Βάστα καλή μας θεία

nteniis
Facebook
Twitter
LinkedIn

του Διονύση Μεσσάρη

Κάποτε μία γνωστή μου ψυχοθεραπεύτρια μου έλεγε ότι το ένστικτο επιβίωσης στον άνθρωπο είναι πολύ ισχυρό. Κατέχει την πρώτη θέση στις ανάγκες  του και επομένως όλα τα άλλα, συμπεριλαμβανομένου και της ανάγκης να ερωτευόμαστε μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα. 

Δηλαδή πρέπει, με  άλλα λόγια, να έχουμε καλύψει την επιβίωση μας και μετά να κοιτάξουμε να ερωτευτούμε. Θυμάμαι ότι την ατένιζα με ένα βλέμμα νυσταγμένου ιχθύος. Πολύ ευγενικά της ανέφερα ότι όταν είχα πρωτοερωτευτεί,  παράτησα την οικογενειακή ασφάλεια και βίωσα για ένα διάστημα τόσο άσκημα που αν έγραφα βιβλίο την ίδια χρονιά με τον Knout Hamsun «Η Πείνα» (1890) ίσως και να έπαιρνα εγώ το Νόμπελ λογοτεχνίας. Ώπα! Σαν να μου φάνηκε ότι μου έμειναν κατάλοιπα. Η έπαρση πρέπει να είναι ένα από αυτά. Τέλος πάντων. Η θεραπεύτρια κλονίστηκε. Μία εσωτερική πάλη αναπτύχθηκε μέσα της. Δεν είναι και εύκολο πράγμα, η στερεή θεωρητική σου γνώση να έρχεται σε σύγκρουση με την τρέχουσα παρατηρησιακή πρακτική. Ακάθεκτος συνέχισα τον βομβαρδισμό δηλώνοντας: «το χειρότερο είναι, ότι θα το ξαναέκανα αν είχα την ευκαιρία». Η εσωτερική πνευματική διεργασία συνεχιζόταν. Το πρόβλημα έπρεπε να λυθεί. Την λυπήθηκα. Έδωσα μία διέξοδο λέγοντας ότι πιθανόν να έχω λάθος διότι προ θανάτου εξ ασιτίας ίσως να έπαιρνα άλλη απόφαση και το θέμα τελείωσε εκεί.

Όμως τώρα τελευταία μου κόλλησε το μικρόβιο της εμβάθυνσης και της ενδελεχούς σκέψης. Έτσι το πρόβλημα της διάταξης στον εσωτερικό πίνακα αξιών που φέρει ο κάθε άνθρωπος αυτού του πλανήτη μέσα του παραμένει, και μάλιστα αξίζει να το μελετήσει κανείς ιδιαίτερα, δεδομένου ότι τώρα τελευταία στην γειτονιά μας «κάθε άνθρωπος αυτού του πλανήτη» μπορεί να είναι και οιονεί συγκάτοικος μας. Έχασα τον ειρμό μου! Ξανά από την αρχή. Μία μέση αστική Ελληνική οικογένεια του 1942 ευρισκόμενη προ θανάτου εξ ασιτίας θα δοκίμαζε για να γλυτώσει κατά σειρά τις εξής λύσεις: μαύρη αγορά – εργασία στον εχθρό – επαιτεία – τίποτε – κλοπή από την εξουσία – κλοπή από το γείτονα – εκπόρνευση μέλους της οικογένειας  –  συνεργασία με τον εχθρό. Φυσικά όσο πιο εμφανώς κατεβαίνεις κλίμακα τόσο πιο άθλιος φαινόσουνα στους υπολοίπους. Πρέπει να συγκρατήσουμε ένα βασικό σημείο. Πάνω κάτω όλες οι οικογένειες είχαν σχεδόν τον ίδιο πίνακα και το γνώριζαν μεταξύ τους. Θες ο Ελληνοχριστιανισμός τους, θες οι εφημερίδες της εποχής, θες οι μεγάλοι ηθοπλάστες συγγραφείς, θες το κοινό σχολικό πρόγραμμα, πάντως αυτή η κουλτούρα συνιστούσε ένα κλειστό κοινό αξιακό σύστημα, εκείνης της κοινωνίας, εκείνης της εποχής, και για κάθε πρόβλημα ξεχωριστά, στο παράδειγμα μας η επιβίωση.

Η γνώση αυτή τους έδινε μία ασφάλεια, για το που ο καθένας τους ήταν διατεθειμένος να φτάσει και μπορούσαν και αντιμετώπιζαν ακόμα και τις παρεκκλίσεις εκείνης της περιόδου: την μικροκλοπή, την παρενόχληση, τα εγκλήματα τιμής, τις πολιτικές ακρότητες, άπαντα προβλέψιμα. Χαρακτηριστικό στοιχείο είναι, που οι παλαιοί θυμούνται και οι νέοι ξέρουν, (σας παραπέμπω στην ταινία «Ο Ηλίας του 16ου (1959)» με τον Κώστα Χατζηχρήστο) ότι ελάχιστοι αστυνομικοί, χωρίς αλεξίσφαιρα, και το κυριότερο χωρίς όπλα, αστυνόμευαν μία ολόκληρη πόλη με πεζή περιπολία, μόνοι τους «περικαλώ – περικαλώ», όπως έλεγε ο αείμνηστος Κώστας. Κάπου σαράντα  χρόνια αργότερα, αυτός ο βασικός κοινωνικός ιστός είχε παραμείνει ο ίδιος. Απλά οι αλλαγές ήταν:  μία χαλάρωση ηθών, τα διαζύγια ελεύθερα, το δημοκρατικό πολίτευμα, τα ελεύθερα – ανελεύθερα ΜΜΕ, κάποιος κρατισμός, μια υφέρπουσα σοσιαλίζουσα συνείδηση, στοιχεία δηλαδή που προσωπικά τα βλέπω μάλλον θετικά. Η κατάσταση εξακολουθούσε να ελέγχεται και η κοινωνία μας ομογενοποιείτο, ξεκινώντας από την πόλη προς την  ύπαιθρο και αντίστροφα. Και ξαφνικά το μεγάλο μπαμ!

«Μα γιατί χριστιανέ μου γυρίζεις τις νύχτες έξω;» ακούστηκε η φωνή της Λωξάντρας από την άλλη άκρη του τηλεφώνου. Ήθελα να της πω, δεν θυμάμαι και αν της το είπα, «τριγυρίζω χάρις σε εσένα που με εγκατέλειψες τόσο άσπλαχνα». Αναφερόταν σε ένα περιστατικό που έγινε γύρω στις τρεις τη νύχτα, πενήντα μέτρα από το σπίτι μου. Κάποιοι σκότωσαν ένα παλληκάρι που βρέθηκε μαχαιρωμένο στη μέση του δρόμου. Το  παράδοξο είναι ότι περίπου την ίδια ώρα εκείνη την νύχτα, κάπου εκεί χωρίσαμε για τα σπίτια μας με τον φίλο μου και σύντροφο στην μιζέρια μας τον Βασίλη. Θλίβομαι στην ιδέα να πάθαινε κάτι ο φίλος μου. Βέβαια ποιος ξέρει ίσως και να ζούσε το παλληκάρι! Δύο ημέρες πριν, στο ίδιο σημείο, μία συγγενής μου η Μαλβίνα μου είχε αναφέρει ότι επιστρέφοντας στο σπίτι της τρόμαξε πάρα πολύ από ομάδα μαύρων που την παρενοχλούσαν για αρκετό διάστημα. Δύο μέρες μετά, πάλι εκεί, μία γνωστή μου η Πελαγία περιμένοντας να ανοίξει ο πράσινος σηματοδότης παρενοχλήθηκε από Πακιστανούς ή Αφγανούς που τις κτυπούσαν τα παράθυρα από το αυτοκίνητο, ευτυχώς πάντα με κλειδωμένες πόρτες για λόγους πρόνοιας.  Προσπερνάω λοιπόν το παράδοξο ενδιαφέρον της Λωξάντρας για να επιστρέψω στο μεγάλο μπαμ!

Ξαφνικά λοιπόν ο σύντροφος ο Μιχαλάκης ο Γκορμπατσώφ έχασε την μπάλα μέσα από τα χέρια. Ένα τεράστιο απόστημα από καταπιεσμένη κοινωνικότητα, ακαθόριστο σύστημα αξιών, εγκληματικότητα, μαυραγοριτισμός και διαφθορά κρατικής εξουσίας έσπασε και η φλεγμαίνουσα περιοχή απέκτησε ένα μεγάλο αρνητικό δυναμικό. Μετά εμφανίστηκε το φαινόμενο του ντόμινο, όπου και άλλες χώρες του ανύπαρκτου σοσιαλισμού ευρέθηκαν στην ίδια κατάσταση. Παράλληλα και λίγο προηγουμένως είχαν αρχίσει να καταρρέουν και παραδοσιακές χούντες λατινικού τύπου, ενώ σε πλήρη αρμονία, στο παιχνίδι μπήκαν και τα αναθερμασμένα θεοκρατικά ενδιαφέροντα των περιοχών της μέση ανατολής, Αφρικής και πέριξ, βάλτε και λίγη παγκόσμια συνομωσία και μία δόση αντιαμερικανισμού και η τούρτα έδεσε. Όπως έλεγε και ένας καθηγητής μου «. η διάχυσης του αποστήματος ακολουθούσα οδούς ήσσονος αντιστάσεως μολύνει πέριξ ιστούς και .». Πράγματι το απόστημα υπήρχε, η οδός της ελάχιστης αντίστασης επίσης υπήρχε: μεσογειακές χώρες, παραδουνάβιες ηγεμονίες (συγγνώμη χερσαία Ευρωπαϊκά σύνορα ήθελα να πω) και λαθρεμπορικοί ναυτικοί άξονες. Οπότε όπως λέγουν οι εγκληματολόγοι το crime displacement η μετατόπιση εγκλήματος ήταν η τελευταία ιατρική πράξη. Ο λόγος τώρα στα αντιβιοτικά.

Χιλιάδες άνθρωποι από κάθε γωνιά του πλανήτη ακολουθώντας μίαν ακτινικά κεντρική πορεία προς την Ευρώπη έκαναν την αντίστροφη διαδρομή που ακολουθούσαν οι πρόγονοι τους εδώ και εβδομήντα χιλιάδες χρόνια. Άνθρωποι κάθε λογής χρώματος, γλώσσας, θρησκείας και κοινωνικότητας υποβοηθούμενοι από δόλιες κυβερνήσεις, λαθρέμπορους, σωματέμπορους, κατεστραμμένες οικονομίες και δεν συμμαζεύεται, σωρεύονται στις πύλες της Ευρώπης. Και η δίοδος βρέθηκε. Το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης, ο εύκολος στόχος, το κακό παιδί που φώναζε «λύκος στα πρόβατα» και που τελικά ο λύκος ήρθε αλλά τώρα δεν το πιστεύει κανείς, και που είναι «Η πτωχή, πλην τιμία Ελλάς» του Λευτεράκη. Αλήθεια! Ποίοι είναι αυτοί όλοι οι άνθρωποι; Τι εκπαίδευση έχουν; Τι ηθικές αξίες; Τι τους ωθεί να αναζητήσουν την Γη της Επαγγελίας; Σε προσωπικό επίπεδο παραμένει άγνωστο αλλά με μία γενική στατιστική θεώρηση γνωστό, «Η ΕΠΙΒΙΩΣΗ». Να μία λέξη μαγική που την έχουμε νοιώσει κάποτε σαν λαός και που την έχουμε διαβάσει και προηγουμένως.

Τίθεται λοιπόν το ακαδημαϊκό ερώτημα: «έως που είσαι διατεθειμένος κύριε μετανάστη ή λαθρομετανάστη, ελληνοποιημένε, νόμιμε και μη, να φθάσεις προκειμένου να επιβιώσεις»; Και θέτω το ερώτημα γιατί εδώ στο Ελλάντα έχουμε μία, τρόπον τινά, σχιζοειδή παράνοια. Προκειμένου μία κοινωνική ομάδα, επονομαζόμενοι δημόσιοι υπάλληλοι, (πρωθυπουργοί, υπουργοί, παρατρεχάμενοι, μόνιμοι, εποχιακοί κοκ) να δείξουν στο τέλος χρόνου περιορισμό δαπανών και ότι είναι καλά παιδιά, κάνουν ότι κάνουν και οι φιλοζωικές οργανώσεις. Δηλαδή αμολάνε τα αδέσποτα στον γενικό πληθυσμό και όσο αντέξουν. Θες από σκουπίδια, θες από ελεημοσύνη, θες από το φιλοζωϊκό ενδιαφέρον του κοινού, θα ζήσουν όσο ζήσουν, θα δαγκώσουν όσο δαγκώσουν και θα βρουν ηρωικό θάνατο κάτω από μία μπλε mercedes ή μαύρη jaguar αν προτιμάται. Αλλά τα κακόμοιρα τα ζώα δεν είναι και τόσο επίφοβα, αντιθέτως οι αλλοδαποί είναι. Αντί λοιπόν να δημιουργηθούν πέντε στρατόπεδα συγκέντρωσης με φως, νερό, τηλέφωνο, τρία γεύματα την ημέρα, ιατρική κάλυψη και αραλίκι για τους παρανόμως ευρισκόμενους στην χώρα μας μέχρι νεωτέρας και να μας βάλει χέρι η τρόικα και οι δημοσιογράφοι, προτιμούν να μην κάνουν τίποτε από όλα αυτά και να αμολήσουν τους αλλοδαπούς στα φανάρια, στην πορνεία, στην παράνομη εργασία, στα πατάρια, στα χαρτοκούτια, στα υπόγεια, στην ληστεία, στα συμβόλαια θανάτου και σε κάθε είδους έγκλημα. Όλα καλά, ο ισολογισμός σώθηκε μεν, ο δείκτης εγκληματικότητας αυξήθηκε δε, αλλά δεν πειράζει δεν προσμετράται σε χρήμα (εύκολα). Δεν μετράει καν το ηθικό μέρος για τους κρατούντες, όπου αδιαφορώντας για τον γενικό πληθυσμό (όπου μέσα ζουν και αυτοί) το πολύ να εισπράξουν μία δυσαρέσκεια από την μεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης.

Λοιπόν ας ρίξουμε μία ψύχραιμη ματιά, ας οργανωθούμε που λέει και το ανέκδοτο. Είμαστε ελεύθεροι πολιορκημένοι με τον εχθρό εντός των τειχών. Ποιος είναι ο εχθρός; Έχουμε και λέμε: γιοί και σύζυγοι που αναλαμβάνουν με μερικά ευρώ να βοηθήσουν την πολυμελή οικογένεια στην πατρίδα, διωγμένοι από θεοκρατικά καθεστώτα, πολιτικοί πρόσφυγες, γονείς των οποίων τα παιδιά πέθαναν από ασιτία ή αρρώστια στην έρημο, βιασμένες γυναίκες από στρατεύματα κατοχής, πρώην παιδιά και νυν έφηβοι που τα εξαναγκάσανε με το όπλο να σκοτώσουν όλη τους την οικογένεια, απλοί φτωχοί που η οσμή του χρήματος τους ξύπνησε την ελπίδα και η  λίστα δεν έχει τέλος. Ανάμεσα σε αυτούς τους δυστυχισμένους, που όλοι τους έκαναν το μεγάλο βήμα, ένα δέκα τοις εκατό παρανομεί κατάφωρα και ένα τοις εκατό συλλαμβάνεται και τιμωρείται με συχνότητα δέκα φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη Ελληνική εγκληματικότητα. Όμως αυτοί οι λίγοι εγκληματίες, και δυνητικά ο υπόλοιπος πληθυσμός τους, των οποίων ο αξιολογικός πίνακας είναι διαφορετικός από τον δικό μας ή και αν δεν είναι, με όσα έχουν περάσει και έχουν δει έχει σίγουρα ανατραπεί, είναι αυτοί που μας έχουν φέρει σε απόγνωση σαν τοπική κοινωνία.

Τοπική! Σημαντική λέξη. Ξέχασα να πω ότι το μικροβιακό φορτίο από το απόστημα εμφανίζεται στο μικροσκόπιο με την μορφή νησίδων πάνω στο δείγμα που συνεχώς διευρύνονται. Μετά την είσοδο στην χώρα, «με αεροπλάνα και βαπόρια» (μου αρέσει να γράφω με μουσική), οι νησίδες αλλοδαπών, και εγκληματικότητας κατά συνέπεια, εμφανίζονται και διευρύνονται γύρω από μεγάλους συγκοινωνιακούς κόμβους. Δηλαδή πλατείες, πρακτορεία ταξιδιών, ΚΤΕΛ, εμπορικό κέντρο και συναφή. Στην συνέχεια καταλαμβάνουν οδικούς άξονες και μεταναστεύουν σε κατά κανόνα φτωχές συνοικίες διώχνοντας τον πρώην αστικό πληθυσμό. Το 1990 περιορίζονταν στα υπόγεια, το 2000 στα ισόγεια, το 2010 έφθασαν στα ρετιρέ.

Πρέπει να το πάρουμε χαμπάρι είμαστε μόνοι μας. Οι μεσοαστοί πουλάνε όσο-όσο και φεύγουν στα βόρεια προάστια ενοχλημένοι. Οι μικροαστοί νοικιάζουν όσο-όσο σε αλλοδαπούς. Μέτωπο υπό κατάρρευση, αξίες υπό κατάρρευση. Και που πήγε η Σπαρτιάτισσα μάνα του ταν ή επί τας; που πήγαν οι Σουλιώτισσες; Που πήγαν οι 700 Θεσπιείς του Λεωνίδα; Που πήγαν οι απόγονοι των οπλιτών του Μιλτιάδου; Κρύφθηκαν κάτω από το τραπέζι; Δεν έμειναν να υπερασπίσουμε τις γειτονιές μας; Μας άφησαν μόνους; Ο παππούς μου, παλιός Μπιζανιομάχος, εν έτει 1970 ογδοηκοντούτης τράβηξε τσατσάρα και έστρωσε στο κυνήγι υποψήφιο πορτοφολά στην πλατεία Βάθης. «Απίστευτο» που λέει ο φίλος μου ο Βασίλης και όμως αληθινό. Εγώ τώρα με τέτοια τσατσάρα(συγγνώμη φορτίο ήθελα να πω), πώς να δραπετεύσω από το υποβαθμισμένο κέντρο; Όχι, θα μείνω μαζί με σας, τους λίγους, να υπερασπιστώ τα πατρογονικά διαμερίσματα, καταστήματα, ψιλικατζίδικα και Έβγες (που τις θυμήθηκα;). Σαν σημαία και προμετωπίδα στον αγώνα της ανάκτησης των αξιών μας και του δικαιώματος του να μην φοβόμαστε θα έχουμε την θεία μίας γνωστής όλων μας, αναγνωστών και δημοσιογράφων, της θρυλικής “La pasionaria” του κέντρου της πόλης μας. Αυτή η  υπερήλιξ  θεία με την μεγάλη περιουσία, που αν και άρρωστη στο κρεβάτι και με το επιθανάτιο άγχος, παρόλα ταύτα αρνείται για πολλά χρόνια πεισματικά να φύγει από την υποβαθμισμένη γειτονιά της παρά τις παραινέσεις των συγγενών της που λιποψύχησαν. Βάστα καλή μας θεία. Οι εναπομείναντες του πάλαι ποτέ ένδοξου κέντρου της όποιας πόλης σε χαιρετούν. AVE.

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.