Της Σμαράγδας Μιχαλιτσιάνου
“Το σινεμά είναι για μένα τρόπος ζωής, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Ρωτήστε τη γυναίκα μου. Ξυπνάω νύχτα και κρατάω σημειώσεις σε χαρτάκια, σε τοίχους, ακόμα και στο μαρμαράκι του γραφείου μου”.
Την Παρασκευή 2 Φεβρουαρίου του 2006 ο Θόδωρος Αγγελόπουλος άνοιξε τα χαρτιά σε μια εκδήλωση που οργάνωσε η New Star προς τιμήν του στον «Ιανό», για τα 30 χρόνια από την πρώτη προβολή του “Θίασου”, που έμελλε να καθιερώσει τον Έλληνα σκηνοθέτη ως έναν
από τους κορυφαίους σύγχρονους κινηματογραφιστές παγκοσμίως ” , αλλά και ta 40 χρόνια δημιουργίας του «ποιητή των εικόνων».
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα τότε , μία ανεξάρτητη εταιρία διανομής αναλαμβάνει το σπουδαίο εγχείρημα έκδοσης της πλήρης φιλμογραφίας του μεγάλου Έλληνα auteur, Θόδωρου Αγγελόπουλου. Με αφορμή την κυκλοφορία των πρώτων τριών τίτλων – “Θίασος”, “Το Βλέμμα του Οδυσσέα”, “Τριλογία: Το Λιβάδι που Δακρύζει”-σε DVD, υπό την επίβλεψη του ίδιου του μεγάλου δημιουργού.
Η αίθουσα του καφέ του “Ιανού” ήταν από νωρίς κατάμεστη από δημοσιογράφους, ηθοποιούς, προσωπικότητες της πνευματικής ζωής του τόπου αλλά και από πολλούς ανώνυμους θαυμαστές του έργου του.
Την εκδήλωση άνοιξε ο ιδιοκτήτης της New Starς Βελισσάριος Κοσσυβάκης, εκφράζοντας τη συγκίνησή του, για την πραγματοποίηση ενός ονείρου που υλοποιήθηκε μετά από αρκετές δεκαετίες σχεδιασμού.
Ο κος Κοσσυβάκης ανέτρεξε στο χρονικό της μεγάλης προσπάθειας να διατεθεί στο ελληνικό κοινό το έργο του Θόδωρου Αγγελόπουλο, επεξεργασμένο ψηφιακά από το προσωπικό αρχείο του σκηνοθέτη, και δεσμεύτηκε να συνεχίσει με την ίδια υψηλή αισθητική και αφοσίωση την ολοκλήρωση της σπουδαίας για τον ελληνικό πολιτισμό κυκλοφορίας.
“Αφιερώνω αυτή τη βραδιά σε κάποιους που διάλεξαν να φύγουν νωρίς”. Εμφανώς συγκινημένος μπροστά σε ένα κοινό που αδημονούσε να τον ακούσει, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος άνοιξε με τη σειρά του τη βραδιά, μνημονεύοντας του μεγάλους απόντες.
Τον Βασίλη Ραφαηλίδη, επιστήθιο φίλο και συνιδρυτή του “Σύγχρονου Κινηματογράφου”, αλλά και τον Κώστα Σταματίου και τον Μικέ Καραπιπέρη, οι οποίοι εμφύσησαν το καλό πνεύμα τους, όπως ο ίδιος τόνισε, στο έργο του.
Ιδιαίτερα ομιλητικός ήταν ο Θόδωρος Αγγελόπουλος εκείνη την ημέρα, ενώ η ομιλία του απέπνεε κάτι από την ποίηση και την μοναδικότητα των κάδρων του. Σήμερα η «Avecnews” δημοσιεύει αποσπάσματα από εκείνη την συνέντευξη τα οποία δεν πήραν την έκταση που τους άξιζε.
Ξεκινώντας από τις θέσεις του σπουδαίου κινηματογραφιστή για έναν εθνικό κινηματογράφο καταλήγουμε σε εικόνες που μάζεψε ο Θόδωρος Αγγελόπουλος από τον αιώνα που τέλειωσε , και που τον έκαναν να ονειρευτεί , να απογοητευθεί…
«Θέλω απλώς η ζωή μας εδώ να γίνει πιο ανθρώπινη. Πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτούς τους «τόπους» για να βρούμε πολλά από αυτά που είναι ακόμη σημαντικά και αυθεντικά στη ζωή μας» . Αυτό αναζητούσε όλη του τη ζωή ο Θόδωρος Αγγελόπουλος…..
ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ
«Noμίζω ότι πρέπει να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα γενικότερα: το πρόβλημα “ελληνικός κινηματογράφος” και προς τα πού τείνει. Με ποιαν έννοια και πότε θα μπορούμε να μιλήσουμε για κινηματογράφο ο οποίος θα έχει εθνικό πρόσωπο και ταυτόχρονα θα είναι βιώσιμος και εδώ, στο χώρο δηλαδή που λειτουργεί, και έξω, σαν δυνατότητα ανταλλαγής κι επιστροφής κάποιου χρηματικού ποσού.
Ο ελληνικός κινηματογράφος, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να ξεπεράσει αυτό το στάδιο του αποκλεισμού, που είναι όχι απλώς οικονομικός αποκλεισμός, αλλά και ταυτόχρονα, πολιτιστικός και ιδεολογικός. Και δεν είναι μόνο το γεγονός ότι η γλώσσα μας μιλιέται λίγο, αλλά κι ότι φτιάχνουμε προϊόντα ειδικά προορισμένα για το εσωτερικό.
Το αποτέλεσμα είναι ότι δεν βρίσκουμε κανέναν κοινό παρονομαστή, καμιά δηλαδή ταινία, όπου να μπορούμε να συναντηθούμε. Δεν έχουμε ταινίες, όπως λόγου χάρη η “Ξεχωριστή μέρα” του Σκόλα, που είναι ωραία, αλλά οπωσδήποτε κι εμπορική. Έχουμε τα δυο άκρα: τις πολύ απαιτητικές ταινίες και τις πολύ εμπορικές.»
Για κάθε δημιουργό τα έργα του είναι παιδιά του και δεν τα ξεχωρίζει. Σε αυτή τη συγκέντρωση ο εμβληματικός σκηνοθέτης μίλησε για κάθε μία από τις ταινίες του που δεν θωπεύουν τις πληγές της ρίζας μας …
” Οι ρίζες, ωστόσο, παραμένουν το ίδιο δυνατές και οι αναμνήσεις ισχυρές. “Ένα χωριό χαμένο μέσα στην ομίχλη- σκηνή από την “Αναπαράσταση”- και μια μακρινή φωνή που θα τραγουδάει το “μωρή κοντούλα λεμονιά…” είναι αυτό που θα ήθελα να πάρω μαζί μου φεύγοντας από τη ζωή!”. Κι αυτό πήρε.
( ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ )
«Η δικτατορία είναι ενσωματωμένη στη φόρμα του φιλμ. Η επιβεβλημένη σιωπή ήταν μια από τις συνθήκες κάτω από τις οποίες δουλέψαμε. Η ταινία είναι… φτιαγμένη με τέτοιο τρόπο που ο θεατής αντιλαμβάνεται την ανάμιξη της λογοκρισίας.»
(ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 36 )
«Ο ελληνικός λαός μεγάλωσε χαϊδεύοντας νεκρές πέτρες. Προσπάθησα να κατεβάσω τη μυθολογία από τον ουρανό, απευθείας στους ανθρώπους.»
(Ο ΘΙΑΣΟΣ )
«Η συνάντηση αυτή θα μπορούσε να είναι πραγματική ή φανταστική, συγχρόνως. Είναι, ουσιαστικά, μια συνάντηση των ανθρώπων αυτών με την Ιστορία, αλλά και με το φόβο της…
Εξαφανίζοντας το πτώμα, εξαφανίζουν την Ιστορία, εξαφανίζουν ένα παρελθόν που φοβούνται. Κοντολογής, θάβουν έτσι τον ίδιο τους το φόβο.
Σ’ αυτή την ταινία, όπως άλλωστε και στο “Θίασο”, υπάρχει η νοσταλγία αυτού του πράγματος που ονομάζουμε “επανάσταση” και που για τη δική μας γενιά σήμαινε μια αλλαγή της ζωής μας, αλλά που, τελικά, εγκαταλείφθηκε απ’ όλους.»
(ΟΙ ΚΥΝΗΓΟΙ )
«Το έργο “Οι Κυνηγοί” αντανακλά το πώς ένας άνδρας της γενιάς μου βλέπει την ελληνική ιστορία, μια ιστορία της οποίας η συνέχεια τέμνεται με τα χρόνια της δικής μου ζωής. Είναι μια σπουδή στην ιστορική συνείδηση της ελληνικής μπουρζουαζίας. Στην Ελλάδα, η άρχουσα τάξη φοβάται την ιστορία και, γι’ αυτό το λόγο, την αποκρύπτει. Οι Κυνηγοί ξεκινούν από αυτόν το συλλογισμό.»
(ΜΕΓΑΛΕΞΑΝΤΡΟΣ )
«Είναι μια καθαρά ποιητική ταινία. Δεν είναι πάνω στην πολιτική ή την Ιστορία, όπως κάποιες προηγούμενές μου. Είναι κυρίως υπαρξιακό το θέμα της, έχει σχέση με το “είναι” κι αυτό τη διαφοροποιεί από τις άλλες. Πρώτη ύλη εδώ είναι κοινά ανθρώπινα συναισθήματα: ο έρωτας, η μοναξιά, η αγωνία της δημιουργίας ενός πράγματος, η αγωνία να βρεθεί μια αρμονία, τα γηρατειά, ο θάνατος… Έχουμε, δηλαδή, μετατόπιση του άξονα από μια ιστορικο-πολιτική θεματολογία σε μια περισσότερο ανθρωποκεντρική. Με την έννοια αυτή, υπάρχει μια στροφή.
Στο Ταξίδι στα Κύθηρα το ταξίδι είναι μια διασκευή του μύθου του Νόστου του Οδυσσέα, σύμφωνα με ένα μύθο προγενέστερο αυτού του Ομήρου. Όπως και στην εκδοχή του Δάντη, υπάρχει μια προ-ομηρική εκδοχή στην οποία ο Οδυσσέας άνοιξε πάλι πανιά, αφού έφτασε στην Ιθάκη. Έτσι, το φιλμ γίνεται περισσότερο μια αποχώρηση παρά ένας επαναπατρισμός. Έχω αδυναμία στα αρχαία γραπτά. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει τίποτα καινούριο. Απλώς όλοι μας αναθεωρούμε και επαναπροσεγγίζουμε ιδέες με τις οποίες πρώτοι καταπιάστηκαν οι αρχαίοι.»
(ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΚΥΘΗΡΑ )
«Θα πρέπει να πω ότι έχω περάσει σε μια μεταμαρξιστική περίοδο. Μ’ ενδιαφέρει η υπαρξιστική προβληματική, τα πρόσωπα που ζουν έντονες υπαρξιακές καταστάσεις σε σχέση με τον εαυτό τους και τους άλλους. Αυτή την τριλογία κανένας θα μπορούσε να την ονομάσει και “τριλογία της μοναξιάς”. Το πρώτο μέρος ήταν το “Ταξίδι στα Κύθηρα”, η Σιωπή της Ιστορίας. Το δεύτερο, θα το ονόμαζα “Η Σιωπή του Έρωτα”.»
( Ο ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ )
«Τα στυλιστικά στοιχεία τα δικά μου υπάρχουν οπωσδήποτε. Και το πλάνο-σεκάνς υπάρχει και άλλα, μόνο που δεν είναι a priori δεδομένα. Θέλω να πω ότι υπάρχει μια πλατύτερη χρήση πραγμάτων… Υπάρχει μια σχετική πολυμορφία, και ωστόσο μοιάζει να υπάρχει μια απόλυτη ομοιογένεια. Κι αυτό είναι στον τόνο περισσότερο και στη χρήση του χρόνου, του timing. Κανείς δε θα έλεγε ότι αυτό δεν είναι του Αγγελόπουλου. Όλα είναι. Ενσωματώνονται, τελικά, σε μια προσωπική γλώσσα.
Το Τοπίο στην Ομίχλη δεν είναι απλά η ιστορία δύο παιδιών που ψάχνουν για τον πατέρα τους. Είναι ένα ταξίδι που αποτελεί μύηση στη ζωή. Στο δρόμο μαθαίνουν τα πάντα – την αγάπη και το θάνατο, τα ψέματα και την αλήθεια, την ομορφιά και την καταστροφή. Το ταξίδι είναι απλά ένας τρόπος για να εστιάσει σε όλα αυτά που μας δίνει η ζωή.»
(ΤΟΠΙΟ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ )
«H ταινία έχει ακριβώς αυτή την έννοια: την έννοια του μετεωρισμού ανάμεσα σ’ ένα χαμένο χθες και ένα αύριο που είναι άγνωστο. Έχει μια επικαιρότητα τρομακτική. Νομίζω ότι είναι μια ταινία, η μοναδική ταινία, που μιλάει γι’ αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο σήμερα. Είναι μια ταινία που τολμάει ν’ αγγίξει τα προβλήματα του σήμερα με την αβεβαιότητα που υπάρχει, τοποθετώντας την αβεβαιότητα αυτή στο κέντρο του προβλήματος και κάνοντάς το θέμα. Εξαιρετικά επικίνδυνο να τοποθετήσεις αυτόν το μετεωρισμό σαν θέμα μιας ταινίας, σε μια εποχή όπου οι ταινίες μιλάνε με βέβαια αισθήματα, αποφεύγοντας να μιλήσουν γι’ αυτό που είναι κάιριο για τον σημερινό κόσμο. Θα έλεγα πως είναι μια εξαιρετικά τολμηρή ταινία.
Καταπιάνομαι με σύνορα, όρια, τη μίξη γλωσσών και κουλτούρας σήμερα, γιατί προσπαθώ να αναζητήσω ένα νέο ανθρωπισμό, ένα νέο τρόπο.»
(ΤΟ ΜΕΤΕΩΡΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΠΕΛΑΡΓΟΥ )
«Κάθε δημιουργός θυμάται την πρώτη φορά που κοίταξε μέσα από το βιζέρ της κάμερας. Δεν είναι τόσο η στιγμή που ανακαλύπτεις το σινεμά, όσο η στιγμή που ανακαλύπτεις τον κόσμο. Ωστόσο, έρχεται κάποτε η ώρα που ο δημιουργός αρχίζει να αμφιβάλλει για την ίδια του την ικανότητα να βλέπει τα πράγματα, που δεν ξέρει πια αν το βλέμμα του είναι σωστό και αγνό.»
(ΤΟ ΒΛΕΜΑ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ )
«Η δουλειά που έχω κάνει παλιότερα πάνω στην έννοια του παρόντος και του παρελθόντος ήταν με βάση τον ιστορικό χρόνο. Με βάση μια συλλογική μνήμη, όπως στο Θίασο. Εδώ υπάρχει καθαρά η αντίληψη ενός προσωπικού χρόνου, επικεντρωμένου σ’ ένα άτομο. Όλα επικεντρώνονται σε ένα άτομο μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Υπάρχει ένα επίπεδο του πραγματικού, το οποίο όμως την άλλη στιγμή ανατρέπεται από ένα επίπεδο του φανταστικού ή συγχέεται ή διαχέεται. Το αέναο παιχνίδι του χρόνου μεταξύ παρόντος, παρελθόντος και προβολής προς το μέλλον είναι συνεχές σ’ όλη την ταινία. Αν θέλουμε εσωτερικά, βαθιά και αποφασιστικά, μπορούμε να εξαφανίσουμε τα σύνορα. Μπορούμε να επιλέξουμε τη ζωή και να εξαφανίσουμε τον θάνατο. Δεν λέω να συμφιλιωθούμε με την ιδέα του θανάτου. Να τον εξαφανίσουμε σημαίνει ότι μέσα μας θα κατοικούν εικόνες ζωής, ποίησης, έρωτα, ανακάλυψης.»
(ΜΙΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ )
«Στο “Λιβάδι που δακρύζει”, που δεν είναι παρά η ρίζα του μύθου, θα αναγνωρίσει κανείς σημάδια από τον Οιδίποδα Τύραννο, τους Επτά επί Θήβαις και την Αντιγόνη, στην πορεία ενός έρωτα και στη μοίρα μιας γυναίκας. Είναι η πρώτη φορά μετά την “Αναπαράσταση” του 1970, που κεντρικό πρόσωπο της ταινίας μου είναι μια γυναίκα. Παιδί που γνωρίζει την εξορία και τον θάνατο, ερωτευμένη έφηβη, μητέρα, μοναχική γυναίκα. Από την αθωότητα στο τραγικό πάθος.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά πριν, μια ελεγεία πάνω στην ανθρώπινη μοίρα.
Η Ελένη του μύθου, η Ελένη όλων των μύθων διεκδικείται και διεκδικεί το απόλυτο της αγάπης.»
(ΤΡΙΛΟΓΙΑ :ΤΟ ΛΙΒΑΔΙ ΠΟΥ ΔΑΚΡΥΖΕΙ )
«Σκέφτηκα ότι θα ήταν μια καλή ιδέα να πω αυτή την ιστορία μέσω μιας γυναίκας. Οι γυναίκες- περισσότερο από τους άνδρες- είναι τραγικές φιγούρες. Η μητέρα μου, για παράδειγμα, κάποιες φορές ήταν Αντιγόνη, άλλες Εκάβη. Έπαιξε πολλούς διαφορετικούς ρόλους στη ζωή της.»
( Η ΣΚΟΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ)
«Ο φακός στη Νέα Υόρκη”. “H Σκόνη του Χρόνου” θα ακολουθεί την πορεία ενός ανθρώπου κατά τη διάρκεια πενήντα χρόνων.
Μισός αιώνας καθοριστικός για τον ρουν την παγκόσμιας ιστορίας, αλλά ταυτόχρονα ιδωμένος μέσα από την προσωπική ματιά των κεντρικών χαρακτήρων, οι οποίοι διασχίζουν τον χώρο και
το χρόνο μίας ταραχώδους εποχής. “Είναι πενήντα χρόνια (η ιστορία ξετυλίγεται με αφετηρία το 1953) από τη ζωή ενός κόσμου, από μεγάλα σημαντικά πράγματα της Ιστορίας και της ζωής
ενός ανθρώπου. Μιας οικογένειας κι ενός μεγάλου έρωτα που κρατάει όλα αυτά τα χρόνια. Αν υποθέσουμε ότι ο “Θίασος” ήταν η συλλογική μνήμη, εδώ είναι η ατομική. Προσπάθησα να μαζέψω γεγονότα από τον αιώνα που τελείωσε, που με έκαναν να ονειρευτώ, να απογοητευτώ…”.