμοί, οι φωνές των άξεστων ντυμένες την ύβρη της εξουσίας.
Οι φωνές των αθώων
[Μα δεν υπάρχουν αθώοι, λες. Κι όμως, για μια στιγμή υπήρξαν].
Όλα τα άλλα, να ‘χαμε να λέγαμε.
Το Πολυτεχνείο έζησε – και το ‘ζησες.
Τώρα πια, μπορείς να το λες στα παιδιά σου.