ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΥΑΤΖΗΣ – “Μη φεύγετε κύριε Ευχέτη”

sfrhaefrh
Facebook
Twitter
LinkedIn

της Μαίρης Βασάλου
Το υπαρξιακό σύμπαν του ποιητή. Ο ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος Γιώργος Δουατζής μετά από μια μακρά ποιητική πορεία με το παρόν αφήγημα παίρνει τον αναγνώστη μαζί του σε μια νέα διαδρομή προς την ωριμότητα και την αυτογνωσία τής ύπαρξης του ανθρώπου.

Μέσα από ένα εκ βαθέων διάλογο, οι ήρωες του βιβλίου αναδύονται σ’ ένα κόσμο στοχασμού και συναισθημάτων και όχι σ’ ένα κόσμο φανταστικό.

Aισίως, ο μάχιμος δημοσιογράφος Τέρπανδρος Σακελλάρης  κατορθώνει να αποσπάσει μια συνέντευξη ζωής από τον « μύθο » ποιητή Μιχαήλ Ευχέτη, ο οποίος σε μεγάλη ηλικία πλέον αποζητά την ανθρώπινη επικοινωνία. Καίρια στιγμή.
  

mvasalou

 « Είναι εντυπωσιακό το πώς με κοιτάζει. Είναι έτσι ακίνητα τα μάτια του, που αναρωτιέμαι αν παρακολουθεί όσα λέω ή τρέχει ο νους του αλλού παρατηρώντας με. Εγώ απλώνω τον εαυτό μου, τις σκέψεις μου. Ούτε προσποιούμαι, ούτε θέλω να δημιουργήσω εντυπώσεις. Ένα φιλαράκι θέλω τώρα, να λέμε διάφορα. Για την ανθρώπινη ζεστασιά. Τώρα τίποτε άλλο δε με νοιάζει. Λίγη ζεστασιά…».

Ο ποιητής ενθαρρύνει τον κατά πολύ νεώτερο του δημοσιογράφο να εξιχνιάσει την εικόνα του και να απαντήσει στις απορίες του. Σ’ έναν απολογισμό ζωής  ξετυλίγει κρυμμένες αλήθειες, μυστικά, βιώματα που πονάνε, δύσκολες ώρες που έζησε ισορροπώντας στο τεντωμένο σχοινί της τρέλας ή στο κατώφλι μιας πνιγηρής ατμόσφαιρας νοσοκομείου. Αναλογίζεται μαζί του το φόβο της μοναξιάς, την ήττα του θανάτου, την παράνοια μιας κοινωνίας που μεταλλάσσεται, μη αποδεκτής στην ψυχή των ολίγων έστω. 

–         Την επιδιώκατε τη μοναξιά ή απλώς συμβαίνει;

–         Κάποτε την επεδίωκα. Πρώτα έφυγαν οι άνθρωποι. Μετά η γάτα. Έπειτα ο σκύλος που είχα τότε. Τους απομάκρυνα σταδιακά όλους. Μόνο ο ήχος των βημάτων μου έδινε ζωή σε αυτό το σπίτι. 

Οπωσδήποτε, στη συνεχή ροή του διαλόγου ο συγγραφέας και με τη φιλοσοφική διάθεση ενός σκεπτόμενου ανθρώπου, δίνει ευρηματικά την ευκαιρία στον αναγνώστη να διαβάσει  τις εσωτερικές σκέψεις του καθενός που μαρτυρούν περισσότερα απ’ ότι τα ηχηρά λόγια τους.   

 « Βρέθηκε εδώ στο όνομα μιας συνέντευξης, αλλά έχει μετατραπεί σε ευχάριστη παραγωγική συντροφιά. Με βολεύει και εύχομαι να μη φύγει γρήγορα και να ξανάρθει. Η κουβέντα μαζί του με κάνει να νιώθω νέος, αφού αυτός γεννήθηκε τριάντα χρόνια μετά. Κλέβω νεότητα και φρεσκάδα. Και αυτός δεν έχει συνείδηση του πλούτου της νεότητας και μιλάει ακόμη για φόβους και μοναξιές… ». 

Η πνευματική τους επικοινωνία επίσης απλώνεται στις μνήμες αγαπημένων γυναικών, στο άγγιγμα του έρωτα και της αγάπης, στα φαντάσματα του παρελθόντος, δίνοντας στιγμές που ασκούν γοητεία και συγκίνηση στον αναγνώστη. 

« Αγαπημένη μου, θα ήταν αδύνατο να μην είσαι όμορφη. Αυτό το φεγγάρι είναι δικό σου. Έχει το δικό του φως, το δικό του ίσκιο, τη δική του φωνή και το τραγούδι του με αυτούς τους ιδιόηχους φτάνει μόνο σ’ εμάς. Δεν υπάρχει βέβαια γιατί, ούτε διότι, όταν σου χαρίζω ένα τέτοιο φεγγάρι. Κι αναρωτιέμαι, πώς να  βαστήξουν τόσο εύθραυστη ομορφιά δύο τόσο πρωτόγονα χέρια … Όταν γελάς, αγαπημένη, τι χρειάζονται τα λόγια; »

 Και, ενόσω ξεκινά η αντίστροφη μέτρηση  και η συνομιλία τους φθάνει σ’ ένα  τέλος που απεύχεται ο καθένας τους, μοιάζει  σαν ο ένας να γυρίζει στη ζωή και ο άλλος να την αποχωρίζεται… 

  –   Να αγαπάς, Τέρπανδρε.
 –   Κύριε Ευχέτη…
 –   …
 –  Μη φεύγετε, κύριε Ευχέτη. Μη…

Θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς ποιητικό βιβλίο. Όχι,  βέβαια γιατί αναφέρεται σ’ έναν ποιητή αλλά  μόνο και μόνο για την ποιητική του γραφή.  Στις τελευταίες γραμμές του μάλιστα ο ένας καθρεφτίζεται στα μάτια του άλλου και οι δύο κόσμοι έρχονται πιο κοντά. Και όταν ο συγγραφέας αποτρέπει τον ποιητή να φύγει, είναι σαν να ζητάει από τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς δεν αισθάνεται πλέον την φυσική του παρουσία  απέναντι του, να μη διαλυθεί το ποιητικό του όραμα.

Σχετικά Άρθρα

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να σας προσφέρει μία καλύτερη εμπειρία.