Το έργο «Ελλάς Μονάχου» των Πρόδρομου Τσινικόρη και Ανέστη Αζά ανεβαίνει στις 16 Μαρτίου στο κρατικό θέατρο του Μονάχου Kammerspiele, και μιλάει για την ελληνική μετανάστευση στη Γερμανία.
Η πρόσκληση ήρθε από το περίφημο θέατρο Kammerspiele, με το οποίο είχαν συνεργαστεί στην συμπαραγωγή της παράστασης «Καθαρή πόλη» και που στη συνέχεια παρουσιάστηκε σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Ζητήθηκε από τους δυο σκηνοθέτες να δημιουργήσουν ένα έργο για την ελληνική κοινότητα του Μονάχου, μια από τις δυναμικότερες στην Γερμανία.
Συζητήσεις, συνεννοήσεις, καθυστερήσεις αλλά τελικά η πρόβα του Έργου “Ελλάς Μονάχου” ξεκινά με τον πρωταγωνιστή – σκηνοθέτη Πρόδρομο Τσινικόρη, κουκουλωμένο μαζί με το σκηνικό κάτω από μια πλαστική διαφάνεια.
Από τα ηχεία ακούγεται «πειραγμένο» το θρυλικό πλέον σήμα της Ελληνικής Εκπομπής του Μονάχου «Πέρα στους πέρα κάμπους». Η εκπομπή που ταυτίστηκε όσο καμία άλλη με τους Έλληνες μετανάστες στην Γερμανία και υπήρξε γι’ αυτούς πηγή πληροφόρησης τόσο για τα τεκταινόμενα στην Ελλάδα όσο και για τις δραστηριότητες των ελληνικών κοινοτήτων στη Γερμανία, για 38 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το 2002.
Ο Πρόδρομος Τσινικόρης, και ο ίδιος παιδί μεταναστών από το Βούπερταλ, με σπουδές θεάτρου αργότερα στη Θεσσαλονίκη, έφτιαξε μαζί με τον Ανέστη Αζά – ο οποίος δεν έχει μεταναστευτικό υπόβαθρο και για αυτό δεν παίζει στην παράσταση – ένα έργο που αφορά την σύγχρονη ελληνική μετανάστευση.
Η ιδέα των δυο σκηνοθετών ήταν να φτιάξουν μια ραδιοφωνική εκπομπή με αφιερώσεις, τηλέφωνα ακροατών και μουσικές κατά το πρότυπο του Ελληνικού Προγράμματος του Μονάχου, μέσα από την οποία όμως θα ξεδιπλωνόταν η ιστορία τριών νέων Ελλήνων που έφυγαν από την πατρίδα αναζητώντας επαγγελματική προοπτική στη Γερμανία.
Η Κατερίνα, ο Άγγελος και ο Βαλάντης διηγούνται επί σκηνής τη δική τους αληθινή ιστορία. Μιλούν για την πραγματικότητα που βίωναν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα όταν ξέσπασε η κρίση. Μισθοί πείνας, εξουθενωτικά ωράρια, εκμετάλλευση. Και η Γερμανία ωστόσο στην αρχή δεν ήταν παράδεισος. Η Κατερίνα, η οποία έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, δούλεψε στο εστιατόριο ενός «πατριώτη», ο οποίος της έδινε ψιχία για πάρα πολλές ώρες δουλειάς, της έλεγε ψέματα ότι δεν είχε δικαίωμα να ανοίξει δικό της τραπεζικό λογαριασμό και ότι δεν είναι ανάγκη να μάθει γερμανικά αφού πλέον θα εργάζεται στην κουζίνα. Μέχρι που μια μέρα αποφάσισε να πάει η ίδια στην τράπεζα, να ρωτήσει και να αποκτήσει πολύ εύκολα τον δικό της λογαριασμό ενώ αργότερα κατάφερε να αποδεσμευθεί από τον συμπατριώτη.
Ο Άγγελος, όταν έχασε τη δουλειά του στην Ελλάδα και δυο μήνες αφότου παντρεύτηκε, έφυγε για το Μόναχο αφήνοντας πίσω τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά. Έζησε από κοντά τον εφιάλτη της αναζήτησης κατοικίας και διαπίστωσε πως και η φιλοξενία στους συγγενείς έχει και αυτή το αντίτιμό της.
Ο Βαλάντης, έχοντας σπουδάσει πληροφορική, ήρθε με 1.000 ευρώ στο Μόναχο. Είχε προσπαθήσει προηγουμένως να φύγει για Αυστραλία ή Καναδά αλλά η διαδικασία ήταν πολύ ακριβή. Όνειρό του ήταν να δουλέψει στην Google στο Μόναχο. Σήμερα εργάζεται στον τομέα του στο αεροδρόμιο της πόλης.
Ο Άγγελος εργάζεται πλέον ως αρχιλογιστής σε μια γερμανική εταιρεία και η Κατερίνα σε ένα γερμανικό εστιατόριο, όπου αμείβεται σωστά και έχει καλούς συναδέλφους.
Και οι τρεις αυτό που νοσταλγούν πολύ από την Ελλάδα είναι η θάλασσα, κάποιοι φίλοι και συγγενείς, θέλουν ωστόσο να μείνουν στο Μόναχο. Τουλάχιστον εδώ απέκτησαν μια προοπτική. Το έργο δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, όμως η αμεσότητα, η ευρηματικότητα, το χιούμορ και η αλήθεια των πρωταγωνιστών του υπόσχονται μια καλή παράσταση.