του Γεώργιου Π. Μαλούχου
Η Κύπρος δεν είναι μόνο μικρή αλλά και πολύπαθη χώρα, η μόνη του δυτικού κόσμου που ζει υπό καθεστώς ξένης κατοχής. Κι όμως, αυτή η χώρα, αυτή τη στιγμή, ασκεί πολύ μεγάλη πολιτική, οι επιδράσεις της οποίας ξεπερνούν ασύλληπτα το μέγεθος και την ισχύ της και λαμβάνουν πλέον ευρύτερα γεωπολιτικά χαρακτηριστικά. Η Κύπρος διδάχθηκε πολλά από το πικρό παρελθόν της και άφησε πίσω τις αγκυλώσεις του, πήρε τη μοίρα της στα χέρια της και αντιστρέφει σήμερα πλήρως την πορεία της ιστορίας. Η Κύπρος, δείχνει το δρόμο και στην Ελλάδα. «Πατέρας» αυτής της μεγάλης δυτικής πολιτικής, ένας σκληρός κουμμουνιστής: ο πρόεδρος Δημήτρης Χριστόφιας.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’60, το νεαρό κυπριακό κράτος, βρέθηκε, για μια σειρά από λόγους, απέναντι στα γεωπολιτικά συμφέροντα της δύσης. Αθήνα και Λευκωσία απέρριψαν από κοινού το αμερικανικό σχέδιο Ατσεσον, οι πρόνοιες του οποίου, ακόμα και σήμερα, μοιάζουν με χαμένο παράδεισο για τη χώρα.
Το χειρότερο όμως ήταν ότι στα επόμενα χρόνια, οδηγήθηκε σε έναν βαθύ, τυφλό αντιδυτικισμό. Η χώρα δεν κατάφερε να διαγνώσει το σπάνιο ρήγμα ανάμεσα στην Αγγλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες και βρέθηκε, τελικά, για πολύ μεγάλο διάστημα, απέναντι και στις δύο καθοριστικές δυτικές δυνάμεις.
Ετσι, από εκεί που οι Αμερικανοί το 1964 είχαν σταματήσει την επερχόμενη τότε τουρκική εισβολή με μια αυστηρότατη επιστολή του προέδρου Τζόνσον προς την Αγκυρα – μεταξύ των συντακτών της ήταν και ο τότε αρχιεπίσκοπος Αμερικής Ιάκωβος -, κάτι τέτοιο δεν επαναλήφθηκε πλέον το 1974.
Τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν πια λόγους να στέκονται στο πλευρό μιας χώρας που ομολογημένα φιλοδοξούσε να καταστεί ένα είδος «Κούβας της Μεσογείου», στο αποκορύφωμα μάλιστα του Ψυχρού Πολέμου.
Οι Τούρκοι καραδοκούσαν και άρπαξαν την ευκαιρία, που, μην το ξεχνάμε, η Ελλάδα απλόχερα τους έδωσε. Και όχι μόνον με την αδιανόητη επίθεση κατά του Μακαρίου, αλλά και με την απαγόρευση της μεταστάθμευσης των αμερικανικών βομβαρδιστικών το 1973 στην Κρήτη, όταν εκείνοι επιχειρούσαν να βοηθήσουν το Ισραήλ σε έναν πόλεμο που ίσως το αφάνιζε.
Με όλα αυτά ήταν που η Κύπρος βρέθηκε τελικά περίπου η μισή υπό τουρκική κατοχή και η Ελλάδα, έκτοτε, πάντα, μέχρι και σήμερα, σε δυσμενή θέση έναντι της Τουρκίας.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1983, πάλι ο Ιάκωβος πρωταγωνίστησε στη διάσωση της Κύπρου, αυτή τη φορά από την επικείμενη τότε αναγνώριση του ψευδοκράτους από τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αυτός, ο κατά την προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ «Σιάκωβος», με δική του πρωτοβουλία ταξίδεψε από τη Νέα Υόρκη στην Ουάσιγκτον για να δει τον τότε υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζορτζ Σουλτς, χωρίς καν να έχει κλείσει ραντεβού μαζί του – έτσι έγινε. Κυριολεκτικά εισέβαλλε στο γραφείο του και απείλησε με την εχθρότητα όλης της ελληνικής ομογένειας κατά της κυβέρνησης Ρήγκαν σε περίπτωση που γινόταν η αναγνώριση η οποία προσεκτικά είχε ετοιμαστεί από την τουρκική πλευρά.
Ο Ιάκωβος πέτυχε. Ο Ανδρέας Παπανδρέου ειδοποιήθηκε από την ελληνική πρεσβεία στην Ουάσιγκτον για τις εξελίξεις και, μετά από χρόνια εχθρότητας προς τον τότε αρχιεπίσκοπο, αναγνωρίζοντας δημόσια την καθοριστική συμβολή του, τον κάλεσε αμέσως μετά στην Αθήνα: οι σχέσεις τους άλλαξαν για πάντα, αλλά, η άδικη ρετσινιά που είχε κολλήσει στον μεγάλο ιεράρχη, τον συνόδευε ακόμα για χρόνια…
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε. Ακόμη και η ένταξή της στην Ευρωπαική Ενωση, μια μέγιστη επιτυχία της κυπριακής και ελληνικής πολιτικής με αρχιτέκτονα και κύριο εκτελεστή τον αείμνηστο Γιάννο Κρανιδιώτη, δεν στάθηκε ικανή να αλλάξει τα δεδομένα: η Κύπρος παρέμεινε ημικατεχόμενη και οι σχέσεις της με τις Ηνωμένες Πολιτείες προβληματικές. Στο τρίγωνο Ουάσιγκτον – Λευκωσία – Αγκυρα, η Κύπρος ήταν πάντα ο χαμένος…
Και, ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε κανείς, έρχονται τα πάνω κάτω. Μέσα σε λίγους μήνες, ένας κουμμουνιστής (!) πρόεδρος, ο πρώτος στην ιστορία της χώρας, κάνει σιωπηρά και μεθοδικά, την απόλυτη ανατροπή: η Κύπρος, μέσα από τα ενεργειακά ζητήματα, συνδέεται οικονομικά και στρατηγικά με το Ισραήλ και με τις ΗΠΑ. Μέχρι η Τουρκία να αντιληφθεί τι συμβαίνει, μια ματωμένη, απόλυτα αρνητική για την Κύπρο ισορροπία δεκαετιών, έχει πλήρως αντιστραφεί.
Κύπρος, Ισραήλ και Ηνωμένες Πολιτείες, συνεργάζονται στενά για την έρευνα και την αξιοποίηση των, όπως φαίνεται, πελώριων ενεργειακών πόρων στην ΑΟΖ του νησιού.
Η Τουρκία περιέρχεται σε έξαλλη κατάσταση. Απειλεί θεούς και δαίμονες, αλλά, οι απειλές της δείχνουν ήδη να πέφτουν στο κενό: η Κύπρος θωρακίζεται διπλωματικά και αμυντικά όχι μόνον από την Ελλάδα, αλλά και από τις δύο πολύ ισχυρές χώρες συνεταίρους της. Η ιστορία, γράφεται ξανά από την αρχή.
Την ίδια στιγμή, το μέγεθος της κυπριακής πολιτικής είναι τέτοιο, που, όλα αυτά, όχι απλώς δεν ενοχλούν την παραδοσιακή φίλη του νησιού Ρωσία, αλλά, αντίθετα, η Μόσχα σπεύδει να «ευλογήσει» τις έρευνες από τις οποίες, τελικά, και η ίδια, ορθότατα, δεν θα μείνει εκτός – το ίδιο κάνει και η Ε.Ε., αλλά αυτό, πολύ μικρότερη σημασία έχει επί της ουσίας.
Τα ενεργειακά αποθέματα που ανήκουν στην Κύπρο φαίνεται ότι είναι τόσο σημαντικά, που ήταν αρκετά ώστε ο αριστοτεχνικός αυτός πολιτικός χειρισμός να βρει το έδαφος για να αλλάξει τα πάντα: η Κύπρος, για πρώτη φορά στην ιστορία της, μπαίνει στην καρδιά της δυτικής πολιτικής και εκτοπίζει τον μεγάλο εχθρό και δυνάστη της. Την ίδια στιγμή, συμβαίνει κάτι απόλυτα ελληνικό: με πολύ μεγάλη επιπολαιότητα, ο πρόεδρος της Κύπρου, βάλλεται εσωτερικά πανταχόθεν στο νησί. Οι κυπριακές πολιτικές ηγεσίες, οφείλουν να δουν την ευρύτερη εικόνα και να επανεκτιμήσουν άμεσα τη στάση τους.
Κι έτσι, ο «Δαυίδ» νικά τον «Γολιάθ», που, αυτή την ώρα, είναι σα λιοντάρι στο κλουβί – κι αυτό είναι φυσικά πολύ επικίνδυνο, όχι τόσο πια για την ίδια την Κύπρο, όσο για την Ελλάδα, που ίσως πιστεύει ότι είναι πλέον πιο εύκολος στόχος της οργής του.
Η Αγκυρα χάνει κατά κράτος ένα τεράστιας σημασίας γεωπολιτικό και οικονομικό παίγνιο. Χάνει επίσης τη δύναμη που της έδιναν επί πολύ καιρό οι υπερφίαλες αυτοκρατορικές απειλές, οι οποίες μοιάζουν να πέφτουν στο κενό.
Η Αγκυρα έχει ανάγκη κάτι να κάνει, για να μη γυρίσει όλη αυτή η ξεκάθαρη ήττα και εσωτερικά εις βάρος της: ο Ερντογάν, μπορεί να πληρώσει και εσωτερικά το τίμημα, καθώς εν τω μεταξύ έχει γονατίσει το στρατό που τώρα βλέπει τη χώρα του να χάνει το παιγνίδι και ίσως βρει την αφορμή και την αιτία της ανασύνταξης.
Η νευρικότητα μπορεί να γίνει πολύ κακός σύμβουλος σε μια χώρα που μέχρι χθες λεοντάριζε κατά πάντων, αλλά, σήμερα, έχει βάλει την ουρά στα σκέλια.
Η Ελλάδα παραμένει πολύ σοβαρή και ψύχραιμη, συνδέεται και η ίδια όλο και πιο στενά με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, κάνοντας κι εκείνη μια μεγάλη, καθοριστική στροφή. Η Ελλάδα επιστρέφει κι αυτή όλο και πιο βαθειά στη δύση, την ώρα που η Τουρκία απομακρύνεται από αυτήν και τοποθετείται, πλέον, απέναντί της.
Την ίδια στιγμή, η Αγκυρα εγκλωβίζεται σε όλο και μεγαλύτερα λάθη: κάνει ότι μπορεί για να χάσει κάθε αξιοπιστία απέναντι στις ΗΠΑ και το Ισραήλ και για να κόψει κάθε γέφυρα μαζί τους.
Και, μάλιστα, το κάνει διπλά: και στο θέμα της Κύπρου και, κυρίως, στο θέμα της Μέσης Ανατολής, όπου, με την υπόθεση της προσπάθειας για αναγνώριση παλαιστινιακού κράτους αυτή την εβδομάδα στον ΟΗΕ, έρχεται πλέον σε μείζονα στρατηγική κόντρα με την Ουάσιγκτον και το Τελ Αβιβ.
Ο Ερντογάν, ένας πολύ μεγάλος ηγέτης, δείχνει να έπεσε στην παγίδα του ίδιου του του μεγαλείου: πίστεψε ότι μπορεί να πετάξει γύρω από τον ήλιο. Τα κέρινα φτερά και του ίδιου και της χώρας του, ήδη έχουν αρχίσει και καίγονται.
Είναι ακριβώς η στιγμή που η Ελλάδα πρέπει να κάνει τα επόμενα καθοριστικά βήματά της. Και μπορεί να διδαχθεί πολλά από την Κύπρο στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τις παλιές, εθνικά επικίνδυνες αγκυλώσεις.
Πρώτον, πρέπει τώρα, αυτή τη στιγμή, αυτή την εβδομάδα, να σταθεί ξεκάθαρα στο πλευρό των συμμάχων της στην υπόθεση της αναγνώρισης στον ΟΗΕ, αφού για αυτούς είναι μια απόλυτα καθοριστικής σημασίας στιγμή – ο ίδιος ο Αμερικανός πρόεδρος το ξεκαθάρισε πολλές φορές και προς κάθε κατεύθυνση. Και υπάρχουν τρόποι να γίνει αυτό ώστε να είναι ουσιαστικά επωφελές και για τους ίδιους του Παλαιστίνιους, που ασφαλώς δεν είναι προς το συμφέρον τους να κόψουν κάθε γέφυρα με τη δύση. Η Τουρκία επιχειρεί να τους καπελώσει για να παίξει το δικό της παιγνίδι, αλλά η Ελλάδα μπορεί να τους βοηθήσει να μην διαπράξουν ένα σφάλμα που θα τους στοιχίσει πολλά στο μέλλον.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα πρέπει αμέσως να ακολουθήσει τον κυπριακό δρόμο και στο Αιγαίο και νότια της Κρήτης: πρέπει να «αντιγράψει» τις κυπριακές ενεργειακές συμφωνίες με τις Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ και να τις επεκτείνει κι εδώ.
Με αυτό τον τρόπο, η νέα γεωπολιτική πραγματικότητα θα θεμελιωθεί πλέον οριστικά και σε όλο της το εύρος. Και η Ελλάδα, όπως και η Κύπρος, όχι μόνον θα προασπιστούν καλύτερα από ποτέ τα εθνικά τους συμφέροντα, αλλά θα καταφέρουν να αξιοποιήσουν πλουτοπαραγωγικές πηγές που μπορούν να αλλάξουν για πάντα τη μοίρα τους και που επί τόσα χρόνια, οι τουρκικές απειλές τις αναγκάζουν να τις αφήνουν εν υπνώσει.
Όλα αυτά, ασφαλώς έχουν ρίσκα. Εγκυμονούν κινδύνους. Όμως, με τις δυναμικές που δημιουργεί ήδη αυτή η πολιτική, οι κίνδυνοι είναι ελεγχόμενοι και, πάντως, σε καμία περίπτωση δεν συγκρίνονται με τον κίνδυνο της απραξίας και των φοβικών συνδρόμων, ο οποίος είναι τεράστιος.
Μια νέα εποχή έχει ήδη ξεκινήσει και απαιτεί να γίνουν αποφασιστικά και άμεσα τα επόμενα βήματα. Μια εποχή ριζικής επανατοποθέτησης της Κύπρου και της Ελλάδας στο δυτικό κόσμο, την ώρα μάλιστα που η σημασία τους μεγιστοποιείται όχι μόνον οικονομικά αλλά και στρατηγικά, με τη Μέση Ανατολή να είναι ασταθής όσο ποτέ τα τελευταία χρόνια.
Μια εποχή δυναμικής οργανικής επανενσωμάτωσης του ελληνισμού στο δυτικό κόσμο, που ξεκίνησε από την πολιτική ενός σκληρού κουμμουνιστή ηγέτη, του μοναδικού που κυβερνά σήμερα μια χώρα, σε όλο το δυτικό κόσμο…