της Λαμπριάνας Κυριακού
Όλοι κρυβόμαστε και νομίζουμε πως ζούμε στον μικρόκοσμο που πλάθει όπως τον βολεύει ο εγωισμός μας. Σκηνοθετώντας μια ζωή προσανατολισμένη μόνο σε κατευθύνσεις που θεληματικά ακολουθούμε, γιατί έτσι πιστεύουμε ότι είναι ο μόνος προορισμός που θα μας βοηθήσει ν’ απαλλαγούμε από τους φόβους μας – τους πόνους μας και κυρίως από το φόβο της μοναξιάς μας.
Θάβουμε τα όνειρα μας στα πιο απόκρυφα μέρη της ψυχής μας και «πετάμε» τους στόχους μας στα καλάθια της ζωής, έτσι χωρίς σκέψη – χωρίς συλλογισμό, για να προλάβουμε τη στιγμή που θα γυρίσουν να μας ψιθυρίσουν τη λέξη, αποτυχία.
Αν ήταν ο φόβος της αποτυχίας δε θα σταματούσα ποτέ να παλεύω.
Τι όνειρα να κάνεις όμως, γεννημένος σε μια κοινωνία που σου καταστρέφει τα κύτταρα της δημιουργίας και σε κάνει να νιώθεις ναυαγός μέσα σε φουρτουνιασμένο ωκεανό; Από ποια κατεύθυνση να κολυμπήσεις και σε ποια στεριά να κρατηθείς;
Με ποια δικαιολογία να πείσω τον εαυτό μου ότι όλο αυτό το παιχνίδι που ζω σήμερα – όλη αυτή η διαφθορά – η ψευτιά – η απανθρωπιά είναι απλά ένα κακόγουστο αστείο; Φταίω που γεννήθηκα στην Ελλάδα; Κάποτε ένιωθα περήφανη.
Σε ποιον να φωνάξω το θυμό μου και να με ακούσει. Σε ποιους να πιστέψω και από ποιους να παραδειγματιστώ;
Την Ελλάδα την σταύρωσαν και μαζί τους σταύρωσαν και όλους εμάς.
Φεύγω… δεν ξέρω αν με κρατάει τίποτα εδώ. Ότι και να κάνω στη ζωή μου θα μου τα παίρνουν. Θα μου τα παίρνει η εξουσία – θα μου τα παίρνουν και οι κλέφτες… ε! δεν μπορώ να σας χαρίζομαι… Άλλωστε, σας έχω χαρίσει κόπους μιας ολόκληρης ζωής.
Έχω πετάξει πολλά όνειρα – θέλω να ζήσω σαν άνθρωπος και όχι σαν έρμαιο.