του Διονύση Μεσσάρη
Δεν με πονάει η μοναξιά
και τ’ άδειο μου κρεββάτι.
Το πρωινό αγιάζι δεν με λυγά
Ούτε το καθημερινό μονοπάτι
Κάθε μέρα το ρούχο πιο φτωχό
και αυτό το πιάτο μου στερεύει.
Μα δεν θα ακούσεις γογγυτό
Όσο και αν σε παραξενεύει.
Είναι μία συνήθεια μου οδυνηρή
Δεκάδων χρόνων πόνου απάθεια.
Πετσί σκληρό και ελαστική ψυχή
Έπαψα να επιζητώ συμπάθεια.
Μα μην με φρονείς της φύσης τέρας
από σάρκα και αίμα είμαι και εγώ
κρυώνω όταν με φυσά ο αγέρας
και όταν με τρυπούν ματώνω, βογγώ.
Απλά τα αυτιά μου ξεσυνήθισαν
την μουσική από λόγια στοργικά.
Απλά την αύρα της ανεμελιάς
πολύ πικρά ενοστάλγησα.
Απλά μου έλειψε πολύ
το όποιο γυναικείο χάδι.
Απλά είναι το παγκάκι σήμερα
σκληρό και με πονά.
Απλά του διπλανού μου
την μάταια ικεσία και
την ανημποριά μου κάτι
να του προσφέρω μίσησα.
Παρόλα αυτά δεκτά ας είναι όλα
Όση σκληρότητα μπορώ να αντέξω
Όλη στης καρδιάς το λίθωμα
ακόμη μπορώ να μετατρέψω.
Είναι ένα πράγμα όμως που με πονεί
από όλα τα βάσανα ίσως το πιο βαρύ.
Του γλυκού του έρωτα να έχω γευτεί,
με απονιά, της προδοσίας το κρασί.
Το στήθος να σπαράζει από την γεύση
κάθε αναπνοής στα πληγιασμένα χείλη
που τυφλά και απορημένα αποζητούν
του τελευταίου φιλιού την γλύκα.
Αβάσταχτα να στροβιλίζεται στο νου
της εγκατάλειψης η ζοφερή εικόνα.
Σαν φαρμάκι στην καρδιά να φιδοσέρνει
και θανατερά την απίστευτη οδύνη
σαν του Σωκράτη το κώνειο να φέρνει,
όχι ξένο χέρι, αλλά γυναίκα αγαπημένη.