του Διονύση Μεσσάρη
Να ‘μαι πάλι στο κρύο πεζούλι καθισμένος. Πίσω μου ατελείωτα σκαλάκια. Ματώνεις να τα ανέβεις φεύγοντας με της καρδιάς το βουβό κλάμα, κινδυνεύεις να σκοτωθείς στο κατέβασμα από της ψυχής την ελπιδοφόρα λαχτάρα. Ευρίσκομαι τόσο αφάνταστα κοντά στο άπιαστο μου χρυσαφένιο όνειρο και συνάμα τόσα χιλιόμετρα ψυχολογικά εξορισμένος.
Νοιώθω ένα απέραντο κενό. Μία άκαιρη συνάντηση, μία ωμή εξομολόγηση και η μέρα που οι μάσκες έπεσαν ήταν αρκετά για να συμβεί αυτό. Κοιτάζω το ρείθρο του δρόμου μπροστά μου, γεμάτο από «δωράκια» της απάνω γειτονιάς, φερμένα από το υδάτινο ρεύμα της χθεσινής βροχής. Κυλούσε όπως το αίμα στις φλέβες μας, άλλοτε βουερό και ορμητικό σαν της καρδιάς ο έρωτας τα παραθυρόφυλλα να κροταλεί, άλλοτε μουδιασμένο σαν η ζωή μας από αναμνήσεις να στραγγίζει αργά – αργά τις σταγόνες της σαν πέρλες στο κρύο δάπεδο.
Έσκυψα να δω καλύτερα. «Δωράκια»! Αποτσίγαρα – θλιβερά σημάδια και απαραίτητο άθυρμα της δυστυχίας των χαλεπών καιρών μας, λάσπη – από της μάνας βουνού της σάρκες και των παιδιών της τις τώρα πια γυμνές ρίζες, ράκη – ακαθόριστα σχήματα και ασαφείς απομιμήσεις των ανθρωπίνων κουρελιών που πια πληθαίνουν στους δρόμους. Με έπιασε ένα νευρικό γέλιο. Μα είναι αστείο! Κάποιες δεκαετίες πριν, στα πέτρινα χρόνια, στο ίδιο ακριβώς σημείο (χωματόδρομος τότε) μάζευα χόρτα για να ξεγελάσουμε την πείνα μας με τους συντρόφους μου. Νομίζω ότι ήταν του τύπου odochortus nostimous κατά το αστείο του Τέλη, καλό παιδί είχε πλάκα. Σήμερα, στο ίδιο σημείο, τα πάντα τα σκεπάζει ένα μαύρο ακαθόριστο ασφαλτώδες σκεύασμα για να θυμηθώ και έναν καθηγητή μου. Η αγαπημένη μου έκφραση: «φρίκη».
Πρέπει να γέλασα δυνατά γιατί οι νοικοκυρές που είχαν βγει στα μπαλκονάκια με κοίταξαν απορημένες. Μάλλον θα με λοιδορούσαν, μπορεί και να λυπόντουσαν, πιθανόν και να με χλεύαζαν. Μπα! Δεν νομίζω οι νοικοκυρές πάντα έχουν ψυχή, ρομαντισμό, ακαθόριστες προσωπικές ανάγκες, σβησμένα όνειρα, φόβο στην ψυχή και αίσθηση καθήκοντος. Πάντως μία τουλάχιστον σκουπίζει το ίδιο σημείο κοιτάζει και κρύβεται επί πέντε λεπτά. Γλυκούλα είναι να σε πάρω τηλέφωνο; Όχι βέβαια δεν είναι πρέπον. Τουλάχιστον προσπάθησα! Ας ξαναγυρίσουμε στον ρεμβασμό.
Κάποτε στο ίδιο σημείο, ένα Σαββάτο βράδυ μια Κυριακή πρωί που λέει και το τραγούδι, ένωνα τα όνειρά μου με μια γλυκιά μου φίλη που κοιμόταν εκεί κοντά. Όταν ένα ελαφρύ σκούντημα στον ώμο και μία γυναικεία βαθειά φωνή με ξύπνησε. «Πάθατε κάτι κύριε μου»; Μια γλυκιά ηλικιωμένη κυριούλα, προσεκτικά ντυμένη, μπωμέ, καπελάκι, βέλο, γάντια. Μήπως αποκοιμήθηκα και ξύπνησα χρόνια πριν; Αλλά πρόσεξα ότι κρατούσε κάτι παράταιρο ένα πτυσσόμενο σκαμπουδάκι. «Όχι καλή μου κυρία με πήρε ο ύπνος – και έγειρα σε πέτρα και λιθάρι που λέει το τραγούδι» (τα τελευταία λόγια δεν τα είπα βέβαια, απλά τα σκέφτηκα). «Μην στεναχωριέστε έχει ο καλός θεός για όλους κάτι». Απίστευτη η διορατικότητα της! Αλλά ανυπόφορη η ελπίδα της. «Πάτε στην εκκλησία καλή μου κυρία, στην πρωινή λειτουργία»; «Ναι εσείς θα έρθετε»; Με ερώτησε με ένα πλατύ καλοκάγαθο χαμόγελο που κάπως με ξένισε. Μερικών τα προβλήματα είναι απλά και ξεκάθαρα, ίσως ακόμη και ανύπαρκτα. «Μπα τσακωθήκαμε με τον θεό από όταν ήμουν πιτσιρίκι, και από τότε βάζει ο ένας μας τρικλοποδιές στον άλλο». Τα μάτια της ξαφνικά μεγάλωσαν μία έκφραση οδύνης απλώθηκε στο πρόσωπό της. Την λυπήθηκα, το είχα παρακάνει, έπρεπε να μπαλώσω τα πράγματα. «Σας ζητώ συγγνώμη καλή μου κυρία, αλλά θα μου κάνετε μια χάρη»; «Δεν έχω χρήματα καλέ μου, μόνο ένα κέρμα για το κεράκι του άντρα μου». «Σας καταλαβαίνω απόλυτα, αλλά απλά θα ήθελα αν θα μπορούσατε στις προσευχές σας να μεσολαβούσατε και για μένα για να βρουν κάποιες πληγωμένες καρδιές τον δρόμο τους, θα σας ευγνωμονούσα, δεν ξέρεις ποτέ τι γίνεται».
Συγκατάνεψε και κατέβηκε τα υπόλοιπα σκαλάκια τόσο γρήγορα που φοβήθηκα ότι θα χτυπήσει. Απομακρύνθηκε ανακουφισμένη, όπως και εγώ που δεν έπαθε τίποτε, δεν της έφαγα το κέρμα, προτίμησε να το φάει ο νεωκόρος, δεν μπορώ να φανταστώ πόσο ευτυχής θα νοιώθει ο άντρας της. Σήμερα, αρκετό καιρό μετά, βλέποντας με ψυχραιμία τα πράγματα και την έκβαση της διαμεσολάβησης, σκέφτομαι ότι ούτε η 6η δόση καταβλήθηκε, ούτε τα πράγματα διορθώθηκαν γενικά. Τελικά τι φταίει; Μάλλον η καλή μου διαμεσολαβούσα δεν τα κατάφερε. Μπορεί η κυριούλα να μην κατάλαβε τίποτε, μα και εγώ βρε αδελφέ μου ώρες – ώρες μιλάω περίπλοκα, πάντως οι φοιτητές μου δεν παραπονιούνται. Μπορεί το κέρμα να μην ήταν αρκετό, εξάλλου το είχε πει και ο Πάπας χρειάζεται ο κρότος από πουγκί για να γίνει κάτι και άστε τον Λούθηρο να λέει. Τελικά μπορεί ο αποδέκτης να άλλαξε διεύθυνση, οπότε με την προοπτική αυτή νοιώθω ήδη την απελπισία να με τριγυρίζει από παντού.
Αισθάνομαι την ανάγκη να απολογηθώ καλοί μου φίλοι. Κάτι με πιάνει τέτοιες μέρες την ίδια εποχή. Κανονικά θα μπορούσα να σας πω αρκετές επετειακές ιστορίες. Τι να πρωτοθυμηθώ. Τον αντιδικτατορικό αγώνα, την συνωμοτική δράση, την αμνηστία, τα γεγονότα της νομικής, τις ηρωικές στιγμές του Πολυτεχνείου, την Ειρήνη, τον Τέλη, τη Άννα. Όμως αυτή την φορά δεν θα το κάνω. Θα σιωπήσω. Με έχει κουράσει η έλλειψη Δημοκρατικού ήθους αρκετών συμπολιτών μας. Δεν είμαστε άξιοι για επετειακές φανφάρες ειδικά όταν το Πολυτεχνείο έχει μετατραπεί σε ένα μουσειακό φολκλόρ. Με κουράζουν και αρκετοί επώνυμοι αγωνιστές που πρόδωσαν ή που δεν αντιστάθηκαν στην προδοσία των βασικών πολιτικών αρχών και ιδεωδών της μεγάλης ανατροπής, μίας μεγάλης ανατροπής που πολλοί ονειρεύτηκαν, αλλά και που ποτέ δεν συνέβη. Ως εκ τούτου προτείνω την κατάργηση της επετείου υπό αυτή την ονομασία, ας την αλλάξουμε ή απλά να την ισχυροποιήσουμε επί τω ουδετέρω σε επέτειο της παλινόρθωσης της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας και ας πουν κάποιοι ότι παίζουμε το παιχνίδι της ακροδεξιάς ή της ακροαριστεράς. Έτσι σας παρακαλώ αφήστε με να σφυρίζω κλέφτικα μέρες που είναι.